Οκτώβριος του 1941 και ο γερμανός καθηγητής Προϊστορίας και Πρωτο-ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ταυτόχρονα αξιωματικός του γερμανικού στρατού κατοχής Χανς Ράινερτ φθάνει στην τοποθεσία Μαγούλα Βισβίκη στη Θεσσαλία. Στη θέση αυτή βρίσκεται ένας προϊστορικός οικισμός, τον οποίο ήδη είχε εντοπίσει στις αρχές του 20ού αιώνα ο πρωτοπόρος έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας. Ο Ράινερτ δεν αποτελεί τυχαίο πρόσωπο. Βρίσκεται στη Θεσσαλία σε εντεταλμένη αποστολή και ξεκινά ανασκαφές προς άγραν τεκμηρίων για την εγκατάσταση ινδογερμανικών φύλων στην περιοχή. Απώτερος στόχος; Να αποδείξει τη φυλετική και πολιτισμική υπεροχή των προγόνων του βάσει των αρχών του εθνικοσοσιαλισμού. Σήμερα, 77 χρόνια ύστερα από εκείνη την ανασκαφή, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο πλαίσιο της επιτυχημένης δράσης του «Αθέατο Μουσείο» όπου προβάλλονται επιλεγμένες αρχαιότητες από τα άδυτα των αποθηκών του, παρουσιάζει για πρώτη φορά τα ευρήματα του Ράινερτ. Πήλινα αγγεία, λίθινα εργαλεία, καθώς και έγγραφα, ζωγραφικές αναπαραστάσεις και συσκευασίες ευρημάτων συνθέτουν το παζλ αυτής της περιπετειώδους ναζιστικής ανασκαφής.
Ποιος ήταν Χανς Ράινερτ
«Ηταν αναμφισβήτητα ένας ένθερμος ιδεολόγος του εθνικοσοσιαλισμού» αναφέρει στο «Βήμα» η αρχαιολόγος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου δρ Κάτια Μαντέλη και επιμελήτρια της ενότητας «Μαγούλα Βισβίκη».
«Οπως γνωρίζετε, μέρος της ναζιστικής ιδεολογίας αποτελεί η πεποίθηση σχετικά με την καθαρότητα της λεγόμενης αρίας φυλής, η οποία, κατά τη γνώμη των θεωρητικών του εθνικοσοσιαλισμού, ανήκε στα ινδοευρωπαϊκά και πιο συγκεκριμένα στα ινδογερμανικά φύλα. Με βάση λοιπόν τον κοινωνικό δαρβινισμό, ήθελαν να αποδείξουν ότι η αρία φυλή ήταν η ισχυρότερη όλων και για αυτό ακριβώς επικράτησε. Θέλησαν μάλιστα να το αποδείξουν και μέσω της αρχαιολογίας, αναζητώντας τεκμήρια που, σύμφωνα πάντα με τους ίδιους, πιστοποιούσαν ότι ο πολιτισμός των προγόνων τους είχε διαδοθεί στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης».
Οπως εξηγεί η κυρία Μαντέλη, ο απώτερος σκοπός του Ράινερτ ήταν ακριβώς να εντοπίσει ίχνη της ινδογερμανικής φυλής στην Ελλάδα. Προσέλαβε λοιπόν ντόπιους χωρικούς και ξεκίνησε τις ανασκαφές. «Και μπορούμε να πούμε ότι στάθηκε τυχερός, καθώς η αρχαιολογική του σκαπάνη έφερε στο φως ένα νεολιθικό ορθογώνιο κτίσμα, ένα «μέγαρο», με πρόδομο, τρία εσωτερικά δωμάτια και οπισθόδομο. Ποια ήταν τα συμπεράσματά του; Το συνέδεσε αμέσως με την παρουσία της ινδογερμανικής φυλής στην Ελλάδα, ήδη κατά την έκτη χιλιετία π.Χ., καθώς και στην πατρίδα του είχαν βρεθεί αντίστοιχες νεολιθικές κατασκευές. Πρόκειται για μια σαφώς επιλεκτική ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μπορεί ένα αρχαιολογικό εύρημα, επενδεδυμένο με ερμηνευτικό μανδύα, να μετατραπεί σε «εργαλείο» για την προώθηση μιας ιδεολογίας και πόσο τελικά επικίνδυνη μπορεί διαχρονικά να αποβεί αυτή η πρακτική χειραγώγησης της αρχαιολογίας» επισημαίνει η κυρία Μαντέλη.
Σήμερα πάντως δεν γνωρίζουμε τη θέση των κτισμάτων που έφερε στο φως ο γερμανός ανασκαφέας. «Πιθανότατα τα οικοδομικά λείψανα, μετά το πέρας των εργασιών, απομακρύνθηκαν από τους ίδιους τους κατοίκους» αναφέρει η κυρία Μαντέλη, τονίζοντας την ίδια στιγμή ότι ο Χανς Ράινερτ, ανεξάρτητα από τα ιδεολογικά του «πιστεύω», έκανε παραδειγματική δουλειά ως αρχαιολόγος. «Ηταν ιδιαίτερα προσεκτικός με τα ευρήματα, φρόντισε να αποτυπωθούν όλα σε σχέδια, ενώ προχώρησε σε αισθητική αποκατάστασή τους, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή».
Τα κλεμμένα ευρήματα και ο επαναπατρισμός
Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε με την έγκριση της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου και πλήθος κινητών ευρημάτων (όστρακα αγγείων, λίθινα και οστέινα εργαλεία, πήλινα ειδώλια και άλλα) ήρθαν στο φως. Τελικά το μεγαλύτερο μέρος τους, εκτός ολίγων κιβωτίων, φυγαδεύτηκε παρανόμως στη Γερμανία.
Μετά το τέλος του πόλεμου πάντως και ύστερα από έρευνες του ελληνικού κράτους με βάση το βιβλίο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής», μέρος των ευρημάτων επέστρεψε τμηματικά το 1946 και το 1949 αντίστοιχα. Η αναζήτηση όμως δεν σταμάτησε εκεί και σε αυτό το σημείο εμπλέκεται η επίτιμος έφορος αρχαιοτήτων Αγγέλικα Ντούζουγλη. Τη δεκαετία του ’70 η ίδια ήταν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Εκεί ο καθηγητής τής πρότεινε ως θέμα της διατριβής της τη μελέτη της ανασκαφής στη Μαγούλα Βισβίκη στη Θεσσαλία. Δυστυχώς δεν υπήρχαν δημοσιευμένα αρχεία πέραν ενός σκίτσου του ίδιου του Ράινερτ στην εφημερίδα «Λαϊκός Παρατηρητής» («Völkischer Beobachter»). Eτσι εκείνη, μολονότι επί δύο χρόνια μελέτησε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο τα ευρήματα που ήδη είχαν επιστραφεί, δεν μπόρεσε ολοκληρώσει την έρευνά της καθώς της έλειπαν τα δεδομένα των ανασκαφών που θα τεκμηρίωναν τα συμπεράσματά της.
Δεν παραιτήθηκε και τελικά έπειτα από πολύχρονη έρευνα, σε συνεργασία με την αυστριακή συνάδελφό της Εύα Aλραμ-Στερν, ανακάλυψε ότι μέρος των αντικειμένων είχε καταλήξει στο μικρό μουσείο Pfahlbau που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Ράινερτ στην πόλη Ουντερούλντινγκεν, στις όχθες της λίμνης Κωνσταντίας. Ο ίδιος ο Ράινερτ είχε επιζήσει του πολέμου και καθώς δεν είχε καταδικαστεί για εγκλήματα πολέμου έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, το 1990, σε ηλικία 90 ετών.
Ο νέος διευθυντής του γερμανικού μουσείου Γκίντερ Σέμπελ συμφώνησε από την πρώτη στιγμή να επιστραφούν τα υπόλοιπα ευρήματα, τα οποία επαναπατρίστηκαν το 2014, ενώ η μελέτη της Αγγέλικας Ντούζουγλη και της Εύα Αλραμ-Στερν δημοσιεύθηκε το 2015 σε βιβλίο με τίτλο «Οι γερμανικές ανασκαφές του 1941 στη Μαγούλα Βισβίκη στο Βελεστίνο» (εκδ. Dr Rudolf Habelt GmbH), δίνοντας απαντήσεις για αυτή την ανασκαφή που ξεκίνησε πριν από 77 ολόκληρα χρόνια.