Γνωστός ήδη στο ελληνικό κοινό από τις ηχογραφήσεις του αλλά και από τη συνεργασία του με την Εθνική Λυρική Σκηνή στον «Σιμόν Μποκανέγκρα» του Βέρντι, το 2019, ο διάσημος μεξικανός τενόρος Ραμόν Βάργκας επέστρεψε στην Ελλάδα για δύο εμφανίσεις: Ενα ρεσιτάλ με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης στο Φεστιβάλ Επταπυργίου (δόθηκε στις 10 Ιουλίου) και δύο παραστάσεις της «Τόσκα» του Πουτσίνι, της παραγωγής με την οποία η ΕΛΣ κατεβαίνει στο Ηρώδειο την ερχόμενη εβδομάδα. Ο καλλιτέχνης θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Μάριο Καβαραντόσι στις 28 και στις 30 Ιουλίου δίπλα στην Κριστίνε Οπολάις και στον Δημήτρη Πλατανιά. Και με αφορμή την παρουσία του στο Φεστιβάλ Αθηνών, μας μιλάει για τη ζωή και την καριέρα του, για τους μεγάλους ρόλους του στη σκηνή αλλά και για τον ρόλο του συζύγου και πάτερα. Μας μιλάει και για το «Ramón Vargas Foundation, AC – For children and young people with disabilities», το φιλανθρωπικό ίδρυμά του μέσα από το οποίο βοηθά τα παιδιά με αναπηρίες σε φτωχές περιοχές του Μεξικού, αποκαλύπτοντας μια άλλη πλευρά του, συχνά άγνωστη στο κοινό που χειροκροτεί εδώ και τριάντα χρόνια τις εμφανίσεις του στις μεγαλύτερες σκηνές της όπερας.
Για να ξεκινήσουμε όμως από τη μουσική και από τις εμφανίσεις σας στην Αθήνα με την «Τόσκα». Ποιος είναι τελικά ο ζωγράφος Μάριο Καβαραντόσι, ο ρόλος που θα ερμηνεύσετε; Σας αρέσει ως χαρακτήρας;
«Είναι ο ιδανικός ρόλος για έναν τενόρο. Εμαθα τις άριές του όταν ήμουν πολύ μικρός και συνεχίζω μέχρι σήμερα να τον τραγουδάω. Πρόκειται για ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πως αρχικά ο Καβαραντόσι αποκαλύπτεται ως ένας άνδρας που γίνεται ήρωας κατά τύχη, που περισσότερο τον ενδιαφέρει η αγάπη του για την Τόσκα παρά η αγάπη του για τη χώρα του. Προσπαθώ όμως με την ερμηνεία μου να του δώσω και τις πατριωτικές αποχρώσεις των ηρώων που βάζουν την πατρίδα τους πάνω από όλα».
Και η ζηλιάρα Τόσκα; Μπορεί να τη συμπονούμε και να συμπάσχουμε, δεν είναι όμως πάντα ο πιο συμπαθητικός χαρακτήρας… ΄Η είναι;
«Είναι μια γυναίκα αρκετά αφελής. Της κάνει εντύπωση πως, αν και προσφέρει λουλούδια στην Παναγία, αν και είναι συνεπής με τα θρησκευτικά καθήκοντά της, δοκιμάζεται και καλείται να θυσιαστεί, να ενδώσει στον έρωτα του Σκάρπια για να σώσει τον Καβαραντόσι. Είναι μία ανασφαλής και ζηλιάρα γυναίκα. Ας πούμε πως δεν είναι ο τύπος της γυναίκας που θα ήθελα να έχω ως σύντροφο ή ως φίλη. Από την άλλη η αφέλειά της σε κάνει να την αγαπάς και στο τέλος θαυμάζεις την πράξη απελπισίας στην οποία οδηγείται όταν δολοφονεί τον Σκάρπια».
Βρίσκετε τεχνικές δυσκολίες στον ρόλο του Καβαραντόσι; Κατά τη γνώμη σας ο Πουτσίνι γράφει καλά για τη φωνή του τενόρου;
«Για να τραγουδήσεις σωστά όπερες του βερισμού πρέπει να έχεις τα φωνητικά προσόντα και την εξυπνάδα που θα σου επιτρέψουν να υπερβείς το ογκώδες ηχητικό τείχος των ενορχηστρώσεων του Πουτσίνι, του Λεονκαβάλο και άλλων συνθετών που έλαμψαν σε αυτό το είδος. Ο ρόλος του Καβαραντόσι είναι καλογραμμένος, είναι όμως και ένας ρόλος σύντομος, αφού στη δεύτερη πράξη τραγουδάει ελαχιστότατα. Η δική του πράξη είναι η πρώτη. Και μετά, στην τελευταία πράξη, καλείται να τραγουδήσει την περίφημη άρια «Ε lucevan le stelle». Πρόκειται για άρια πραγματικά απαιτητική, γιατί πρέπει να εκφράσεις με κάθε λεπτότητα τα συναισθήματα του ήρωα. Και επειδή είναι τόσο διάσημη, κάθε φορά που τη λες σε συγκρίνουν με όλους τους μεγάλους ερμηνευτές του ρόλου, από τον Καρούζο ως τον Παβαρότι. Αυτό δυσκολεύει την τρίτη πράξη».
Η καριέρα σας είναι εντυπωσιακή, κυρίως επειδή έχετε τραγουδήσει ευρύτατο ρεπερτόριο, ξεκινώντας από τους ελαφρούς λυρικούς ρόλους του Ροσίνι και του Μότσαρτ οι οποίοι απαιτούν ιδιαίτερη φωνητική ευελιξία, περνώντας στους μεγάλους ρόλους του μπελκάντο και στη συνέχεια στους βαρύτερους ρόλους του Βέρντι και του βερισμού. Ηταν στόχος η διεύρυνση του ρεπερτορίου ή σας οδήγησε η φωνή σας έτσι όπως ωρίμαζε;
«Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, η οποία έχει πολλές απαντήσεις. Η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι πως τραγούδησα ελαφρύ ρεπερτόριο στην αρχή της καριέρας μου χωρίς στην πραγματικότητα να είμαι ελαφρύς τενόρος. Τραγούδησα συνθέτες που χρησιμοποίησαν τη φωνή του τενόρου στις πολύ υψηλές περιοχές της, όπερες όπως «Η Σταχτοπούτα» του Ροσίνι και «Η υπνοβάτιδα» του Μπελίνι. Ο μαέστρος Ροντόλφο Τσελέτι ήταν εκείνος που με βοήθησε να περάσω τη φωνή μου στο πιο λυρικό ρεπερτόριο. Υπάρχουν βεβαίως και φωνές που δεν αλλάζουν πολύ στο πέρασμα του χρόνου, όπως ήταν η φωνή του Αλφρέντο Κράους. Υπάρχουν και φωνές που αλλάζουν. Οπως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν σε όλη τη ζωή τους το ίδιο βάρος και άνθρωποι που όσο μεγαλώνουν παχαίνουν. Στην περίπτωσή μου υπάρχει και ο παράγοντας περιέργεια: Στην καριέρα μου, μου αρέσουν οι αλλαγές, μου αρέσει να ανακαλύπτω νέες όπερες. Μόλις ολοκλήρωσα την ηχογράφηση του «Il Proscritto» του Μερκαντάντε για την Opera Rara».
Σας αρέσει να είστε ο τενόρος, δηλαδή ο εραστής, ή θα προτιμούσατε να είστε ο βαρύτονος, δηλαδή ο κακός (συνήθως) της ιστορίας;
«Θα ήθελα να παίξω μερικούς ρόλους βαρυτόνου, επειδή είναι πολύ όμορφοι ή επειδή έχουν ιδιαίτερη δραματική ένταση. Είναι ο «Ριγκολέτο» και ο «Σιμόν Μποκανέγκρα» του Βέρντι και κάποιοι ρόλοι σε όπερες του μπελκάντο, όπως στη «Ζαΐρα» του Μπελίνι. Πρόκειται κυρίως για ρόλους που, καθένας με τον τρόπο του, έχουν μία ηρωική διάσταση. Οι ρόλοι όπου οι βαρύτονοι ερμηνεύουν πραγματικά κακούς χαρακτήρες είναι μάλλον λίγοι, αυτή τη στιγμή μου έρχονται στο μυαλό ο Σκάρπια από την «Τόσκα» και ο Ιάγος από τον «Οθέλλο». Πρέπει όμως να είναι πολύ ενδιαφέρον το να παίζεις τους κακούς».
Υπάρχει κάποιος ρόλος που ξεχωρίζετε; Που πιθανώς νιώθετε πως είναι πιο κοντά στον δικό σας χαρακτήρα;
«Ο Εντγκάρντο στη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι. Στο πρόσωπό του εξιδανικεύονται με τον ομορφότερο τρόπο τα συναισθήματα της αγάπης. Είναι ένας άνθρωπος με ακεραιότητα, σύνεση και γενναιοδωρία, ο οποίος βάζει την πραγματική αγάπη πάνω από τα πάθη του. Και που όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως θα ήθελε, αντί να σκεφτεί την εκδίκηση προτιμά να αυτοκτονήσει. Είναι ένας χαρακτήρας που ακόμα και αν στην ανάπτυξή του έχει αρκετές αντιφάσεις, έχει πάντα μία σταθερή πεποίθηση για τη Δικαιοσύνη».
Είστε πάντα σίγουρος για αυτό που κάνετε; Εχετε απόλυτη εμπιστοσύνη στο ταλέντο σας;
«Υπάρχει ένα υποκειμενικό στοιχείο στο πώς αντιλαμβάνεται, πώς εισπράττει καθένας την τέχνη, γι’ αυτό όταν είσαι ένας ερμηνευτής είναι επικίνδυνο να εμπιστεύεσαι απόλυτα το ταλέντο σου και αυτό που κάνεις. Εχω γύρω μου ανθρώπους που με γνωρίζουν, με κρίνουν με ειλικρίνεια και με βοηθούν με την κριτική τους να αξιολογήσω αυτό που κάνω, να επιβεβαιώσω αν είναι πραγματικά καλό ή να μπορεί να βελτιωθεί. Βεβαίως, για να είμαστε ειλικρινείς, όλα επιδέχονται βελτίωση. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου είναι καλοί κριτές, γιατί με αντιμετωπίζουν με αγάπη και με ειλικρίνεια».
Εχετε κάνει αρκετούς δίσκους. Σας αρέσει να ηχογραφείτε; Θεωρείτε πως η φωνή σας καταγράφεται καλά στον δίσκο, ακούγεται με τις ίδιες ποιότητες που έχει και όταν τραγουδάτε στο θέατρο;
«Κακά τα ψέματα, οι δίσκοι έχουν σχεδόν πάντα ένα επίπλαστο αποτέλεσμα. Αυτό που ακούς δεν αποκαλύπτει σχεδόν ποτέ την αλήθεια της φωνής που καταγράφεται. Θεωρώ, ας πούμε, πως η φωνή του Παβαρότι αδικήθηκε στις ηχογραφήσεις. Οταν την άκουγες στο θέατρο ήταν πολύ πιο όμορφη και εντυπωσιακή. Από την άλλη πιστεύω πως για να λειτουργήσει μία δισκογραφική καριέρα πρέπει να βασίζεται σε μία σταθερή θεατρική πορεία. Τώρα είναι της μόδας ακόμα και οι πολύ νέοι τραγουδιστές να ηχογραφούν χωρίς να έχουν την απαραίτητη φωνητική και επαγγελματική ωριμότητα, χωρίς να έχουν την απαραίτητη εμπειρία των live εμφανίσεων. Για εμένα είναι λάθος, όμως η αγορά έχει αλλάξει και σήμερα επενδύει όλο και περισσότερο στα πιο νέα και όμορφα πρόσωπα. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα σε αυτό που ακούμε σε έναν δίσκο και στην πραγματικότητα».
Ποιοι καλλιτέχνες σας έχουν επηρεάσει περισσότερο;
«Οταν ήμουν πολύ μικρός, η μεγαλύτερη επιρροή που δέχθηκα ήταν αυτή του Τζουζέπε ντι Στέφανο, ο οποίος ήταν είδωλο στο Μεξικό. Επρόκειτο αναμφίβολα για έναν σπουδαίο ερμηνευτή, έναν εξαιρετικό τραγουδιστή που γνώριζε πώς να πλέκει επιδέξια τα συναισθήματα με τις λέξεις. Σιγά-σιγά όμως, με την πάροδο του χρόνου, άρχισα να ανακαλύπτω τα διάφορα κενά στη φωνητική τεχνική του και να συνειδητοποιώ πως η μίμηση της φωνής του, του τρόπου με τον οποίο τραγουδούσε, μπορούσε να γίνει επικίνδυνη. Τότε ανακάλυψα τον Λουτσιάνο Παβαρότι, τη σπουδαιότερη φωνή των εκατό τελευταίων χρόνων. Ο Παβαρότι που εγώ θαυμάζω ήταν βεβαίως εκείνος ο τενόρος που τραγουδούσε μπελκάντο με την Τζόαν Σάδερλαντ, που ήταν ένας ταπεινός υπηρέτης της μουσικής και της όπερας. Οχι ο σούπερ διάσημος Παβαρότι που δεν σεβόταν πια τους ρόλους και τα έργα. Οχι ο διάσημος Παβαρότι που είχε πάντα τον νικηφόρο άσο στο μανίκι του καθώς κατάφερνε να παρασύρει και να πείθει τις μάζες. Παρ’ όλα αυτά υπήρξε τραγουδιστής αναφοράς και η τέχνη του αποτελεί υπόδειγμα τραγουδιού με αυθορμητισμό και με συγκίνηση».
Παράλληλα με τη διεθνή καριέρα σας κάνατε οικογένεια. Πώς αλήθεια συμβιβάζονται αυτά τα δύο;
«Δυστυχώς όλοι εμείς που ψυχαγωγούμε τον κόσμο, συχνά δουλεύουμε και σε περιόδους που οι άλλοι ξεκουράζονται στα σπίτια τους: Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τη μέρα των γενεθλίων μας. Κακά τα ψέματα, θα θέλαμε να είμαστε περισσότερο στο σπίτι με τους δικούς μας. Οταν όμως αποφασίσεις να ακολουθήσεις διεθνή καριέρα ξέρεις πως αυτό είναι σχεδόν αδύνατον. Δεν είναι πάντα εύκολο να κάνεις οικογένεια και να ζεις μεγάλες περιόδους μακριά της, να χάνεις σημαντικές στιγμές. Ομως, αυτό είναι το επάγγελμά μου, και το επάγγελμά μου είναι σημαντικό μέρος της ζωής μου. Το ασκώ με χαρά κι ας μην είναι πάντα ένα εύκολο επάγγελμα».
Ασχολείστε και με το φιλανθρωπικό ίδρυμά σας, το «Ramón Vargas Foundation, AC – For children and young people with disabilities». Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για αυτό; Είναι νομίζω κάτι που πρέπει να ακουστεί στον κόσμο.
«Εκτιμώ πολύ την αναφορά σας σε αυτό το κομμάτι της ζωής μου. Το Ιδρυμα Ramόn Vargas δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους νέους και τα παιδιά με αναπηρίες σε περιθωριοποιημένες περιοχές του Μεξικού. Ιδρύθηκε στη μνήμη του πρώτου μου γιου, του Εντουάρντο Βάργκας, ο οποίος πέθανε από εγκεφαλική παράλυση το 2000. Προσπαθούμε να βοηθήσουμε εδώ και 22 χρόνια αυτά τα παιδιά που έχουν την ίδια μοίρα με τον Εντουάρντο, αλλά και που δεν διαθέτουν τους πόρους που θα τα βοηθούσαν να βελτιώσουν τη ζωή τους. Οποιος θέλει μπορεί να μπει στη σελίδα μας (https://fundacionramonvargas.org.mx), να δει τι κάνουμε και ίσως να μας στηρίξει».
Κύριε Βάργκας, για να κλείσουμε μετά μουσικής, όπως ξεκινήσαμε: Ποια είναι η άρια που απολαμβάνετε περισσότερο να ερμηνεύετε;
«Οι άριες και οι όπερες είναι όπως τα βιβλία που διαβάζεις. Αλλα αντέχουν στον χρόνο, άλλα τα αντιμετωπίζεις στη συνέχεια με πιο κριτική διάθεση… Για πολύ καιρό η πιο αγαπημένη μου άρια ήταν η «Una furtiva lagrima» από το «Ελιξίριο του έρωτα» του Ντονιτσέτι. Τώρα πια νομίζω πως είναι η άρια «Quando le sere al placido» από τη «Λουίζα Μίλερ» του Βέρντι».
«Δεν μου αρέσουν οι παραστάσεις που χρειάζονται… οδηγίες»{
{ERT}Εχετε τραγουδήσει σε παραδοσιακές αλλά και σε πιο μοντέρνες αναβιώσεις σημαντικών έργων. Εγκρίνετε τις σκηνοθετικές καινοτομίες που βλέπουμε όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια;{ERT}
«Θίγετε ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα, που θα μπορούσαμε να το συζητούμε χωρίς πιθανώς να καταλήξουμε σε ένα ακριβές συμπέρασμα. Πιστεύω πως μια πιο μοντέρνα ματιά ή η αλλαγή του ιστορικού πλαισίου μιας όπερας μπορούν να λειτουργήσουν, αρκεί να γίνει σεβαστή η βάση της ιστορίας. Δεν μου αρέσουν οι παραστάσεις που για να τις καταλάβει το κοινό πρέπει να του εξηγήσεις τι βλέπει. Που χρειάζεται κάτι σαν εγχειρίδιο οδηγιών. Η πρόταση που καταθέτει ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι ουσιαστική και σαφής και το κοινό να την κατανοεί εύκολα ώστε μετά να μπορεί να πει αν διασκέδασε ή και να την αμφισβητήσει».
Η «Τόσκα» θα παρουσιαστεί σε τέσσερις παραστάσεις, από τις 28 ως τις 31 Ιουλίου. Μουσική διεύθυνση Φιλίπ Ωγκέν, σκηνοθεσία – σκηνικά – κοστούμια Ουγκό ντε Ανά. Στις παραστάσεις στις 28 και 30 Ιουλίου Τόσκα θα είναι η Κριστίνε Οπολάις, Μάριο Καβαραντόσι ο Ραμόν Βάργκας και Σκάρπια ο Δημήτρης Πλατανιάς. Στις παραστάσεις στις 29 και 31 του μήνα, Τόσκα θα είναι η Λιάνα Χαρουτουνιάν, Καβαραντόσι ο Τζόρτζιο Μπερούτζι και Σκάρπια ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος.