«Στον κινηματογράφο με ενδιαφέρει το σασπένς και σασπένς υπάρχει ακόμα και στο σεξ. Αν όμως το σεξ είναι πολύ φανερό και άμεσο, το σασπένς χάνεται. Γιατί διαλέγω πάντα ξανθές και εξεζητημένες ηθοποιούς; Γιατί αναζητώ κυρίες του καλού κόσμου, αληθινές κυρίες που στο κρεβάτι γίνονται πόρνες. Η φουκαριάρα η Μέριλιν Μονρόε είχε το σεξ γραμμένο σε όλο της το πρόσωπο. Το ίδιο και η Μπριζίτ Μπαρντό. Δεν το βρίσκω καθόλου φίνο». Διαβάζοντας αυτό το χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κλασικό βιβλίο «Hitchcock/Truffaut» που περιέχει τις συζητήσεις του Αλφρεντ Χίτσκοκ με τον Φρανσουά Τριφό (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Υψιλον/ Βιβλία, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη), δεν είναι ν’ απορείς που ο μετρ του σασπένς είχε τη φήμη μισογύνη. Ισως να υπάρχει κάποια δόση αλήθειας σε αυτό. Τα θηλυκά στις ταινίες του περνούν διαρκώς από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Και ορισμένες φορές δεν τη γλιτώνουν. Σύζυγοι τις καταπιέζουν με τον χειρότερο τρόπο. Ρεμάλια τις κακοποιούν σε παιδική ηλικία. Πουλιά με απειλητικές διαθέσεις τις καταδιώκουν. Πέφτουν από γέφυρες και καμπαναριά. Τις σκοτώνουν με τεράστια κουζινομάχαιρα ενώ κάνουν ντους. Προσπαθούν να ξεπεράσουν τραύματα της παιδικής τους ηλικίας. Τρελαίνονται. Πονούν. Ελεος!

Αλλά ακόμα και όταν δεν βρίσκονταν στη θέση του θύματος, οι γυναίκες του Χίτσκοκ συχνά βρίσκονταν σε εκείνη του θύτη, το Κακό προσωποποιημένο, όπως π.χ. συμβαίνει με την περίπτωση της διαβολικής οικονόμου κυρίας Ντάνβερς, μιας αξέχαστης Τζούντιθ Αντερσον στη «Ρεβέκκα» (1940).

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω