Η 24η Ιουλίου – κάθε έτους – είναι μία ημέρα ενδοσκόπησης για τους συνειδητοποιημένους πολίτες. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι είναι μία ημέρα συστολής και βαθιάς περίσκεψης. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα και η ανάληψη του τιτάνιου – ας μην έχουμε αυταπάτες – έργου της αποκατάστασης της Δημοκρατίας εν μέσω μιας εθνικής τραγωδίας, αυτής της Κύπρου, ήθελε πολλά κότσια για έναν πολιτικό. Οσοι σήμερα απολαμβάνουμε τους καρπούς της δημοκρατικής ομαλότητας και ευημερίας που προέκυψαν από εκείνη την ημέρα, είναι ορθό να στεκόμαστε ταπεινοί έναντι της Ιστορίας.
Η εικόνα της πρόσφατης δεξίωσης στο Προεδρικό Μέγαρο για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας γέννησε στον γράφοντα, αγέννητο ακόμη την 24η Ιουλίου 1974, πολλά, αρνητικά, συναισθήματα. Η δεξίωση αυτή οφείλει να τιμά την Ιστορία τούτης της χώρας και το έργο όσων την επομένη της πτώσης της χούντας, αλλά και μετέπειτα, προσπάθησαν να υπερβούν τους διχασμούς που «χάραξαν το κορμί» του κράτους όχι μόνο από τον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του ’40, αλλά ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 – με την ανάδυση του Εθνικού Διχασμού. Επρόκειτο, όπως πρόσφατα έγραψε ο Νίκος Αλιβιζάτος, για έναν 60ετή – ουσιαστικά – Εμφύλιο, ο οποίος έληξε το 1974, επιτρέποντας στην πατρίδα μας να ακολουθήσει τον δρόμο προς την Ενωμένη Ευρώπη.
Αναρωτιέται όμως κανείς αν αυτό που είδαμε στη δεξίωση και όσα διαβάσαμε ή ακούσαμε κατόπιν αυτής αντικατοπτρίζουν αυτή την αναγκαία ενδοσκόπηση και συστολή. Θα έλεγε κανείς, με θλίψη, ότι αυτό δεν συνέβη. Προφανώς και υπήρξαν εξαιρέσεις, αλλά αυτές δεν έτυχαν ούτε της προσοχής που έπρεπε ούτε και της αντίστοιχης προβολής.
Αντί για μία δεξίωση χαμηλών τόνων, με σεβασμό στη στιγμή και στην Ιστορία, είδαμε τηλεπερσόνες να ακκίζονται στον φωτογραφικό φακό, κυβερνητικούς συμβούλους να αρέσκονται σε selfies στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, δημοσιογράφους να ασκούν αντιπολίτευση με βάση τις στυλιστικές επιλογές πολιτικών προσώπων και ένα προεδρικό μήνυμα θα έλεγε κανείς «τυπικό» και χωρίς έμπνευση.
Αν η δεξίωση της 24ης Ιουλίου αφήνει κάτι πίσω της, αυτό είναι ένα συνονθύλευμα, έναν «χυλό» χωρίς σαφή μηνύματα και χωρίς επίγνωση ούτε της Ιστορίας της χώρας ούτε των κινδύνων που πρόσφατα διήλθε ή των προκλήσεων που ορθώνονται μπροστά της. Πόσοι, αλήθεια, από όσους βρέθηκαν εκεί γύρισαν – για μια στιγμή – τον χρόνο πίσω σε εκείνο το τραγικό θέρος του 1974; Πόσοι άραγε σκέφθηκαν ότι οι πολεμικές εικόνες του 1974 θα μπορούσαν να επαναληφθούν με μία Τουρκία εξίσου, ή και περισσότερο, εθνικιστική με τότε;
Και εμείς οι δημοσιογράφοι δεν είμαστε φυσικά άμοιροι ευθυνών – ας μη γελιόμαστε. Είμαστε συνυπεύθυνοι για την ελαφρότητα με την οποία προσεγγίζουμε μία τελετή που θα έπρεπε να μας κινητοποιεί πνευματικά και όχι να μας οδηγεί να ασχολούμαστε μόνο με εκλογές και ανασχηματισμούς, με φορέματα ή… σαγιονάρες. Ισως όμως όλο αυτό που προβλήθηκε να είναι απλά το αποτέλεσμα του σημείου στο οποίο ως κοινωνία βρισκόμαστε.
Το μικρό αυτό σημείωμα ίσως ξενίσει ορισμένους. Ισως δε κάποιους άλλους να τους ενοχλήσει κιόλας ή και να εκληφθεί ως συντηρητικό. Ισως όμως να δώσει και λαβή για μία συζήτηση για το ποιοι θέλουμε να είμαστε και πού θέλουμε να πάμε – μέσα σε έναν κόσμο «φλεγόμενο», είτε κυριολεκτικά λόγω πυρκαγιών είτε και πιο «μεταφορικά» λόγω πολέμων.