Ηταν κάποτε, κάπου πιο κοντά από μακριά, πιο μακριά από κοντά και λίγο παραπέρα, ένας κόκκινος οδοστρωτήρας και μια κίτρινη μπουλντόζα που τσακώνονταν κάθε μέρα.
Τον κόκκινο οδοστρωτήρα τον λέγανε Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ και ήταν βάναυσος και αγριωπός. Την κίτρινη μπουλντόζα τη λέγανε Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα και ήταν αρπαχτική και δαγκανιάρα.
– Εγώ είμαι ο πιο φοβερός και τρομερός από τους δυο μας! καυχήθηκε μια μέρα ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας.
– Τι ‘ναι αυτά που λες, βρε Βρουμ; Η πιο φοβερή και τρομερή από τους δυο μας είμαι εγώ, μόνο εγώ και πάλι εγώ! Πιο φοβερή και πιο τρομερή από εκατό θεομηνίες! απάντησε η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα.
– Εγώ συνθλίβω!
– Εγώ γραπώνω!
– Εγώ πλακώνω!
– Εγώ ξεριζώνω!
– Εγώ ισοπεδώνω!
– Εγώ αφανίζω!
– Εγώ τσακίζω!
– Εγώ φέρνω την καταστροφή!
– Εγώ ακόμα πιο μεγάλη!
– Η κακία μου δεν περιγράφεται!
– Εγώ είμαι σαράντα φορές πιο κακός από σένα! Τι λέω; Χίλιες φόρες κακίστερος!
– Λόγια! Λόγια! Λόγια!
– Για να σου αποδείξω, Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα, ότι δεν είναι μόνο λόγια, θα κάνω κάτι που θα σε καταπλήξει!
– Τι θα κάνεις, δηλαδή;
– Χμμμμμ… Βλέπεις εκείνες εκεί τις πέντε μοβ ανεμώνες στο καταπράσινο γρασίδι;
– Τις βλέπω. Φοβερά αδιάφορο και εντελώς βαρετό θέαμα!
– Θα περάσω από πάνω τους με τον παντοδύναμο κύλινδρό μου και θα δεις τι θα πάθουν!
– Τι θα πάθουν;
– Δεν θα ξανασηκώσουν ποτέ κεφάλι! Θα σ’ τις κάνω αγνώριστες!
– Για πέρνα να δούμε!
***
Ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας μούγκρισε, γρύλισε, μαρσάρισε, κορνάρισε, σπινάρισε, φορτσάρισε, ξέρασε πυκνούς καπνούς, πήρε φόρα, χύμηξε, πέρασε με τον παντοδύναμο κύλινδρό του πάνω από τις ντελικάτες ανεμώνες και τις ισοπέδωσε. Τρεις πεταλουδίτσες, η Λαλίκ, η Λιλίκ και η Γιουκαλίκ, που κάθονταν στα πέταλά τους, και δύο μυρμηγκάκια, ο Ούμπα και ο Λουμφ, που σκαρφάλωναν στον μίσχο τους, κατάφεραν να ξεφύγουν στο τσακ με την ψυχή στο στόμα.
***
Η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα, όμως, δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται.
– Πφφφ! Πφφφ! Και πάλι πφφφ! Αυτό δεν είναι τίποτα! Μερικές τιποτένιες τσαλαπατημένες ανεμώνες. Ψιλοπράγματα! Εγώ άμα θέλω, μπορώ… μπορώ…
– Τι μπορείς;
– Να ξεριζώσω εκείνη εκεί τη μαγιάτικη αγριοτριανταφυλλιά με τα ροζ ευωδιαστά τριαντάφυλλα!
– Μπα; Σοβαρά; Για να σε δούμε!
***
Η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα γρύλισε, στρίγκλισε, γκάζωσε, τινάχτηκε με ορμή, άρπαξε στα ατσάλινά της σαγόνια τη μαγιάτικη αγριοτριανταφυλλιά με τα ροζ τριαντάφυλλα, την τράβηξε με όλη της τη δύναμη, την ξερίζωσε, της έδωσε μια, την τίναξε και την πέταξε δέκα μέτρα παραπέρα δίπλα σε ένα ξεροπήγαδο! Τα τριαντάφυλλα φυλλορρόησαν εδώ κι εκεί και κόπηκε η χολή σε τρεις πασχαλίτσες, τη Λία, την Ολιάνα και την Οφηλία, που σκαρφάλωναν στα κλωνιά της.
– Χαρά στο πράμα! κάγχασε τρανταχτά ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας. Μια ξεριζωμένη αγριοτριανταφυλλιά! Ψιλοπράγματα! Το βλέπεις, Ντόζα χαζομπουλντόζα, εκείνο το αμπέλι;
– Ποιο αμπέλι;
– Εκείνο εκεί! Που οι ρώγες στα βυσσινόχρωμα πολύρωγα σταφύλια του λάμπουν σαν αστέρια; Που στις φυλλωσιές του φωλιάζουν περιστέρια;
– Το βλέπω!
– Ε, λοιπόν… δεν πρόκειται να το ξαναδείς!
– Τι εννοείς, Βρουμ;
– Θα σου δείξω! Και μ’ αυτά τα λόγια, ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας μούγκρισε, γρύλισε, μαρσάρισε, κορνάρισε, σπινάρισε, φορτσάρισε, ξέρασε πυκνούς καπνούς, πέρασε αργά-αργά πάνω από το αμπέλι και το ισοπέδωσε. Τα περιστέρια φτεροκόπησαν φοβισμένα και χάθηκαν στον ουρανό. Ο Κουνκούν, ένα κανελί κουνέλι που κοιμότανε στο αμπέλι, ίσα-ίσα που πρόλαβε να ξεφύγει και έτρεμαν τα μουστάκια του. Ο κόκκινος οδοστρωτήρας φρενάρισε αγκομαχώντας λαχανιασμένος.
– Είδες; καμάρωσε.
– Αν νόμιζες ότι θα με εντυπωσιάσεις με αυτή την πενιχρή επίδειξη δύναμης, είσαι πολύ γελασμένος! απάντησε περιφρονητικά η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα. Η σειρά μου τώρα, καυχησιάρη! Βλέπεις εκείνο εκεί το βαθύσκιο πλατάνι που πυκνοί θάμνοι αγκαλιάζουν τον κορμό του, οι φιδωτές του ρίζες χάνονται στα τρίσβαθα της γης και τα φύλλα του αστράφτουν ασημένια στο φύσημα του αέρα;
– Το βλέπω.
– Περίμενε!
***
Η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα γρύλισε, στρίγκλισε, γκάζωσε, τινάχτηκε με ορμή προς τα εμπρός, ορθώθηκε ίδια γιγάντια ατσάλινη κόμπρα, άνοιξε σαν τανάλια τα ατσάλινά της σαγόνια, άρπαξε το βαθύσκιο πλατάνι, το τράβηξε βίαια με όλη της τη δύναμη, το ξανατράβηξε και συνέχισε να το τραβάει ώσπου το ξερίζωσε. Τριάντα τρεις κορυδαλλοί που φώλιαζαν στα κλωνιά φτερούγισαν αλαφιασμένοι, ενώ δύο σγουρομάλλικα προβατάκια, ο Ερνάνης και ο Βελαζκουέθ, που έβοσκαν στον ίσκιο του, ίσα-ίσα που πρόλαβαν να ξεφύγουν βελάζοντας φοβισμένα.
– Μπεεεε, μπεεεε, μπεεεε…
– Χαιρέτα μου τον πλάτανο! μούγκρισε ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας. Καλούτσικη προσπάθεια… δεν λέω… αλλά ψίχουλα και πίτουρα μπροστά σε αυτό που θα συμβεί όπου να ‘ναι!
– Τι θα συμβεί όπου να ‘ναι;
– Βλέπεις εκείνο εκεί το ηλιόλουστο λιβάδι με τις χρυσαφένιες θημωνιές;
– Δεν είμαι στραβή!
– Περίμενε μισό λεπτό και θα μείνεις με τη φαγάνα σου ανοιχτή!
***
Και μ’ αυτά τα λόγια, ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας μούγκρισε, γρύλισε, μαρσάρισε, κορνάρισε, σπινάρισε, φορτσάρισε, ξέρασε γκρίζους πυκνούς καπνούς, πέρασε αργά-αργά πάνω από το ηλιόλουστο λιβάδι με τις χρυσαφένιες θημωνιές και μετά ξαναπέρασε και δώσ’ του συνέχισε να περνάει με πείσμα ξανά και ξανά, ώσπου το ισοπέδωσε. Εφτά αλεπούδες κι άλλα τόσα αλεπουδάκια, που κρύβονταν ανάμεσα στα στάχυα για να μην τα βρουν οι κυνηγοί, ίσα που πρόλαβαν να ξεφύγουν με την ψυχή στο στόμα. Ο κόκκινος οδοστρωτήρας φρενάρισε αγκομαχώντας λαχανιασμένος.
– Ουφφφφ… Τι έχεις να πεις τώρα, Ντόζα;
– Δεν έχω να πω τίποτα απολύτως! Εχω όμως να κάνω κάτι, επειδή με τα καυχησιάρικα καμώματά σου έχεις αρχίσει να μου δίνεις στα νεύρα. Τη βλέπεις εκείνη εκεί τη λιμνούλα με τα πάλλευκα νούφαρα, τις μπλε λιμπελούλες με τα διάφανα φτερά και τις χάρτινες βαρκούλες;
– Μη μου πεις ότι θα πέσεις μέσα και θα πνίγεις; Πολύ θα το ευχαριστιόμουν κάτι τέτοιο!
Η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η μπουλντόζα θύμωσε και το κίτρινο χρώμα της έγινε ακόμα πιο σκούρο κίτρινο! Κίτρινο σαν μουστάρδα.
– Ξέχασέ το, γρουσούζη! Δεν θα σου κάνω το χατίρι. Ακούς εκεί να πέσω μέσα να πνιγώ!
***
Και η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η μπουλντόζα – χλαααααπ! χλααααπ! χλουπ! – άρπαξε με τη φαγάνα της καμιά δεκαριά τεράστιες μπουκιές πέτρες, χώμα και χοντρά χαλίκια από μια γκρεμισμένη μάντρα και – πλααααατς! – τις έριξε στο νερό ώσπου γέμισε και σκέπασε εντελώς τη λιμνούλα με τα νούφαρα και τις χάρτινες βαρκούλες. Ισα-ίσα που πρόλαβαν να φτερουγίσουν μακριά οι μπλε λιμπελούλες με τα διάφανα φτερά, ενώ τρία πράσινα βατραχάκια με πορτοκαλί ποδαράκια ξέφυγαν χοροπηδώντας πανικόβλητα, κοάζοντας «σπαρακουάξ! σπαρακουάξ! σπαρακουάξ!».
– Λιμνούλα πάπαλα! ρέκαξε η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα ικανοποιημένη από το κατόρθωμά της.
***
Ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας είχε γίνει έξω φρενών! Εβγαζε πυκνούς ατμούς από τη μηχανή του και το χρώμα του έγινε ακόμα πιο σκούρο κόκκινο, κόκκινο σαν κέτσαπ!
– Το βλέπεις, κοντά σε εκείνη εκεί τη στάνη, εκείνο το μποστάνι με τα πεντακόσια πενήντα πέντε πεπόνια; βρυχήθηκε.
– Εσύ το βλέπεις εκείνο εκεί το ερημοκκλήσι που είναι τριγυρισμένο από γλάρους;
– Εσύ το βλέπεις εκείνο το καμπαναριό με τον μακροκάνη πελαργό;
– Εγώ, άμα πάρω φόρα, τα ξεριζώνω όλα! Από την Πάτρα ως τη Σουμάτρα! Από την Ινδία ως τη Γροιλανδία! Από το Περού ως το Πιπερού!
– Κι εγώ, έτσι και πατήσω γκάζι, ισοπεδώνω τα πάντα! Από το Μπουρνάζι ως τη Βεγγάζη! Από το Τιτιβιστόκ ως το Βλαδιβοστόκ! Από τον Βόλο ως τον Βόρειο Πόλο!
***
Δεν πρόλαβαν όμως να κάνουν τίποτα από όλα αυτά, ούτε στο Μπουρνάζι, ούτε στη Βεγγάζη, ούτε στην Πάτρα ως τη Σουμάτρα, ούτε στην Ινδία, ούτε στη Γροιλανδία, ούτε στο Περού, ούτε στο Πιπερού, ούτε στον Βόλο, ούτε στον Βόρειο Πόλο, γιατί εκείνη τη στιγμή …
– Ιουουου… ίουουου… ίουουουου!.. ακούστηκαν σειρήνες.
Ητανε τρία περιπολικά με μπλε φώτα που αναβόσβηναν!
Ιουου… ίουου… ίουουουου!..
Ιουου… ίουου… ίουουουου!..
Ιουου… ίουου… ίουουουου!.. Πανικόβλητοι ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας και η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα έβαλαν τρίτη και άρχισαν να τρέχουν για να ξεφύγουν! Πέρασαν από μια καμπυλωτή γέφυρα που κόντεψε να καταρρεύσει, κατρακύλησαν με φόρα μια απότομη κατηφόρα, βγήκαν σε μια λεωφόρο, παραλίγο να συγκρουστούν με ένα φορτηγό γεμάτο κάρβουνα και ένα άλλο με ασβέστη – που έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο και συγκρούστηκαν μεταξύ τους -, φρενάρισαν, ντεραπάρισαν, τουμπάρισαν και τα περιπολικά τούς περικύκλωσαν!
– Ιουου… ίουου… ίουουουου!.. Συλλαμβάνεστε! τους αγριοκοίταξε ο Περίανδρος Αστραπόν, το πρώτο περιπολικό.
– Ιουου… ίουου… ίουουουου!.. Ντροπή σας! μαρσάρισε αυστηρά ο Πάτροκλος ο Ασυρματοφόρος, το δεύτερο περιπολικό.
– Ιουου… ίουου… ίουουουου!.. Μας ειδοποίησε μια πασχαλίτσα! Τι αμόκ σάς έπιασε και κάνατε τόσες απανωτές καταστροφές; τους τύφλωσε με τα φανάρια του o Προκόπης Πασπαρτού, το τρίτο περιπολικό.
– Ακολουθήστε μας! πρόσταξε ο Περίανδρος Αστραπόν, το πρώτο περιπολικό.
– Πού μας οδηγείτε, καλέ; έκραξε ανήσυχη η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα.
– Ιουου… ίουου… ίουουουου!.. Στο δικαστήριο! Πού αλλού; την πληροφόρησε ο Πάτροκλος, το δεύτερο περιπολικό.
– Ιουου… ίουου… ίουουουου!.. Πρέπει να δικαστείτε και να τιμωρηθείτε! πρόσθεσε ο Προκόπης, το τρίτο περιπολικό.
***
Ηδίκη έγινε σε μια μάντρα αυτοκινήτων. Δικαστής ήταν ο Αρμάνδος Αρμαγεδόρ, ένας αυστηρός γκρίζος γερανός, εισαγγελέας ο Τζέρεμι Τζιντζιβάρ, ένα στρατιωτικό τζιπ βαμμένο με χρώματα παραλλαγής, και ένορκοι η Φεβρωνία Φλουνκ, μια μαύρη νεκροφόρα, και ο Γούτερ, ο Φούτερ και ο Ρούτερ, τρία πράσινα σκούτερ, ένα στο χρώμα του γρασιδιού, ένα στο χρώμα του άγουρου μήλου και ένα στο χρώμα του κυπαρισσιού.
Ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ και η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα περίμεναν τη σειρά τους. Πρώτα δικάστηκε ένα υπεραστικό λεωφορείο που έφτανε πάντα αργοπορημένο στη στάση και καταδικάστηκε σε ξεφούσκωμα του πίσω δεξιού λάστιχου. Μετά δικάστηκε ένα ταξί με πειραγμένο ταξίμετρο που έκλεβε τους πελάτες και καταδικάστηκε σε στέρηση βενζίνης για τρεις μέρες. Μετά ήρθε η σειρά τους.
***
ΟΑρμαγεδόρ, ο γκρίζος γερανός, εξέτασε τους μάρτυρες κατηγορίας.
– Τι έχετε να πείτε, πεταχτές πεταλουδίτσες;
– Εχουμε να πούμε… και τι δεν έχουμε να πούμε… Εχουμε να πούμε ότι αυτός εδώ ο κατηγορούμενος οδοστρωτήρας πάτησε πέντε ολόδροσες και ντελικάτες ανεμώνες! είπαν η Λαλίκ, η Λιλίκ και η Γιουκαλίκ, οι τρεις πεταλουδίτσες, και έδειξαν τον Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ.
– Εσείς, μυρμηγκάκια, τι έχετε να καταθέσετε;
– Επιβεβαιώνουμε αυτά που είπαν οι πεταλουδίτσες! δήλωσαν τα δυο μυρμηγκάκια, ο Ούμπα και ο Λουμφ. Αυτό ακριβώς συνέβη!
– Εσείς, πασχαλίτσες, τι έχετε να πείτε; συνέχισε τη διαδικασία της εξέτασης των μαρτύρων ο Αρμαγεδόρ, ο αυστηρός γκρίζος γερανός.
– Καταθέτουμε ότι αυτή εκεί η μπαμπέσικη μπουλντόζα…
– Αυτές οι πιτσιρδέλες οι πασχαλίτσες με προσβάλλουν, κύριε πρόεδρε! πετάχτηκε θιγμένη η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα.
– Καλά σου κάνουν! Συνεχίστε, πασχαλίτσες, αλλά χωρίς χαρακτηρισμούς, παρακαλώ!
– Καταθέτουμε ότι αυτή εκεί η μπουλντόζα, που αποφεύγουμε προσωρινά να την αποκαλέσουμε μπαμπέσικη, όπως θα της άξιζε, ξερίζωσε εν ψυχρώ μια μαγιάτικη αγριοτριανταφυλλιά με ροζ ευωδιαστά τριαντάφυλλα! ολοκληρώσανε την κατάθεσή τους η Λία, η Ολιάνα και η Οφηλία, οι πασχαλίτσες, φτερουγίζοντας γύρω από την Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα. Κάτι που την ενοχλούσε αφάνταστα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα!
Ο κόκκινος οδοστρωτήρας και η κίτρινη μπουλντόζα
Οσο οι μάρτυρες συνέχιζαν να καταθέτουν, τόσο πιο πολύ ανησυχούσαν οι δύο κατηγορούμενοι και τους έζωναν τα φίδια.
– Αυτός εδώ ο ελεεινός οδοστρωτήρας ισοπέδωσε ένα ολόδροσο αμπέλι που στις φυλλωσιές του φώλιαζαν περιστέρια! κλαψούρισε ο Κουνκούν, το κανελί κουνέλι. Ακόμα τρέμουν τα μουστάκια μου από την τρομάρα, σεβαστέ κύριε γερανέ!
– Αυτή εκεί η κίτρινη σαν κίτρο περιχυμένο με ληγμένη μουστάρδα μπουλντόζα ξερίζωσε ένα βαθύσκιο πλατάνι που πυκνοί θάμνοι αγκάλιαζαν τον κορμό του, οι φιδωτές του ρίζες χάνονταν στα τρίσβαθα της γης και τα φύλλα του στραφτάλιζαν ασημένια στο φύσημα της αύρας! βέλασαν παρατεταμένα ο Ερνάνης και ο Βελαζκουέθ, τα σγουρομάλλικα προβατάκια.
– Αυτός εδώ ο υπέρβαρος οδοστρωτήρας ισοπέδωσε ένα ηλιόλουστο λιβάδι με χρυσαφένιες θημωνιές! τον κατηγόρησαν με ανάσες κομμένες ακόμα από το τρέξιμο οι εφτά αλεπούδες και τα εφτά αλεπουδάκια που – ευτυχώς! – είχαν ξεφύγει από τους κυνηγούς.
– Εκείνη εκεί η κατάπτυστη μπουλντόζα σκέπασε με μπάζα από μια γκρεμισμένη μάντρα και πλάκωσε τη λιμνούλα με τα πάλλευκα νούφαρα και τις χάρτινες βαρκούλες! πήραν τον λόγο οι μπλε λιμπελούλες και τα πρασινωπά βατραχάκια με τα πορτοκαλί ποδαράκια!
– Είμαστε αθώοι! διαμαρτυρήθηκε ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ. Ετσι κι αλλιώς οι ανεμώνες κάποτε θα μαραίνονταν!
– Και τα τριαντάφυλλα κάποτε θα μαδούσαν από μόνα τους! εξανέστη η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα.
– Και το νερό της λιμνούλας κάποτε θα εξατμιζόταν από τη ζέστη!
– Και το πλατάνι κάποτε θα το χτυπούσε κεραυνός καταιγίδας!
– Ολοι αυτοί οι μάρτυρες δεν έχουν καμία απολύτως βαρύτητα!
– Ενώ εμείς είμαστε βαρύγδουποι!
– Πιο βαρύγδουποι από εμάς δεν γίνεται!
– Αν βάλετε από τη μια μεριά της ζυγαριάς αυτούς και από την άλλη μεριά βάλετε εμάς – αν καταφέρετε να μας σηκώσετε – εμείς είμαστε πιο βαριοί!
– Αρα εμάς πρέπει να πιστέψετε!
– Και να μας αθωώσετε πανηγυρικά!
– Μπορούμε να πηγαίνουμε τώρα γιατί έχουμε και άλλες καταστροφές να κάνουμε;
– Ησυχία! τους διέκοψε σκυθρωπά ο Αρμαγεδόρ, ο γερανός. Εμένα μου φαίνονται υπεύθυνοι και ειλικρινείς οι μάρτυρες, ιδίως τα πράσινα βατραχάκια με τα πορτοκαλί ποδαράκια που ακόμα τρέμουν τα κακόμοιρα από την τρομάρα τους. Τι λέτε και εσείς, αδέκαστοι ένορκοι;
– Συμφωνούμε με την κρίση σας, σεβαστέ πρόεδρε-γερανέ! δήλωσαν η Φεβρωνία Φλουνκ, η μαύρη νεκροφόρα, και ο Γούτερ, ο Φούτερ και ο Ρούτερ, τα τρία πράσινα σκούτερ.
– Προτείνω να τιμωρηθούν αυστηρά! βροντοφώναξε ο Τζέρεμι Τζιντζιβάρ, το στρατιωτικό τζιπ που ήταν βαμμένο με χρώματα παραλλαγής και αναβόσβησε τα φανάρια του.
– Κατηγορούμενοι Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα και Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ, δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείτε τη δύναμή σας για κακό! αποφάσισε ο Αρμαγεδόρ, ο αυστηρός αλλά δίκαιος γερανός. Καταδικαζόσαστε!
– Σε τι καταδικαζόμαστε;
Κοφτή και πένθιμη αντήχησε η φωνή του Αρμαγεδόρ.
– Καταδικαζόσαστε αύριο πρωί χαράματα να συρθείτε αλυσοδεμένοι στο νεκροταφείο αυτοκινήτων του Μπάμπη του Φαλακρού στην Κάτω Χρέπα!
– Για να το ισοπεδώσουμε;
– Οχι! Για να εκτελεσθείτε!
– Με ποιον τρόπο;
– Θα συμπιεστείτε ασφυκτικά μέσα σε μια πανίσχυρη ατσάλινη πρέσα ώσπου να καταντήσετε κύβοι παλιοσιδερικών. Μετά θα ανακυκλωθείτε!
– Θα ανακυκλωθούμε;
– Τι θα γίνουμε όταν ανακυκλωθούμε;
– Κατσαρόλες! Ισως και σουρωτήρια!
– Οχι, όχι!
– Μη μας το κάνετε αυτό! Είναι φριχτό! Τόσο φριχτό! Πολύ φριχτό!
– Φοβερά φριχτό! Δείξτε λίγη επιείκεια, κύριε δικαστά!
– Καλά! Εστω! Θα κλειδωθείτε τότε σε ένα σκοτεινό, αραχνιασμένο γκαράζ!
– Για πόσο;
– Για οκτακόσια ογδόντα οκτώ χρόνια και ογδόντα οκτώ δευτερόλεπτα!
– Τόσο πολύ;
– Μήπως μπορείτε να μειώσετε λίγο την ποινή;
– Εστω! Θα κλειδωθείτε τότε σε ένα σκοτεινό, αραχνιασμένο γκαράζ για οκτακόσια ογδόντα οκτώ χρόνια! Σας χαρίζω τα ογδόντα οκτώ δευτερόλεπτα!
– Καλοσύνη σας! Αλλά και πάλι πολλά είναι!
– Ελεος! παρακάλεσε πανικόβλητος ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας και από τον πολύ πανικό το κόκκινο χρώμα του σκούρυνε και έγινε σχεδόν βυσσινί. Φοβάμαι το σκοτάδι! Το φοβάμαι πιο πολύ και από το μισοσκόταδο. Βλέπω φριχτούς εφιάλτες. Βλέπω ότι σκουριάζω και γίνομαι ενα λοφάκι σκουριά!
– Λυπηθείτε μας! Δεν θα κάνουμε ποτέ πια πολλές κακές πράξεις! ικέτευσε η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα και από την απόγνωση το κίτρινο χρώμα της σκούρυνε και έγινε σχεδόν καφετί σαν κακά κάμπιας.
– Είπες ότι δεν θα κάνετε πολλές κακές πράξεις; την κάρφωσε με το διεισδυτικό του βλέμμα ο Αρμαγεδόρ, ο γκρίζος γερανός.
– Πολλές; Πολλές είπα; Εννοούσα καθόλου! Αυτό εννοούσα, αλλά επειδή έχω μεγάλη φαγάνα μου ξεφεύγουνε καμιά φορά λέξεις που δεν θέλω να πω!
– Μετανιώνουμε! μούγκρισε βραχνά ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ, ο κάποτε κόκκινος και τώρα βυσσινί από την απόγνωση οδοστρωτήρας. Είμαι ήδη ένας εντελώς, παντελώς και ολωσδιόλου μετανιωμένος οδοστρωτήρας!
– Μετανιώνουμε πικρά, ειλικρινά και απόλυτα! κλαύτηκε δακρύζοντας πηχτά γράσα η Ντόζα, η κάποτε κίτρινη και τώρα σχεδόν καφετί σαν κακά κάμπιας μπουλντόζα.
– Λέτε αλήθεια εσείς οι δύο ή ψευδίζετε ψευδέστατα για να γλιτώσετε το σκοτεινό, αραχνιασμένο γκαράζ, που ξέχασα να σας πω ότι έχει και φωλιές με μαύρες νυχτερίδες;
– Αλήθεια λέμε! Δεν ψευδίζουμε ψευδέστατα! Αληθευόμαστε αληθέστατα! υποσχέθηκαν με μια φωνή ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ και η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα.
– Τότε πρέπει να το αποδείξετε!
– Και βέβαια να το αποδείξουμε! Πώς όμως;
– Με τι άλλο; Με κοινωνικές υπηρεσίες.
– Τι θα πει πάλι αυτό;
– Πρώτη φορά το ακούω!
– Θα πει ότι εσύ, Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ κόκκινε οδοστρωτήρα, καταδικάζεσαι να σπας…
– Κεφάλια; Ευχαρίστως!
– Οχι! Καρύδια και φουντούκια για παιδιά σε παιδικές χαρές.
– Τι καλά! Τραλαλά! Τραλαλά!
– Και εσύ, Ντόζα κίτρινη μπουλντόζα, καταδικάζεσαι να ανοίγεις λάκκους για να φυτεύουν πασχαλιές, αμυγδαλιές και φουντωτές βερικοκιές οι γελαστοί εθελοντές που κάνουν αναδάσωση. Τι λέτε κι εσείς, κύριοι ένορκοι;
– Συμφωνούμε! είπαν η Φεβρωνία Φλουνκ, η μαύρη νεκροφόρα, και ο Γούτερ, ο Φούτερ και ο Ρούτερ, τα τρία πράσινα σκούτερ.
Κι από τότε ο Βρουμ Ντρουμ Ρομποστρούμ ο κόκκινος οδοστρωτήρας πηγαίνει από παιδική χαρά σε παιδική χαρά και σπάει προσεκτικά-προσεκτικά για να μην τα λιώσει καρύδια και φουντούκια για τα παιδιά, καμιά φορά τους σπάει και καρύδες, και η Ντόζα Φουριόζα Δαγκανόζα η κίτρινη μπουλντόζα ανοίγει στις εξοχές λάκκους για να φυτεύουν πασχαλιές, αμυγδαλιές και φουντωτές βερικοκιές οι γελαστοί εθελοντές.
Και μαρσάρανε όλοι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!