«Πέτυχα τον στόχο μου και πέρασα στο Ωδείο Αθηνών, όπου με ανέλαβε μια σπουδαία δασκάλα, που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική διαμόρφωσή μου: η Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο. Σε αυτή τη λαμπρή ισπανίδα καλλιτέχνιδα οφείλω όλη την καλλιτεχνική, σκηνική και μουσική κατάρτισή μου». Αυτά τα λόγια, με τα οποία περιέγραφε η Μαρία Κάλλας τις οφειλές της στη δασκάλα της στο Ωδείο Αθηνών, φανερώνουν τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη που η διάσημη ντίβα έτρεφε για την Ντε Ιντάλγκο, αλλά και τη σημασία που έχουν οι σπουδές για έναν καλλιτέχνη. Η Κάλλας δεν γεννήθηκε αλλά έγινε η μεγαλύτερη υψίφωνος του 20ού αιώνα και αυτό το χρωστούσε στο ταλέντο, στη δουλειά αλλά και στην παιδεία της, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ούτε στη Γαλλία ούτε στη Γερμανία ούτε στην Ιταλία, αλλά στην Ελλάδα, στο Ωδείο Αθηνών.
Η Μαρία – Αννα – Καικιλία – Σοφία Καλογεροπούλου γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1923 στη Νέα Υόρκη, όπου οι γονείς και η αδελφή της είχαν μετοικήσει τέσσερις μήνες νωρίτερα από τον Μελιγαλά της Πελοποννήσου. Στις αρχές του 1937 η μητέρα και οι δύο κόρες επέστρεψαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Το πρώτο μέλημα της μητέρας τους ήταν να ασχοληθεί με τη μουσική παιδεία της Μαρίας, την οποία από πολύ μικρή πήγαινε σε διαγωνισμούς στην Αμερική, όπου και είχε πάρει τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Το φθινόπωρο του 1939, και ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από το Εθνικό Ωδείο, η Μαρία Κάλλας – τότε Μαριάννα Καλογεροπούλου – γράφτηκε στην «Ανωτέρα» τάξη μονωδίας της Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο στο Ωδείο Αθηνών. Το Ωδείο Αθηνών, που τότε βρισκόταν ακόμα στο ιστορικό κτίριο της οδού Πειραιώς 35, ήταν το παλαιότερο και σημαντικότερο μουσικοεκπαιδευτικό ίδρυμα της πρωτεύουσας και στόχευε, ήδη από την ίδρυσή του το 1871, να προσφέρει υψηλού επιπέδου μουσική παιδεία, ομόλογη με εκείνη των ευρωπαϊκών ωδείων. Ακόμη και οι πιο ταλαντούχοι μαθητές όφειλαν να ακολουθήσουν κανονικά το πλήρες πρόγραμμα σπουδών, χωρίς εξαιρέσεις. Ετσι και η Κάλλας, εκτός από τα μαθήματα τραγουδιού (Μονωδία και Μελοδραματική) παρακολούθησε και όλα τα υποχρεωτικά (Σολφέζ, Αρμονία, Ιστορία της Μουσικής, Πιάνο). Για να γίνει μια καλή τραγουδίστρια έπρεπε πρώτα να γίνει μια ολοκληρωμένη μουσικός. Το Ωδείο Αθηνών δεν στόχευε στην παραγωγή ανθρώπων που να παίζουν μουσική, αλλά στη δημιουργία καλλιτεχνών.
Αυτός ο βαθύς σεβασμός απέναντι στην τέχνη της μουσικής που διείπε τη νοοτροπία του Ωδείου Αθηνών ήταν κάτι που χαρακτήριζε και την ίδια τη νεαρή μουσικό. Ηταν εξαιρετικά επιμελής και πειθαρχημένη, μελετηρή αλλά και έξυπνη. Πήγαινε στο Ωδείο στις δέκα το πρωί και έφευγε στις έξι το απόγευμα, παρακολουθώντας τα μαθήματα όλων των συμμαθητών και συμμαθητριών της. «Δεν χρειαζόταν να της πω κάτι δεύτερη φορά. Την επομένη το είχε μάθει τέλεια» έλεγε η Ντε Ιντάλγκο. Αυτό που στη συνέχεια θα της επέτρεπε να έχει ένα τόσο ευρύ ρεπερτόριο και να μπορεί να τραγουδάει τα πάντα ήταν ο συνδυασμός της άσβεστης δίψας της για μάθηση με μια ταπεινότητα απέναντι στη μουσική. Ομως, αν δεν είχε την τύχη να βρεθεί στο Ωδείο Αθηνών και να γνωρίσει την Ντε Ιντάλγκο, ίσως να μην είχε φτάσει τόσο ψηλά.
Η Κάλλας φοίτησε στο Ωδείο Αθηνών για τέσσερα χρόνια (διέκοψε το 1943, λίγο πριν φύγει για την Αμερική), έχοντας κερδίσει την Αβερώφειο Υποτροφία που της εξασφάλιζε δωρεάν μαθήματα. Εν τω μεταξύ είχε προσληφθεί στην Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου και τραγούδησε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε γνωστές όπερες, όπως η Τόσκα, ο Φιντέλιο αλλά και ο Πρωτομάστορας του Μανώλη Καλομοίρη. Τα χρόνια των σπουδών της συνέπεσαν με τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Τον βαρύ χειμώνα 1941-42 το κρύο και η πείνα αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της πρωτεύουσας. Ο κόσμος έτρωγε σε συσσίτια ή, αν είχε τον τρόπο, αγόραζε στη μαύρη αγορά. Η Κάλλας αναγκαζόταν να περπατάει χιλιόμετρα για να εξασφαλίσει παράνομα το καθημερινό της φαγητό από χωρικούς που κινδύνευαν με εκτέλεση αν τους έπιαναν οι Γερμανοί. Ρύζι και γάλα, που ήταν η αμοιβή της για μια συναυλία που έδωσε με άλλους καλλιτέχνες στη Θεσσαλονίκη το 1942, είχε να φάει έναν χρόνο. Οι πρόβες για μια παράσταση στη Λυρική Σκηνή γινόντουσαν στο ημίφως, υπό τον φόβο των βομβαρδισμών. Για εκείνες τις δύσκολες μέρες δεν ήθελε να μιλά, καθώς οι πληγές έμειναν ανοιχτές για πολύ καιρό. Η στέρηση της κατοχής τής είχε στοιχίσει τόσο που στην υπόλοιπη ζωή της δεν μπορούσε να ξοδεύει αλόγιστα ή να αφήνει να πηγαίνει χαμένο έστω και ένα κομμάτι ψωμί.
Ηταν σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες που διαμορφώθηκε η μουσική της προσωπικότητα. Δεν αποκλείεται οι δυσκολίες αυτές να της έδωσαν μια ακόμη αφορμή να αφοσιωθεί σε αυτό που ήξερε να κάνει καλά: να τραγουδάει. Οπως έλεγε, το τραγούδι ήταν για εκείνη μια απόπειρα ανύψωσης στα ουράνια, εκεί όπου θα κατάφερνε τελικά να φτάσει, χάρη στην αγάπη της για τη μουσική αλλά και στη γερή της μουσική παιδεία. Την παιδεία που της παρείχε το Ωδείο Αθηνών, το ίδρυμα που τη βοήθησε να μεταμορφωθεί από τη Μαριάννα Καλογεροπούλου στη Μαρία Κάλλας.
Η κυρία Στέλλα Κουρμπανά είναι διδάκτωρ Ιστορικής Μουσικολογίας και έφορος του Ιστορικού Αρχείου του Ωδείου Αθηνών.