Ο Ευάγγελος Κοτσώνας, δασολόγος – περιβαλλοντολόγος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διδάκτωρ στην Οικολογία και Διαχείριση Αγριας Πανίδας, ξεκίνησε το προσωπικό του «ταξίδι» της γνώσης από το 1ο Γενικό Λύκειο Τρικάλων. Μέσα στις τάξεις όπου καθόμαστε σήμερα και εμείς απέκτησε την αγάπη του για το περιβάλλον, την οποία και καταλαβαίνεις εύκολα από τις πρώτες φράσεις του για το αντικείμενο της επιστήμης του. Ποιος θα ήταν πιο κατάλληλος λοιπόν να μας μιλήσει για τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής μας; Τον συναντήσαμε στην αυλή του σχολείου μας και τον ρωτήσαμε όλα όσα μας απασχολούν για τη φύση και το περιβάλλον.
Ποικιλία κλιματικών συνθηκών
Ο Νομός Τρικάλων έχει τον μεγαλύτερο ορεινό όγκο στη Θεσσαλία, λέει ο κ. Κοτσώνας. Παρουσιάζει ποικιλία κλιματικών συνθηκών λόγω της μεγάλης υψομετρικής διαβάθμισης, δημιουργώντας μια εκπληκτική χωρική ετερογένεια και ζωνοποίηση της βλάστησης. Η διαμόρφωση του εδάφους του νομού είναι τέτοια που επέτρεψε την κάλυψη από δάση και άλλες δασοσκεπείς εκτάσεις, όπως θαμνώνες και λιβάδια σε μεγάλο ποσοστό, ενώ σημαντικό ποσοστό καταλαμβάνουν και οι γεωργικές εκτάσεις. Ο Νομός Τρικάλων περιλαμβάνει πλήθος προστατευόμενων περιοχών. Συνολικά, υπάρχουν εννέα Καταφύγια Αγριας Ζωής, πέντε Ζώνες Ειδικής Προστασίας και έξι Ειδικές Ζώνες Διατήρησης του δικτύου «Natura 2000», οι οποίες υπάγονται μερικώς ή εξ ολοκλήρου στον νομό, ενώ ένα τμήμα του υπάγεται στο Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων, Περιστερίου, Χαράδρας Αράχθου και Κοιλάδας Αχελώου. Επιπρόσθετα, στην περιοχή του Κόζιακα υπάρχει και η μεγαλύτερη Ελεγχόμενη Κυνηγετική Περιοχή της Ελλάδας.
Η πόλη των Τρικάλων
Η πόλη των Τρικάλων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πόλη των κιρκινεζιών. Το κιρκινέζι είναι ένα μικρόσωμο, μεταναστευτικό, αποικιακό γεράκι, το οποίο διατηρεί σημαντικούς πληθυσμούς στη Θεσσαλία. Φωλιάζει στις στέγες των σπιτιών, των παλιών αποθηκών και των πολυκατοικιών, ενώ αναζητεί την τροφή του, που αποτελείται κυρίως από ακρίδες, στις γύρω γεωργικές και λιβαδικές εκτάσεις. Η κουκουβάγια, η πεπλόγλαυκα, ο νανόμπουφος και ο γκιώνης είναι τα νυκτόβια αρπακτικά της πόλης. Σπουργίτια, χελιδόνια, σταχτάρες, κορακοειδή και άλλα ανθρωπόφιλα είδη φωλιάζουν, τρέφονται και περνούν μεγάλο τμήμα της ζωής τους στον αστικό ιστό. Ο Ληθαίος ποταμός που διασχίζει την πόλη είναι πόλος έλξης για υδρόβια πτηνά, για ερωδιούς, καθώς και για μικρότερα ψαροφάγα είδη όπως η αλκυόνη, η οποία φωλιάζει στις όχθες. Στα προάστια της πόλης συναντάμε και αρκετά θηλαστικά, ενώ εντύπωση προκαλεί η βίδρα, η οποία συναντάται στον Ληθαίο, ακόμη και μέσα στο κέντρο της πόλης.
Τα Χάσια και Αντιχάσια Ορη
Στα βόρεια του νομού εκτείνονται οι οροσειρές των Χασίων και των Αντιχασίων με μέγιστα υψόμετρα 1.554 μ. και 1.416 μ. αντίστοιχα, εξηγεί ο κ. Κοτσώνας. Τα χαμηλότερα υψόμετρα της περιοχής καλύπτονται από εκτεταμένους θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων με κυριότερο είδος το πουρνάρι. Οι θαμνώνες αυτοί φιλοξενούν αρκετά είδη στρουθιόμορφων πτηνών όπως οι τσιροβάκοι, οι κεφαλάδες, το αηδόνι, ο κότσυφας κ.ά., ενώ σημαντική παρουσία στην περιοχή έχει και το απειλούμενο πλέον τρυγόνι.
Καθώς αυξάνεται το υψόμετρο, όμως, οι εκτεταμένοι θαμνώνες δίνουν τη θέση τους στα δάση δρυός και στη συνέχεια στα μεγαλύτερα υψόμετρα, στο βορειοανατολικό τμήμα, στα δάση οξιάς. Τα δάση αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την ορνιθοπανίδα. Επτά είδη δρυοκολαπτών, από τον μεγαλόσωμο μαύρο δρυοκολάπτη ως τον μικροσκοπικό νανοδρυοκολάπτη, καθώς επίσης και αρκετά μικρόπουλα συναντώνται σε όλη τη διάρκεια του έτους και δίνουν ζωή σε αυτά τα δάση ακόμη και κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Εδώ συναντάμε και έναν από τους λιγοστούς αναπαραγόμενους πληθυσμούς του δρυομυγοχάφτη στην Ελλάδα.
Ωστόσο, λόγω της έντονης παρουσίας του ανθρώπου στην ευρύτερη περιοχή, τα δάση είναι κατακερματισμένα και σχηματίζουν ένα μοναδικό μωσαϊκό με λιβαδικές και γεωργικές εκτάσεις, δημιουργώντας κατάλληλες περιοχές κυνηγιού για τα αρπακτικά πτηνά της περιοχής, όπως ο κραυγαετός, ο σταυραετός, ο φιδαετός, ο τσίφτης, η σφηκοβαρβακίνα, η γερακίνα, το διπλοσάινο, το ξεφτέρι, ο πετρίτης κ.ά.
Στο δυτικό τμήμα της οροσειράς δεσπόζουν επιβλητικές βραχώδεις εξάρσεις, με σημαντικότερους τους βράχους των Μετεώρων, οι οποίοι αποτελούν και μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Τα Μετέωρα σήμερα αποτελούν μια από τις ελάχιστες περιοχές της χώρας όπου συναντάται ο απειλούμενος ασπροπάρης, το μικρότερο είδος γύπα της Ευρώπης, ο οποίος βρίσκεται στο χείλος της εξαφάνισης κυρίως λόγω της ανεξέλεγκτης χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων. Οι βράχοι αποτελούν σημαντικό ενδιαίτημα φωλεοποίησης και για άλλα σημαντικά είδη, όπως το χρυσογέρακο, ο μπούφος, ο μαυροπελαργός και πλήθος μικρότερων βραχόβιων ειδών.
Η Νότια Πίνδος και το Δασικό Σύμπλεγμα Ασπροποτάμου
Η οροσειρά της Νότιας Πίνδου εκτείνεται στο δυτικό τμήμα του νομού και το μέγιστο υψόμετρό της φτάνει τα 2.429 μ. (Ορος Κακαρδίτσα). Μεικτά δάση δρυός, οξιάς, πεύκης και ελάτης καθώς και αρκετά παραποτάμια δάση με πλατάνια, ιτιές και σκλήθρα συνθέτουν ένα τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς. Στην περιοχή του Ασπροποτάμου συγκεντρώνεται ένας από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς πέστροφας στην Ελλάδα, γεγονός που οδήγησε το 1973 στη δημιουργία ενός από τους πρώτους ιχθυογεννητικούς σταθμούς της χώρας. Νοτιότερα στην περιοχή του Περτουλίου υπάρχει ένα από τα ομορφότερα αμιγή ελατοδάση της χώρας με πλούσια πανίδα.
Κατά μήκος της οροσειράς και πάνω από τα δασοόρια εκτείνεται η ψευδαλπική ζώνη, όπου κυριαρχούν τα βραχώδη ποολίβαδα με αραιή θαμνώδη και δενδρώδη βλάστηση. Οι λιβαδικές εκτάσεις φιλοξενούν αρκετά στρουθιόμορφα πτηνά, ενώ αποτελούν βασικό ενδιαίτημα για την ορεινή πέρδικα και το ορτύκι. Στο όρος Λάκμος και σε υψόμετρο 2.050 μ. βρίσκεται το οροπέδιο της Βερλίγκας, μιας από τις τρεις δρακόλιμνες της Πίνδου. Μέσα στη λίμνη υπάρχουν αλπικοί τρίτωνες, ενώ στα λιβάδια γύρω της συναντά κανείς τη σπάνια οχιά της Πίνδου.
Ο κάμπος των Τρικάλων
Η πεδινή ζώνη, η οποία καλύπτει το κεντρικό και νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, καλύπτεται από γεωργικές εκτάσεις που περιλαμβάνουν κυρίως σιτηρά, βαμβάκι, τριφύλλι, μηδική και καπνό, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα ένα ποσοστό αυτών των εκτάσεων καλλιεργείται με κηπευτικά. Επιπρόσθετα, στις περιοχές που βρίσκονται στους πρόποδες των ορεινών όγκων σημαντικές εκτάσεις καλύπτουν οι ελαιώνες και οι αμπελώνες. Πλήθος ειδών, όπως κορυδαλλοί, τσιχλόνια, σπίζες, μελισσοφάγοι και σαΐνια, αναπαράγονται στις πεδινές εκτάσεις, ενώ η εμβληματική πεδινή πέρδικα ανακάμπτει στην περιοχή χάρη στις προσπάθειες του Δασαρχείου Τρικάλων. Τον χειμώνα αυτές οι εκτάσεις φιλοξενούν αρκετά στρουθιόμορφα, καλημάνες και αρπακτικά.
Τα θηλαστικά του νομού
Η παρουσία των θηλαστικών είναι σημαντική σε όλον τον νομό. Η αρκούδα και η αγριόγατα συναντώνται σε όλον τον ορεινό όγκο, ενώ το αγριόγιδο περιορίζεται σε λιγοστές ψευδαλπικές κορυφές. Αντίθετα, ο λύκος, η αλεπού, το ζαρκάδι, ο αγριόχοιρος, το πετροκούναβο, ο ασβός, η νυφίτσα, ο λαγός, ο σκίουρος, ο σκαντζόχοιρος, πλήθος τρωκτικών και μικρών εντομοφάγων θηλαστικών και οι νυχτερίδες έχουν πιο ευρεία κατανομή. Η στικτοϊκτίδα, ένα ασυνήθιστο είδος, έχει παρατηρηθεί κυρίως στο ΒΔ τμήμα του νομού, ενώ η βίδρα εξαπλώνεται σε όλο το υδρογραφικό δίκτυο.
Τα υδάτινα οικοσυστήματα και η ιχθυοπανίδα
Τα κύρια υδρογραφικά στοιχεία του νομού είναι οι ποταμοί Πηνειός και Αχελώος, ενώ από το βορειοδυτικό τμήμα πηγάζουν και οι ποταμοί Αώος και Αραχθος, έχοντας ο καθένας από αυτούς αρκετούς μικρούς και μεγάλους παραπόταμους με πλούσια ιχθυοπανίδα. Στα ορεινά κυριαρχεί η πέστροφα και καθώς προχωράμε προς τα κατάντη εμφανίζονται ο κέφαλος και η μπριάνα, ενώ στο πεδινό τμήμα συναντάμε κυπρίνους, χέλια, σύρτες, ποταμολάβρακα και γουλιανούς, ενώ δεν λείπουν οι καραβίδες και τα καβούρια.
Των Μαρίας Αναγνωστοπούλου, Ανδρονίκης Κωνσταντού, Παναγιώτας Χρυσοστόμου, Κωνσταντίνας Μανθοπούλου, Θεολίας Βράντζα, Δανάης Λούδα, Ερμιόνης-Μαρίας Τσίντζηρα, Βασιλείας Κυρίτση, Αθηνάς Παπία, Θεοδώρας Μαγκούτη, Λάζαρου Τσέλιου