Το περιοδικό «Der Spiegel» κατηγορεί καλλιτέχνες, σκηνοθέτες και εκδότες ότι παίζουν επικίνδυνα πολιτικά παιχνίδια με δόλωμα την αισθητική κουλτούρα του Γ´ Ράιχ. Μήπως έχει δίκιο;
Εν αρχή ην ο Γκέραρντ Χοφ. Ο 48χρονος Ανατολικογερμανός που είχε αναλάβει την επιμέλεια του φωτισμού της Στήλης της Νίκης στο Βερολίνο, όπως και του Παρθενώνα στην Αθήνα, με αφορμή την έλευση της χιλιετίας. Οι ομοιότητες στα εορταστικά σόου του Χοφ με την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 υπό την μπαγκέτα του Αλμπερτ Σπερ, αρχιτέκτονα του Χίτλερ, προκάλεσαν πολλές συζητήσεις. Ο Χοφ υπεραμύνθηκε των αισθητικών επιλογών του έναντι των κατηγοριών περί αναβίωσης του Γ’ Ράιχ και το σόου μεταδόθηκε όπως ακριβώς είχε σχεδιασθεί.
Πίσω από τους προβολείς ωστόσο οι ζυμώσεις συνεχίζονται στη σοσιαλδημοκρατική Γερμανία του Σρέντερ. Ανθρωποι του τηλεοπτικού, εκδοτικού και εικαστικού χώρου φέρνουν στο προσκήνιο την τέχνη της ναζιστικής περιόδου, βάζοντας τέλος στη σιωπή αλλά και στα προσχήματα… «Πενήντα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου πρέπει να είναι δυνατός ο διαχωρισμός της πολιτικής από την αισθητική εκείνης της περιόδου» λέει ένας από τους σημαντικότερους υπερασπιστές της τάσης της αναβίωσης της ναζιστικής κουλτούρας, ο διευθυντής ταινιών Τόμας Σούλι. Η νέα δουλειά του άλλωστε χρειάζεται ισχυρό άλλοθι. Το θέμα του ιδιαίτερα αμφισβητούμενο: η Λένι Ρίφενσταλ, η γυναίκα που βρέθηκε στην κορυφή της ναζιστικής προπαγάνδας με το φιλμ «Ο θρίαμβος της θέλησης». «Εχω ανάγκη να κάνω το πορτρέτο της χωρίς να είμαι όμηρος της άποψης ότι έξι εκατομμύρια Εβραίοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος» λέει κυνικά ο Τόμας Σούλι.
Προς επίρρωσιν των σχετικών απόψεων εξεδόθη ένα πολυτελές φωτογραφικό λεύκωμα με πορτρέτα γερμανών αλλά και χολιγουντιανών σταρ, ενδεδυμένων με τις στολές των ναζιστών, υπό τον ίδιο τίτλο («Ναζιστές») η λάμψη του οποίου θάμπωσε το αναγνωστικό κοινό, παρά τις επίσημες κυβερνητικές προτροπές να τεθεί στο χρονοντούλαπο της γερμανικής ιστορίας η ναζιστική περίοδος.
Αλλά και στη θεατρική σκηνή «Voiksbuehne» του Βερολίνου κάθε βράδυ πληθαίνουν οι θεατές που προσέρχονται να δουν την παράσταση «The stolen God» του ανατολικογερμανού συγγραφέα Τόμας Μπίσοφ. Ο ίδιος μάλιστα με αφορμή τη θεατρική επιτυχία δήλωσε: «Δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν με αποκαλούσαν ναζιστή. Νιώθω τόσο Γερμανός!». Πρωταγωνιστές δύο αδέλφια που βιώνουν μια αρρωστημένη αιμομεικτική σχέση ενώ προσπαθούν να δημιουργήσουν τον «σούπερ άνθρωπο». Πάσα ομοιότητα με τους «ευγενείς» σκοπούς των ναζιστών περί δημιουργίας της αρείας φυλής είναι συμπτωματική… Στις ελάχιστες φωνές αντίδρασης για την προβολή καλλιτεχνών που υπηρέτησαν τους σκοπούς του Χίτλερ ο Νέρινγκ απαντά ότι αδιαφορεί για τη ναζιστική ετικέτα του Μπρέκερ. Στον αντίποδα της αναβίωσης της τέχνης του Γ’ Ράιχ, η Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου οργανώνει μια μεγάλη έκθεση με έργα της συλλογής του συλλέκτη Τσαρλς Σαάτσι, με τίτλο «F******* Hell». Οι ναζιστές και τα αποτρόπαια εγκλήματά τους έρχονται και πάλι στο προσκήνιο, μέσα από έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως ο Τζεφ Κουνς και ο Ντίνο Τσάπμαν.