Ηταν άγριο το σκηνικό στα δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων τα μεσάνυχτα της Τρίτης. Η πολύωρη, εξαντλητική αναμονή έως ότου ολοκληρωθούν οι απολογίες ενός ζεύγους «πολιτικού», του Γιάννου Παπαντωνίου και της Σταυρούλας Κουράκου, κατέληξε σε εικόνα σοκαριστική: ο πρώην υπουργός και η σύζυγός του βημάτιζαν γρήγορα, μέσα στην απόλυτη ησυχία, το σκοτάδι και το κρύο, στον ρυθμό που υπαγόρευαν οι αστυνομικοί που τους κρατούσαν, φορώντας δήθεν κρυμμένες – με σακάκια και μαντίλια – χειροπέδες.
Υστερα από 15 χρόνια δικαστικών ερευνών και μετά τον θόρυβο για τη λίστα Λαγκάρντ, που είχε φέρει το ζεύγος Παπαντωνίου στο προσκήνιο λόγω καταθέσεων ύψους 1,3 εκατομμυρίων ευρώ της κυρίας Κουράκου, οι εξελίξεις στάθηκαν ικανές να προκαλέσουν τριγμούς στο εγχώριο σκηνικό.
Η κατηγορία που οδήγησε στο ασυνήθιστο αυτό θέαμα είναι το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, με μίζες 2,8 εκατ. φράγκων (περί τα 2,5 εκατομμύρια ευρώ) που απορρέουν από τη σύμβαση 010Β/03 εκσυγχρονισμού έξι φρεγατών τύπου «S» – εν έτει 2003 και επί υπουργίας Παπαντωνίου στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας -, με την εταιρεία Thales, η οποία και εκτιμάται ότι έχει επιφέρει ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ. Οι αρχές εκτιμούν μάλιστα ότι το ποσό των 2,8 εκατομμυρίων φράγκων είναι μέρος μόνον του συνολικού χρηματικού ποσού των 4,6 εκατομμυρίων φράγκων που διατηρούσε ο πρώην υπουργός εντός του ελβετικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, «αποκρύπτοντάς το από οποιαδήποτε ελεγκτική αρχή στην Ελλάδα».
Η μεγάλη περιουσία και το «καταφύγιο»
Ο Γιάννος Παπαντωνίου, που αρνείται τις κατηγορίες, επεχείρησε να πείσει το δικαστικό δίδυμο που ερευνά την υπόθεση, την ανακρίτρια Διαφθοράς Ηλιάννα Ζαμανίκα και τον επίκουρό της, Γιώργο Ευαγγέλου, σε μια απολογία μαραθώνια, που μέτρησε 16 ώρες, παρουσία του συνηγόρου του, καθηγητή Αρη Χαραλαμπάκη, πλην όμως οι εξηγήσεις του κρίθηκαν ανεπαρκείς. Σε διάσκεψη των ανακριτών με την εισαγγελέα Αικατερίνη Τσιρώνη αποφασίστηκε η προφυλάκιση όχι μόνον του ιδίου αλλά και της συζύγου του. Οι Αρχές έκριναν ότι το ζεύγος είναι ύποπτο φυγής, καθώς διαθέτει άδεια παραμονής και κατοικία στην Ελβετία, τονίζοντας ότι υπάρχει η πιθανότητα αν παραμείνουν ελεύθεροι να συνεχίσουν – πάντα κατά το κατηγορητήριο – το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Στο σκεπτικό των δικαστών τονίζεται δε ότι αμφότεροι δεν συναίνεσαν στην άρση του τραπεζικού απορρήτου ή, όταν συναίνεσαν, την αμφισβήτησαν.
Δικαστικές πηγές θέλουν τον πρώην υπουργό να μην έχει προσκομίσει στους ανακριτές τον όγκο εκείνο των εγγράφων που θα καθιστούσαν πειστικές τις εξηγήσεις του. Ο ίδιος επικαλέστηκε, για να αποδείξει τη νομιμότητα της προέλευσης των ύποπτων χρημάτων, κληρονομιές από συγγενικά του πρόσωπα, περιουσιακά στοιχεία του ευρύτερου οικογενειακού του περιβάλλοντος, όπως της πρώτης συζύγου του, εκλιπούσης, Λίας Καρτάλη, θείας του, αλλά και της μητέρας του, με κορυφαίο παράδειγμα την πώληση πινάκων ζωγραφικής, που ήταν αντίκες καθώς και μετοχών· αλλά και την ίδια του τη δουλειά, με υψηλότατες αμοιβές από τη δεκαετία του ’80 ακόμη.
Ο κ. Παπαντωνίου ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε χρηματοκιβώτιο στην κατοικία του, με μεγάλα ποσά, τα οποία και αποφάσισε τη διετία 2002 – 2003 να δώσει τμηματικά στον επιχειρηματία-κατασκευαστή και προσωπικό του φίλο Ανδρέα Μπάρδη, προκειμένου να τα καταθέσει στην Ελβετία. Ο υπουργός ερμήνευσε – σύμφωνα με πληροφορίες -την κίνησή του αυτή ως ασπίδα προστασίας απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους, στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Οσα λιγότερα γνώριζαν για το περιουσιακό του status τόσο πιο προστατευμένος θα ήταν πολιτικά. Η Ελβετία ήταν για αυτόν εξάλλου διαχρονικά ασφαλής επιλογή, σε θέματα χρηματοπιστωτικά.
Τον πρώτο λογαριασμό του τον είχε ανοίξει στην τράπεζα CREDIT SUISSE της Γενεύης τον Νοέμβριο του 1983, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, για να καταθέσει – όπως είπε – «τα πολύ υψηλά εισοδήματα που εξασφάλιζε επί περίπου μία δεκαετία στο εξωτερικό ως στέλεχος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης στο Παρίσι και, στη συνέχεια, ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις αρχές του 1985, μετά το τέλος της θητείας του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι συνολικές καταθέσεις του στον λογαριασμό της CREDIT SUISSE ήταν 585.000 δολάρια ΗΠΑ, δηλαδή περίπου 1.500.000 ελβετικά φράγκα (ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – ελβετικού φράγκου στις 02-01-1985: 2,62)».
Η απολογία Μπάρδη και οι δεσμίδες σε κίτρινους φακέλους
Με αυτά τα δεδομένα, δεν ήταν λίγες οι φορές κατά τις οποίες οι τόνοι ανέβηκαν επικινδύνως ενώ οι ανακριτές φέρονταν ενοχλημένοι από δημόσιους χαρακτηρισμούς του κ. Παπαντωνίου περί «διωκτών του, που ήταν σε πλήρες αδιέξοδο, λόγω της απόλυτης ανυπαρξίας στοιχείων». Ο πρώην υπουργός δεν έπαψε άλλωστε να καταλογίζει εμμέσως πλην σαφώς στους ανακριτές άγνοια, αποδίδοντας τα στοιχεία της δικογραφίας για δαιδαλώδεις διαδρομές και διακίνηση ποσών σε ουγκιές χρυσού και ασημιού, σε βασικές αρχές του private banking, με χρηματοοικονομικά προϊόντα, αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστήρια συμβόλαια και επενδύσεις σε μέταλλα, επιπροσθέτως των απλών καταθέσεων, που χρησιμοποιούνται παγίως στη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών από τους ειδικούς.
Σε κάθε περίπτωση, ενδιαφέρον έχει στο σημείο αυτό η απολογία του Ανδρέα Μπάρδη (πρόσωπο που εμφανίζεται και στην υπόθεση της εξοχικής κατοικίας στη Σύρο), λίγες ημέρες πριν από αυτή του κ. Παπαντωνίου, μετά την οποία αφέθηκε ελεύθερος, με περιοριστικούς όρους – εγγύηση ύψους 500.000 ευρώ και απαγόρευση εξόδου. Ο κ. Μπάρδης ισχυρίστηκε ότι έπαιρνε μετρητά συνολικού ύψους 2,5 εκατομμυρίων ευρώ, σταδιακά, σε δεσμίδες, μέσα σε κίτρινους φακέλους, από την οικία Παπαντωνίου στην Κηφισιά, για να κατατεθούν αρχικώς σε προσωπικούς του λογαριασμούς σε τράπεζα των βορείων προαστίων και, εν συνεχεία, να μεταφερθούν με έμβασμα στην Ελβετία – ήταν άλλωστε κάτοικος Γενεύης.
«Το Βήμα» επικοινώνησε με τον Χρήστο Βρούστη, συνήγορο υπεράσπισης του επιχειρηματία, ο ίδιος ωστόσο δεν θέλησε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση. Περιορίστηκε να πει ότι βασικά επιχειρήματα του εντολέα του ήταν τόσο η πεποίθησή του ότι τα χρήματα αυτά είχαν νόμιμη προέλευση, όσο και η απουσία οιασδήποτε αμοιβής για τη μεσολάβηση αυτή.
Αλλες πηγές αναφέρουν ότι ο κ. Μπάρδης την περίοδο εκείνη – κατά την οποία ο Γιάννος Παπαντωνίου είχε το προφίλ επιτυχημένου πολιτικού – πίστευε ότι ήταν «έντιμος και σωστός άνθρωπος», κάτι που τον καθιστά σήμερα οργισμένο για την εμπλοκή του, ύστερα από τόσα χρόνια, «χωρίς να ευθύνεται».
Από τις πιο σημαντικές ψηφίδες της απολογίας Μπάρδη θεωρείται – σύμφωνα με τις ίδιες πηγές – η άρνησή του για την παραμικρή σχέση με τον αποβιώσαντα Χαράλαμπο Μπεκατώρο, πάλαι ποτέ αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού και αντιπρόσωπο της προμηθεύτριας εταιρείας των φρεγατών Thales, στην Ελλάδα. Δήλωσε ενώπιον των ανακριτών ότι ουδεμία σχέση είχε με το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, με οπλικά συστήματα και πρόσωπα κομβικά στην πώλησή τους.
Ψάχνουν μάρτυρες-κλειδιά και για τη βίλα στη Σύρο
Η προφυλάκιση θεωρείται προπομπός και άλλων εξελίξεων, καθώς πληροφορίες φέρουν τις Αρχές να συνεχίζουν με αμείωτους ρυθμούς την ανάκριση, κλητεύοντας στο άμεσο μέλλον πρόσωπα-κλειδιά, μεταξύ άλλων, αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού, κυρίως όσους συμμετείχαν στις οικείες επιτροπές, και ηχηρά επιχειρηματικά ονόματα που έχουν ήδη εμπλακεί σε υποθέσεις άλλων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Στο ανακριτικό γραφείο υπό έρευνα εξάλλου δεν είναι μόνον οι φρεγάτες, υπολογίζονται περισσότεροι από πέντε φάκελοι για προμήθειες οπλικών συστημάτων από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Εχει ιδιαίτερη σημασία στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι αθέατος πρωταγωνιστής στην όλη έρευνα για τις φρεγάτες, και όχι μόνο, είναι ο Μισέλ Ζοσεράν, πρώην στέλεχος της εταιρείας Thales, η κατάθεση του οποίου – κατά το παρελθόν – για μίζες στην ελληνική πολιτική σκηνή το διάστημα 2002-2003 έχει συνεκτιμηθεί από τις Αρχές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ζοσεράν θεωρείται αμφιλεγόμενο πρόσωπο, και για σκέλη της υπόθεσης αυτής έχει καταδικαστεί από τη γαλλική Δικαιοσύνη.
Ο κουμπάρος και η λίστα Λαγκάρντ
Καθοριστικής σημασίας πρόσωπο θεωρείται και ο Γιώργος Κανδαλέπας, κουμπάρος του πρώην υπουργού, ο οποίος ελέγχεται από τις ελληνικές αρχές, σε μια φάση κατά την οποία εξελίξεις αναμένονται και επί ελβετικού εδάφους. Εντός των προσεχών εβδομάδων, εκτιμάται ότι θα εκδοθεί η απόφαση του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου που θα λύσει τον γόρδιο δεσμό ως προς το αν μπορούν να γίνουν δεκτά δύο αιτήματα δικαστικής συνδρομής από τις ελληνικές αρχές – του 2013 και του 2014, για την υπόθεση Παπαντωνίου -, βάση των οποίων είναι το υλικό της λίστας Λαγκάρντ. Το ότι το συγκεκριμένο υλικό είναι υποκλαπέν – το αξιοποιεί ο κ. Κανδαλέπας ζητώντας να μην αρθεί το τραπεζικό του απόρρητο – έχει προκαλέσει μείζονος σημασίας νομικά ζητήματα, με αντιφατικές αποφάσεις μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Βέρνης έχει κάνει προσφάτως δεκτά τα ελληνικά αιτήματα, εντούτοις το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο έχει προσφύγει ο κ. Κανδαλέπας, έχει αποφανθεί ότι η συνδρομή δεν θα δοθεί. Το ελβετικό υπουργείο Δικαιοσύνης άσκησε αναίρεση επί της απόφασης αυτής, ως εκ τούτου τον λόγο έχει πλέον ο ελβετικός «Αρειος Πάγος».
Η Ελβετία έχει ούτως ή άλλως διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην υπόθεση Παπαντωνίου, καθώς ήταν εκείνη που ενημέρωσε τον Μάρτιο του 2017 την Εισαγγελία Διαφθοράς στην Ελλάδα για την ύπαρξη δύο λογαριασμών και ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, τροφοδοτώντας νέο κύκλο ερευνών.
Η Αegean Blue και το μοντέλο Novartis
Δεν είναι η μόνη χώρα από την οποία εκκρεμούν απαντήσεις δικαστικών συνδρομών. Οι ανακριτές έχουν αποταθεί στις ΗΠΑ, αναφορικά με την εξοχική κατοικία Παπαντωνίου στη Σύρο (σ.σ.: περιλαμβάνεται σε δικογραφία που έχει διαβιβαστεί στη Βουλή), καθώς η εταιρεία στην οποία έχει πωληθεί, η Aegean Blue, είναι αμερικανικών συμφερόντων· αλλά και στη Γαλλία (ο πρώην υπουργός είναι και γάλλος υπήκοος και διατηρεί και εκεί τραπεζικούς λογαριασμούς), στην Κύπρο (διατηρούσε λογαριασμούς ο Μπεκατώρος), στην Ολλανδία (έδρα μεταξύ άλλων της Thales).
Με στόχο την εξέλιξη της έρευνας, οι δικαστικές αρχές φέρονται να αδημονούν για την εξέταση των δύο δικογραφιών που έχουν διαβιβαστεί στη Βουλή, με άξονες τόσο τα εξοπλιστικά όσο και το ακίνητο της Σύρου.
Το Κοινοβούλιο καλείται να αποφανθεί αν το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας που του αποδίδεται τελέστηκε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οπότε είναι παραγεγραμμένο (όπως και το κακούργημα της απιστίας), ή αν τελέστηκε επ’ αφορμή των υπουργικών του καθηκόντων. Αν το Κοινοβούλιο υιοθετήσει τη δεύτερη εκδοχή, κατά το «μοντέλο» Novartis, το υλικό θα πρέπει να επιστρέψει στην τακτική Δικαιοσύνη, και συγκεκριμένα στους ανακριτές Διαφθοράς – η σχετική δίωξη για δωροδοκία και ξέπλυμα έχει ήδη ασκηθεί από την Εισαγγελία Διαφθοράς, υπό την Ελένη Τουλουπάκη.
Ο χορός αναλήψεων και οι φρεγάτες
Στον πυρήνα του κατηγορητηρίου βρίσκεται χορός αναλήψεων και καταθέσεων σε πλείστες όσες τράπεζες, ιδίως ελβετικές, όπως η UBS, η Credit Suisse και η Hypo Swiss Bank, με πλείστους όσους πρωταγωνιστές, ενώ γίνεται λόγος για επτά λογαριασμούς και 35 υπολογαριασμούς των Παπαντωνίου.
Οι δικαστές στο «κατηγορώ» τους περιγράφουν εν πολλοίς έναν μηχανισμό βάσει του οποίου οι αναλήψεις ποσών – προερχόμενων από την εταιρεία Thales – γίνονταν από τον Χαράλαμπο Μπεκατώρο, δίδονταν στον πρώην υπουργό σε μετρητά, και εκείνος με τη σειρά του τα έδινε στον Ανδρέα Μπάρδη για το σχετικό ξέπλυμα. Εντοπίζουν δηλαδή συνοχή και συσχέτιση κινήσεων προσώπων, που κινούνται δορυφορικά του κ. Παπαντωνίου, χωρίς να διατηρούν απευθείας σχέση μεταξύ τους. Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι άλλωστε αυτό που κάνει τον πρώην υπουργό να λέει ότι «όσοι προσπαθούν να συνδέσουν τις αναλήψεις μετρητών με τις καταθέσεις άλλων προσώπων πραγματοποιούν ένα ταξίδι στο Διάστημα για να μεταβούν σε ένα άλλο σύμπαν, αποσιωπώντας πλήρως το αποδεικτικό υλικό».
Πέρα από το ξέπλυμα, το βασικό αδίκημα στο κατηγορητήριο είναι η απιστία σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου, η οποία ωστόσο έχει παραγραφεί, βάσει του νόμου περί ευθύνης υπουργών, με τους δικαστές να καταλογίζουν στον κ. Παπαντωνίου όχι μόνον ζημία χρηματική του ελληνικού Δημοσίου, ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά και – ακόμη βαρύτερο – ζημία «μη αποτιμητή», «καθώς έπληξε άμεσα την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας, κατά το μέρος που αφορούσε τη διάθεση των Φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού, που ήδη είχαν παραληφθεί ως εκσυγχρονισμένες, θέτοντας σε πλήρη αμφιβολία το μέγεθος των επιχειρησιακών τους δυνατοτήτων και κυρίως καθιστώντας το ανωτέρω εξοπλιστικό Πρόγραμμα αναξιόπιστο, αφού τόσο ο χρόνος εκπόνησης αυτού όσο και ο χρόνος ολοκλήρωσής του ήταν δυσανάλογος των στόχων που είχαν τεθεί εξ αρχής και αφορούσαν την επιτυχία αυτού».
Στην απολογία του ενώπιον των ανακριτών Διαφθοράς, ο πρώην υπουργός φέρεται να έχει οριοθετηθεί σχετικά με την ευθύνη του ως υπουργού Εθνικής Αμυνας, τονίζοντας ότι στις εισηγήσεις που δεχόταν, «υπέγραφε κανονικά», στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπήρχε μειοψηφούσα άποψη. Επίσης, ο ίδιος επεσήμανε αφενός μεν ότι η θητεία του ήταν εξαιρετικά σύντομη, αφετέρου δε ότι σχεδόν παράλληλα, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα, ήταν προεδρεύων στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αμυνας, ως εκ τούτου είχε στο πρόγραμμά του συχνά ταξίδια και μεγάλο φόρτο εργασίας.
Ο ίδιος έχει δε υποστηρίξει ότι «η ακύρωση ή διακοπή του προγράμματος με τις φρεγάτες δεν αποτελούσε επιλογή γιατί συνεπαγόταν σημαντική ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου λόγω ραγδαίας απαξίωσης των έξι φρεγατών, δέσμευση δεκαπλάσιου περίπου ποσού για την υλοποίηση του εναλλακτικού προγράμματος κατασκευής νέων φρεγατών και υπονόμευση της εθνικής ασφάλειας δεδομένου ότι η πρώτη νέα φρεγάτα θα παραδιδόταν το 2015, αντί του 2006».
Στο κατηγορητήριο, από την άλλη πλευρά, γίνεται σαφές ότι η υλοποίηση του εν λόγω προγράμματος, το οποίο είχε περιληφθεί στις προτάσεις του ΕΜΠΑΕ 1999-2003, κατέστη προβληματική. Κατ’ αρχάς χρονικά, καθώς το εξοπλιστικό αυτό πρόγραμμα έπρεπε να αρχίσει το 2000 και να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2005, ενώ φρεγάτες παραλαμβάνονταν εκπρόθεσμα, ως και το 2014, «με αποτέλεσμα, ο εν λόγω εκσυγχρονισμός να μην έχει ανταποδοτικό όφελος για το Πολεμικό Ναυτικό, αφού τα συγκεκριμένα πλοία θα ήταν πλέον πέραν του επιτρεπτού ηλικιωμένα, με μειωμένες επιχειρησιακές δυνατότητες και αξιοπιστία».
Περιλαμβάνεται, δε, και επιστολή που συντάχθηκε κατ’ εντολή τού τότε Α/ΓΕΝ, υποναύαρχου Αντωνίου Αντωνιάδη, στην οποία δινόταν έμφαση στις συνέπειες που θα είχε το εν λόγω πρόγραμμα, κυρίως σε επιχειρησιακό επίπεδο, εφόσον προχωρούσε η υλοποίησή του, με πλήθος στοιχείων από την έως τότε πορεία του.
«Καταστροφική για το Δημόσιο»
Κρίνεται, επιπροσθέτως, ως καταστροφική για τα συμφέροντα του ελληνικού Δημοσίου «η επιλογή να καταρτιστεί η σύμβαση προμήθειας μόνο με τα ΕΝΑΕ (που σε κάθε περίπτωση εξυπηρετούσε τα δικά του ιδιωτικά συμφέροντα), ήτοι με την εταιρεία που θα εκτελούσε μόνο τις εργασίες τοποθέτησης των εκσυγχρονισμένων μηχανημάτων και λοιπών συσκευών στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και όχι με την κύρια υποκατασκευάστρια ολλανδική εταιρεία, η οποία θα ήταν η κύρια υπεύθυνη για την προμήθεια του ελληνικού Δημοσίου. (…) Και αυτό διότι το τελευταίο δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να εγείρει οποιαδήποτε συμβατική αξίωση έναντι του κυρίου υποκατασκευαστή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεών του».
Αναφέρεται επιγραμματικά στη δικογραφία: «Το πλήθος και το είδος των κατωτέρω περιγραφομένων προβλημάτων (σε ραντάρ, επικοινωνίες, οπλικά συστήματα των πλοίων), που εμφανίστηκαν ήδη με την έναρξη του Προγράμματος και συνεχίστηκαν για σημαντικό μετέπειτα χρονικό διάστημα καταδεικνύει ότι η ως άνω παράλειψη εκ μέρους σου να εξετάσεις τη φερεγγυότητα της ως άνω εταιρείας μείωσε τουλάχιστον κατά το έτος 2007 την αποτρεπτική ικανότητα των εν λόγω πλοίων και επέδρασε αρνητικά στην επιχειρησιακή ικανότητα του Ελληνικού Στόλου».
«Δεν εντοπίζεται χρονική συνάφεια»
Σε ερωτήσεις του «Βήματος» σχετικά με την όλη διαδικασία και τα στοιχεία που προσκόμισε ο πρώην υπουργός ενώπιον των Αρχών, ο καθηγητής και συνήγορός του Αρης Χαραλαμπάκης δήλωσε: «Το παράδοξο στο κατηγορητήριο δεν είναι μόνον ότι δεν αντιστοιχούν τα ποσά των αναλήψεων με τα ποσά των καταθέσεων, είναι και ότι τα 2/3 των καταθέσεων του Ανδρέα Μπάρδη, δηλαδή ποσό άνω του 1,5 εκατομμυρίου ευρώ, έχουν πραγματοποιηθεί πολύ προτού αρχίζει να κάνει αναλήψεις ο Χαράλαμπος Μπεκατώρος. Δεν εντοπίζεται δηλαδή καμία χρονική συνάφεια, η οποία να μπορεί να εξηγήσει το βασικό σκεπτικό του κατηγορητηρίου. Επίσης, δεν υπάρχει ούτε μία μαρτυρία που να ενοχοποιεί τον πρώην υπουργό. Θεωρώ μείζονος σημασίας να επισημάνω ότι τα στοιχεία που προσκόμισε ο ίδιος ενώπιον των ανακριτών δικαιολογούν ποσό της τάξης του 1,5 – 2 εκατομμυρίων ευρώ, από αυτό των 2,5 εκατομμυρίων που του καταλογίζεται ως μίζα. Δεν μπορώ να μη σταθώ και σε μία ανακρίβεια, την οποία εντόπισα στο σκεπτικό της προφυλάκισης, ότι το ζεύγος Παπαντωνίου δήθεν αρνήθηκε την άρση του απορρήτου ή την αμφισβήτησε: ο κ. Παπαντωνίου, με δική του πρωτοβουλία, παρουσίασε αντίγραφα των τραπεζικών του λογαριασμών προτού καν φθάσουν στις ελληνικές αρχές από την Ελβετία. Τα παρέδωσα, προσωπικά, στους ανακριτές Διαφθοράς».
Οι λογαριασμοί της Ελβετίας που «καίνε»
«Τα ανωτέρω χρηματικά ποσά διαχειρίστηκε ο Ανδρέας Μπάρδης για λογαριασμό σου και κατόπιν προηγούμενης συνεννόησης, που είχε τόσο με εσένα όσο και με τη συγκατηγορουμένη σου Σταυρούλα Κουράκου, με μοναδικό σκοπό να εμβαστούν αυτά στους κάτωθι τραπεζικούς λογαριασμούς της Ελβετίας με δικαιούχους τον ίδιο, εσένα και τη συγκατηγορουμένη σου Σταυρούλα Κουράκου, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, προκειμένου, αφενός να αντλήσεις ωφέλεια εξ αυτών και αφετέρου με τη χρησιμοποίηση των ανωτέρω έμπιστων σε εσένα προσώπων να απομακρύνεις τα ίχνη αυτών από την εκ μέρους σου τέλεση της αναφερόμενης στο πρώτο κεφάλαιο του παρόντος πράξης».
«Επειδή οι ανωτέρω διενεργούμενες σε αυτόν συναλλαγές κατά τη χρονική περίοδο από τον Νοέμβριο του έτους 2002 έως τον Ιούλιο του 2004 κίνησαν υποψίες στα στελέχη της ελβετικής τράπεζας UBS AG περί συναλλαγών νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αποφάσισες από κοινού με τον Ανδρέα Μπάρδη και την ως άνω συγκατηγορουμένη σου να καταστεί αυτή συνδικαιούχος και του ως άνω λογαριασμού, ώστε να εμφανιστεί αυτή αντί για εσένα ως πραγματικός δικαιούχος αυτού, με αποτέλεσμα η Σταυρούλα Κουράκου να καταστεί στις 20.7.2006 συνδικαιούχος του ανωτέρω με αριθμό 0240-216679 λογαριασμού και των υπολογαριασμών αυτού. Σε συνέχεια των ανωτέρω, τα παραπάνω χρηματικά ποσά διήλθαν διά του υπ’ αριθ. 0240- 558325 τραπεζικού λογαριασμού της UBS AG της Ελβετίας, τον οποίο διαχειρίστηκε ως άνω ο Ανδρέας Μπάρδης κατ’ εντολή και για λογαριασμό σου κατά τον παραπάνω εκτιθέμενο τρόπο, με σκοπό να καταλήξουν εν μέρει στον λογαριασμό με αριθμό 0240-561660 της UBS AG της Ελβετίας, τον οποίο άνοιξε προς τούτο στις 20.9.2002 η σύζυγός σου και συγκατηγορουμένη σου Σταυρούλα Κουράκου, κατά τη διάρκεια κίνησης του οποίου έγινες στις 22.1.2007 συνδικαιούχος αυτού του λογαριασμού, δίνοντας ταυτόχρονα η ως άνω συγκατηγορουμένη σου σε εσένα προσωπικά την πλήρη εξουσία διαχείρισης αυτού».
Το έμβασμα των 1.500.000 ευρώ
«Ακολούθως, από τον υπ’ αριθ. 13530000664 λογαριασμό, που διατηρούσε ο Χαράλαμπος-Σπυρίδων Μπεκατώρος στο πιστωτικό ίδρυμα “Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος ΑΤΕ”, αναλήφθηκαν κατά την 6.6.2003, την 11.6.2003 και 19.6.2003 ισόποσα ποσά ύψους 250.000 ευρώ κάθε φορά. Ο ανωτέρω λογαριασμός είχε ήδη τροφοδοτηθεί με το ποσό των 1.500.000 ευρώ στις 5.6.2003, μέσω εισερχόμενου εμβάσματος από τον υπ’ αριθ. 1610700010045923 λογαριασμό, που τηρούσε στην Τράπεζα Royal Bank of Scotland στο Λονδίνο ο Γεώργιος Μπεκατώρος, υιός του Χαράλαμπου-Σπυρίδωνος Μπεκατώρου. Ωστόσο, από τα έως τώρα στοιχεία της ανάκρισης προκύπτει ότι το ανωτέρω ποσό δεν ήταν άλλο παρά το ίδιο το οποίο η υποκατασκευάστρια εταιρεία THALES NEDERLAND B.V. είχε στείλει δήθεν ως προκαταβολή δανείου».
«Ειδικότερα, προκειμένου μέρος του ανωτέρω ποσού να καταλήξει μέσω του Χαράλαμπου-Σπυρίδωνος Μπεκατώρου σε εσένα, δίχως να φανεί η αληθινή αιτία προέλευσής του, ήτοι ότι αποτελούσε όφελος εκ της ως άνω περιγραφόμενης εκ μέρους σου τελεσθείσας πράξης της υπηρεσιακής απιστίας, η ανωτέρω υποκατασκευάστρια εταιρεία THALES NEDERLAND B.V. κατήρτισε με τον Χαράλαμπο-Σπυρίδωνα Μπεκατώρο την από 28-5-2003 σύμβαση “προκαταβολής δανείου και εγγύησης”. Στη σύμβαση αυτή εμφανιζόταν ότι η ανωτέρω ολλανδική εταιρεία θα δάνειζε – με άλλη ξεχωριστή κύρια σύμβαση δανείου – ένα άγνωστο χρηματικό ποσό στον Χαράλαμπο-Σπυρίδωνα Μπεκατώρο στα πλαίσια επενδύσεων και εργολαβιών, που συνδέονταν με το ανωτέρω πρόγραμμα του ΕΜΖ των Φ/Γ τύπου “S” και ότι με την ανωτέρω από 28.5.2003 σύμβαση η ανωτέρω ολλανδική εταιρεία δάνειζε στον Χαράλαμπο-Σπυρίδωνα Μπεκατώρο το ποσό του 1.500.000 ευρώ ως προκαταβολή της ανωτέρω κύριας σύμβασης, με εγγυήτρια την εταιρεία ΣΣΜΑΡΤ ΑΕ. Εντούτοις, η ως άνω σύμβαση “προκαταβολής δανείου και εγγύησης” ήταν εικονική, αφού δεν ενσωμάτωνε την αληθινή βούληση των ανωτέρω συμβαλλομένων μερών. Εν συνεχεία, εκ του ανωτέρω συνολικού ποσού των 750.000 ευρώ, κατατέθηκε τμηματικά και πιστώθηκε λίγες ημέρες αργότερα στον ίδιο ως άνω υπ’ αριθ. 0026.0063.40.0100061337 λογαριασμό, το ποσό των 655.000 ευρώ, ως εξής: α) ποσό 120.000 ευρώ στις 9.7.2003, β) 115.000 ευρώ στις 10.7.2003, γ) 100.000 ευρώ στις 11.7.2003, δ) 100.000 ευρώ στις 4.8.2003, ε) 100.000 ευρώ στις 4.8.2003, στ) 110.000 ευρώ στις 4.8.2003 και ζ) 10.000 ευρώ στις 4.8.2003. Συνεπώς, εκ των ανωτέρω διαδοχικών καταθέσεων εισέρρευσε στον ανωτέρω λογαριασμό του Ανδρέα Μπάρδη το συνολικό ποσό των 1.155.000 ευρώ».
«Συνεχείς τραπεζικές κινήσεις στην UBS AG»
«Παράλληλα, προκειμένου εσύ να αποκομίσεις τα ανωτέρω παράνομα ωφελήματα και να τα ενσωματώσεις στη δική σου περιουσία, απομακρύνοντας τα ίχνη αυτών από την αρχική τους προέλευση, προέβης από κοινού με την ανωτέρω σύζυγο και συγκατηγορουμένη σου σε περαιτέρω συνεχείς τραπεζικές κινήσεις, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα. Αναλυτικότερα, από την ανωτέρω εκκαθάριση του ανωτέρω ομολόγου και συνεπεία αυτής εμβάστηκε και πιστώθηκε στις 13.12.2005 το ποσό των 2.644.778,78 ευρώ στον υπ’ αριθ. 0240-561660 τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσε η σύζυγός σου στην Τράπεζα UBS AG στη Γενεύη. Ο λογαριασμός αυτός είχε ανοίξει εν γνώσει σου από τη Σταυρούλα Κουράκου στις 20.9.2002 στην Τράπεζα UBS AG, προκειμένου σε εκτέλεση του ανωτέρω κοινού σχεδίου νομιμοποίησης των ως άνω παρανόμων ωφελημάτων σου να εμβαστούν σε αυτόν αρχικώς τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά ύψους 632.265,35 ευρώ. Ως πραγματικός δικαιούχος του λογαριασμού υπέγραψε η Σταυρούλα Κουράκου, αποκρύπτοντας ότι ενεργεί για λογαριασμό σου, και όρισε η ίδια ως πληρεξούσιους για διαχείριση του λογαριασμού αυτού τον Ανδρέα Μπάρδη και την Αικατερίνη Κουράκου, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, από 22.1.2007 κατέστης συνδικαιούχος του ιδίου ως άνω λογαριασμού».
Τα περιουσιακά στοιχεία σε προσωπικό ίδρυμα
«Προκειμένου να ολοκληρώσεις τον ανωτέρω σκοπό σου, αλλά και ταυτόχρονα με σκοπό να αποφύγεις οποιονδήποτε έλεγχο της προέλευσης της ως άνω περιουσίας σου από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, στις 7.2.2008, από κοινού με τη συγκατηγηρουμένη σου Σταυρούλα Κουράκου, συναντηθήκατε με τον Jan Sigwart, ο οποίος ήταν υπάλληλος της ελβετικής τράπεζας UBS, ειδικός επί του σχεδιασμού πλούτου. Αντικείμενο της συνάντησης αυτής ήταν να ενημερωθείς μαζί με τη Σταυρούλα Κουράκου για τη φύση και το είδος των προσωπικών ιδρυμάτων και τότε αποφάσισες από κοινού με την ανωτέρω συγκατηγορουμένη σου να ακυρώσετε τον υπ’ αριθ. 0240-561660 ως άνω λογαριασμό και να μετακινήσετε τα ανωτέρω περιουσιακά σου στοιχεία σε ένα προσωπικό ίδρυμα, στο ΔΣ του οποίου δεν θα εμφανιζόταν κανένας από εσάς. Για τον λόγο αυτόν στις 15.2.2008 ίδρυσες μαζί με τη Σταυρούλα Κουράκου το ίδρυμα με την επωνυμία “BARBIZAN FONDATION”, με έδρα την πόλη Vaduz, πρωτεύουσα του Liechtenstein, με βασικό αντικείμενο τη διαχείριση της περιουσίας του, η οποία ορίστηκε στο ύψος των 30.000 ελβετικών φράγκων. Ωστόσο, ο πραγματικός σκοπός του ιδρύματος (Zweck der Stiftung) ήταν να νομιμοποιηθεί πλήρως το ποσό της ανωτέρω ωφέλειάς σου ύψους 2.644.778,78 ευρώ. Αναλυτικότερα, ως μέλη του συμβουλίου του ιδρύματος (Stiftungsrat) εμφανίζονταν οι: 1) Jurg Karl Robert Keller, ελβετός υπήκοος, 2) το ίδρυμα διαχείρισης Vanto (VantoManagement Anstalt) με έδρα την πόλη Vaduz και 3) η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “Corpboard Ltd”, με έδρα τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους (British Virgin Islands), ενώ τόσο εσύ όσο και η συγκατηγορουμένη σου ως αιτιολογία για την ίδρυση του ως άνω ιδρύματος δηλώσατε ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος θα περιέρχονταν στον κοινό υιό σας Ιάσονα Παπαντωνίου.(…). Οι τίτλοι επενδύσεων που κίνησες από κοινού με την ανωτέρω συγκατηγορουμένη σου κατά τη διάρκεια λειτουργίας του ιδρύματος και κίνησης του ως άνω λογαριασμού και υπολογαριασμών αυτού, ανήλθαν στους εκατόν τριάντα οκτώ (138) και οι συνολικές κινήσεις του λογαριασμού που αφορούσαν επενδύσεις έφθασαν τις εξακόσιες τριάντα τρεις (633). Η συνολική περιουσία του λογαριασμού διαμορφώθηκε κατά την 31.12.2008 στο ποσό των 2.171.605,00 ευρώ, διαιρεμένου σε τρία (3) χαρτοφυλάκια (…)».