Αμερικανός πολίτης, κάτοικος Κούβας, ετών 43, ο Ερνεστ Μίλερ Χέμινγκγουεϊ είναι ένας άνθρωπος της δράσης. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις τον έχει αγγίξει, εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται από τον Δεκέμβριο του 1941 σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Δεν είναι κανένας άκαπνος, έχει υπηρετήσει ως τραυματιοφορέας στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αποφασίζει να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα εθελοντών που περιπολούν με δικά τους μέσα βοηθώντας στον εντοπισμό γερμανικών υποβρυχίων από τη Φλόριδα ως την Καραϊβική. Προωθεί μάλιστα τη μετριοπαθή αυτή συμβολή στην πολεμική προσπάθεια ένα βήμα παραπέρα: προμηθεύεται όπλα και πυρομαχικά και εκπονεί ένα δικής του έμπνευσης σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα πλησίαζε το υποτιθέμενο αναδυόμενο εχθρικό υποβρύχιο που θα εντόπιζε το δωδεκάμετρο σκάφος του και θα έσπευδε για έρευνα, θα πέταγε ξαφνικά χειροβομβίδες στον πυργίσκο του και έπειτα μια τσάντα με εκρηκτικά σκοτώνοντας τα μέλη του πληρώματος και αχρηστεύοντας τις μηχανές του. Ευτυχώς, ο Χέμινγκγουεϊ δεν είχε την ευκαιρία να συναντήσει κανένα γερμανικό σκάφος και ως εκ τούτου έζησε ώστε να κερδίσει το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1954. Το επεισόδιο όμως, που ο αμερικανός συγγραφέας Τέρι Μορτ περιγράφει στο σύντομο αλλά σπινθηροβόλο βιβλίο του «Ο πόλεμος του Ερνεστ Χέμινγουεϋ. Οι περιπέτειές του ως ανταποκριτή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» (εκδ. Πατάκη), το οποίο πρόσφατα εκδόθηκε στα ελληνικά, αποτελεί χαρακτηριστικό στιγμιότυπο του αφελούς, γενναίου, παράτολμου και ριψοκίνδυνου τρόπου με τον οποίο ο λογοτέχνης πέρασε μέσα από τη μεγαλύτερη πολεμική θύελλα του 20ού αιώνα.
Αν η εμπειρία του Χέμινγκγουεϊ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στο ευρύ κοινό εκτός ΗΠΑ αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι δεν προέκυψε από αυτήν ένα κορυφαίο μυθιστόρημα. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτυπώθηκε στον «Αποχαιρετισμό στα όπλα», ο Ισπανικός Εμφύλιος στο «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα». Οι επτά μήνες του στην Ευρώπη από την απόβαση στη Νορμανδία ως τη Μάχη των Αρδεννών, από τον Ιούνιο του 1944 ως τον Ιανουάριο του 1945, έδωσαν μόνο έξι μάλλον μέτρια άρθρα στο περιοδικό «Collier’s Magazine». Και ίσως ο συγγραφέας να μην είχε περάσει ποτέ τον Ατλαντικό αν, όπως πολύ συχνά στη ζωή του, δεν υπήρχε στη μέση μια γυναίκα. Εν μέσω πολέμου, σύμφωνα με τα όσα περιγράφει ο Μορτ, ο Χέμινγκγουεϊ βρίσκει τον χρόνο να χωρίσει από την τρίτη σύζυγό του, τη δραστήρια δημοσιογράφο Μάρθα Γκέλχορν. Η ανεξάρτητη φύση της τον είχε γοητεύσει στον Ισπανικό Εμφύλιο, όπου την είχε συναντήσει, δυστυχώς όμως δεν εξημερώθηκε διόλου μετά τον γάμο, κατά το ιδανικό του Ερνεστ: επέμενε να εργάζεται και βρέθηκε μάλιστα σε αποστολή στην Ευρώπη πριν από εκείνον. Ο Μορτ εικάζει ότι το γεγονός πως στην D-Day στις 6 Ιουνίου 1944 ο Χέμινγκγουεϊ έφτασε μόνο ως την ακτή, ενώ η Γκέλχορν πέτυχε να αποβιβαστεί λαθραία και να βιώσει τις πρώτες ώρες της σύγκρουσης από κοντά ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι μιας τεταμένης από καιρό σχέσης. Ο Χέμινγκγουεϊ δεν της το συγχώρεσε ποτέ και ο χωρισμός επήλθε αμέσως μετά: «Καληνύχτα, Μάρτι. Καλόν ύπνο να έχεις, αγαπημένη μου κάλπικη και ξιπασμένη σκύλα» θα έγραφε αργότερα ως επικήδειο της σχέσης τους.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.