Μιλούν με τους υπόλοιπους που βρίσκονται στο τραπέζι περί ανέμων και υδάτων – συνήθως σαν να μην τρέχει τίποτε και όλα στη ζωή τους να είναι όπως πριν. Ζητούν το αλάτι, το πιπέρι, θυμούνται πού έχουν φάει αυτή τη σαλάτα και τους έμεινε αξέχαστη. Φλυαρούν σαν τσεχοφικοί ήρωες καθώς φτάνουν τα γλυκά και οι καφέδες. Πρέπει να τους ξέρεις πολύ καλά και να είσαι άριστος παρατηρητής, όχι της γλώσσας αλλά της διαλέκτου του σώματος, για να καταλάβεις τι ζόρι τραβάνε. Πρέπει να προσέξεις πώς τρίβουν τα χέρια τους από νευρικότητα, πώς ξύνουν κάτι αόρατο που νομίζουν πως υπάρχει στον λαιμό τους, πώς αρχίζουν να ιδρώνουν σαν να τους έχουν κόψει οι καθηγητές από προφορικό μάθημα γιατί κατάλαβαν ότι δεν έχουν διαβάσει όσο πρέπει. Πρέπει να είσαι εξασκημένος για να περιμένεις τη συνέχεια: το συνωμοτικό κοίταγμα, το απότομο σήκωμα από το τραπέζι, τη βιασύνη με την οποία τρέχουν έξω από την αίθουσα, σχεδόν σαν κυνηγημένοι και χωρίς να δώσουν καμία εξήγηση σε κανέναν. Είναι οι καπνιστές. Αυτοί που πλέον συγκεντρώνονται έξω από κάθε εστιατόριο σαν μικρές αγέλες. Δεν διάλεξα τυχαία τη λέξη: οι συγκεκριμένοι άνθρωποι νιώθουν ότι ανήκουν σε κάποιο είδος το οποίο πρέπει να προστατευτεί και ελπίζουν ότι κάποια ΜΚΟ θα φροντίσει για αυτούς να ενδιαφερθεί.
Στην αρχή έλεγαν μεταξύ τους ότι ο αντικαπνιστικός νόμος δεν θα εφαρμοστεί. Χαμηλόφωνα, για να μην προκαλούν, υποστήριζαν ότι θα τα καταφέρουν και αυτή τη φορά να νικήσουν. Στις διηγήσεις τους υπήρχαν πάντα αναφορές στις παλιές μεγάλες μέρες, τότε που τα εστιατόρια, τα café, τα κέντρα διασκέδασης, έπρεπε να έχουν ειδικούς χώρους διαμορφωμένους για χάρη τους
– χώρους που τους κατήργησε τελικά η τεμπελιά του κράτους να επιβάλει τον νόμο. Πίστευαν και πιστεύουν ότι η ίδια τεμπελιά θα τους βοηθήσει να κερδίσουν και τώρα, αλλά στο μεταξύ πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, να καπνίζουν δηλαδή όλοι μαζί έξω, βγαίνοντας από τα μαγαζιά σαν παιδάκια που τα έχει αποβάλει ο δάσκαλος από την τάξη γιατί έκαναν φασαρία. Φυσικά δεν έχουν παραιτηθεί από την ελπίδα ότι στο τέλος τίποτε πάλι δεν θα αλλάξει γιατί εδώ είναι Ελλάδα. Λένε μεταξύ τους διάφορες ιστορίες που ισχύουν μόνο στο μυαλό τους – ότι τάχα μου υπάρχουν χώρες στην Ευρώπη με καταστήματα για καπνιστές και για μη καπνιστές, ότι μια λύση θα ήταν να απαγορεύεται να καπνίζεις αλλά μέχρι μια ώρα, ότι εν τέλει έχουν και αυτοί δικαιώματα τα οποία καταπατούνται και ότι ο νόμος που επιβάλλει τον περιορισμό του καπνίσματος είναι αντισυνταγματικός. Τα επαναλαμβάνουν όλα αυτά ολοένα και συχνότερα, αλλά ως παρηγοριά. Διότι έχουν πάψει όσα λένε να τα πιστεύουν: η αμηχανία τους όταν τους ρωτάς γιατί δεν απαιτούν να καπνίζουν στα αεροπλάνα ή στα νοσοκομεία ή έστω στο δωμάτιο του ανήλικου παιδιού τους σπίτι τους είναι η απόδειξη ότι οι ημέρες της κυριαρχίας τους πέρασαν και το ξέρουν.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.