Η Εισηγητική Εκθεση του Προϋπολογισμού αποτελεί την πιο επίσημη παρουσίαση των στόχων, της στρατηγικής και των μέτρων που δεσμεύεται να πάρει μια κυβέρνηση προκειμένου να εκπληρώσει συγκεκριμένους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους. Γι’ αυτόν τον λόγο, ιδιαίτερα σε μια περίοδο έντονης αβεβαιότητας και επισφάλειας, επιβάλλεται ο Προϋπολογισμός να ενταχθεί σε ένα συνεκτικό, μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής.
Ο σχετικά υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης του εισοδήματος το 2022 (5,6%) δεν πρέπει να μας εφησυχάζει. Μεταβάλλεται από έτος σε έτος ανάλογα με εξωγενείς συνθήκες και εξελίξεις και προβλέπεται σημαντικά χαμηλότερος για το 2023 (1,8%). Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι δεν αποτελεί κριτήριο «ανάπτυξης», καθώς ο όρος «ανάπτυξη» αναφέρεται σε διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων και της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας. Οπως αποδείχθηκε από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2010, οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας την περίοδο 2000-2007 της τάξης του 4%-5% δεν εμπόδισαν τον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Η πυροδότηση της αναπτυξιακής διαδικασίας προϋποθέτει την αύξηση παραγωγικών επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου με μεταφορά πόρων από λιγότερες σε περισσότερο παραγωγικές δραστηριότητες. Οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν από το 22,6 του ΑΕΠ το 2000 στο 13,27 το 2021 και συνεχίζουν να αφορούν κυρίως κατασκευές, υποδομές και κατοικίες, δηλαδή επενδύσεις σε μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων στο ΑΕΠ και η προβληματική τους διάρθρωση εγκυμονούν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Λόγω της χαμηλής ιδιωτικής αποταμίευσης και της διεύρυνσης του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης, οι επενδύσεις χρηματοδοτήθηκαν και εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται από εξωτερικό δανεισμό και εισροή πόρων από την ΕΕ, με αποτέλεσμα οι εθνικοί δημόσιοι και ιδιωτικοί αποταμιευτικοί πόροι να έχουν συνεισφέρει το 2020 μόνο το 61% στη χρηματοδότηση των επενδύσεων έναντι 80% το 2000. Η εξάρτηση από τον εξωτερικό δανεισμό αντανακλάται στο διευρυμένο έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, που εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 14,5 δισ. το 2022 έναντι 12,3 δισ. το 2021, και στο αυξανόμενο δημόσιο χρέος που εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 355 δισ. (168,9% του ΑΕΠ) το 2022 και προϋπολογίζεται στα 357 δισ. το 2023 (159% του ΑΕΠ).
Για να διατηρηθούν οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης στο μέλλον αλλά και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής πρέπει να είναι όχι η «εμπροσθοβαρής ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης», αλλά η αύξηση του ποσοστού επενδύσεων στο ΑΕΠ άνω του 20% με προτεραιότητα σε επενδύσεις που θα προάγουν τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ή/και θα υποκαθιστούν εισαγωγές και η χρηματοδότηση τους από εθνικούς πόρους σε ποσοστό 70%-75%. Για τον λόγο αυτόν επιβάλλεται η επανεξέταση των προτεραιοτήτων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και των διαθέσιμων πόρων για την ωρίμαση και υλοποίηση στοχευμένων, εμβληματικών και ολοκληρωμένων παραγωγικών παρεμβάσεων στην ελληνική περιφέρεια, στον αγροτοδιατροφικό τομέα, τη μεταποίηση, σε νέες μορφές τουρισμού και σύγχρονες υπηρεσίες.
Ο επανασχεδιασμός πρέπει να γίνει έγκαιρα και οργανωμένα σε στενή συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς εταίρους και τους ΟΤΑ. Καθώς το 2023 είναι το πρώτο έτος εκτός στενής δημοσιονομικής επιτήρησης, η δημοσιονομική πολιτική οφείλει να αποτελέσει εργαλείο μιας μακρόπνοης και βιώσιμης αναπτυξιακής πολιτικής που αποτελεί και αναγκαία προϋπόθεση διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η κυρία Λούκα Τ. Κατσέλη είναι ομότιμη καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, πρώην υπουργός.