Το να κατέχεις τη γλώσσα σου δεν είναι ούτε απλό ούτε αυτονόητο. Είναι ένα σύνθετο, επίπονο και μακροχρόνιο εγχείρημα που απαιτεί σύστημα, μέθοδο και μεράκι, «είναι ένα έργο ζωής». Σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στο «Βήμα», ο διακεκριμένος έλληνας φιλόλογος, γλωσσολόγος, λεξικογράφος και πανεπιστημιακός Γεώργιος Μπαμπινιώτης, με αφορμή την προσφορά του βιβλίου του Η γλώσσα μας. 180 κείμενα για τη γλώσσα από την εφημερίδα την Κυριακή, 19 Φεβρουαρίου, αναλύει την τριαδικότητα γλώσσας, σκέψης και κόσμου. Εξηγεί γιατί ως Ελληνες ευτυχήσαμε να έχουμε μια τόσο μαγική και ξεχωριστή γλώσσα ενώ αποδαιμονοποιεί τους νεολογισμούς που έχουν εισβάλει στα ελληνικά τα τελευταία χρόνια, απόρροια της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας.
Κύριε καθηγητά, κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο «Η γλώσσα μας. 180 κείμενα για τη γλώσσα». Πρόκειται για κείμενα «που μέχρι πρόσφατα δεν είχαν βρει μόνιμη στέγη», όπως γράφετε στον πρόλογο. Ποια ήταν η ανάγκη να εκδοθούν όλα μαζί;
«Αυτό το βιβλίο το αγαπάω ιδιαίτερα. Γιατί είναι 40 χρόνια δουλειάς μου, επαφής μου, έρευνας, μελέτης, διδασκαλίας με τη γλώσσα και έχω επιλέξει 180 κείμενα να μείνουν ως παρακαταθήκη για τις απόψεις μου, και αυτό θέλω να περάσω στον κόσμο μέσα από αυτό το βιβλίο. Δηλαδή, θέλω να μεταδώσω – το λέω καθαρά – το πάθος μου για τη γλώσσα, θέλω να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο ώστε να προβληματιστεί για τα θέματα της γλώσσας και να τον πείσω ότι η γλώσσα πάνω από όλα είναι αξία. Είναι ο πολιτισμός μου, είναι η ιστορία μου, είναι η σκέψη μου, είναι η ταυτότητά μου. Δεν είναι, επομένως, ένα απλό εργαλείο. Είναι αυτό που μας χαρακτηρίζει και μας σφραγίζει ως χώρα, ως λαό, ως πολιτισμό».
Είναι σημαντική η προσφορά του «Βήματος» γιατί το βιβλίο αυτό θα φτάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι, κάτι που φαντάζομαι αποτελεί και διαχρονικό σας στόχο. Να φέρετε, δηλαδή, τη γλώσσα κοντά στους πολλούς.
«Αυτό το έχω επιδιώξει μονίμως στη ζωή μου. Εβγαλα τη γλωσσολογία από το εργαστήριο και το γραφείο. Πέρασα στον κόσμο μέσα από την τηλεόραση, από το ραδιόφωνο, από τον Τύπο, με τα βιβλία μου, με τα δέκα λεξικά μου. Θέλησα δηλαδή να πλησιάσω τον κόσμο για κάτι που αποτελεί ένα μόνιμο χαρακτηριστικό για όλους τους ανθρώπους. Τη γλώσσα, την ομιλία και η γραφή. Γιατί; Γιατί η γλώσσα – δεν θα κουραστώ να το λέω – είναι η σκέψη μου και κατ’ επέκτασιν ο κόσμος μου. Το είπε ο Βίτγκενσταϊν. Η γλώσσα μου είναι ο κόσμος μου. Πάντοτε μιλάω για αυτή την τριαδικότητα, για αυτό το τρίπτυχο. Η γλώσσα υπάρχει για να δηλώνουμε τη σκέψη. Από το ζεύγος «γλώσσα-σκέψη» περνάμε στον κόσμο που μας περιβάλλει και τον καταλαβαίνουμε καλύτερα μέσα από τις έννοιες της νόησης και τις λέξεις της γλώσσας».
«Οταν έχεις έναν Πλάτωνα, έναν Αριστοτέλη, έναν Ομηρο, έναν Αισχύλο, έναν Θουκυδίδη, έναν Πλούταρχο, όταν έχεις όλους αυτούς, δεν έχεις απλώς μια προαγωγή του πολιτισμού και της καλλιέργειας του νου των ανθρώπων. Εχεις μαζί και μια καλλιέργεια της γλώσσας γιατί όλα αυτά πρέπει να εκφραστούν γλωσσικά»
Το να χειρίζεται ωστόσο κάποιος με ευχέρεια και επάρκεια τη μητρική του γλώσσα δεν είναι αυτονόητο, ούτε έχει να κάνει μόνο με το ταλέντο. Προϋποθέτει πολλή δουλειά.
«Πάρα πολλή δουλειά. Τίποτα δεν είναι εύκολο στη γλώσσα, χωρίς από την άλλη μεριά να είναι ακατόρθωτο. Δηλαδή σε όλη μας τη ζωή, από τότε που θα γεννηθούμε μέχρι την ώρα που φεύγουμε από αυτόν τον κόσμο, αυτό που κάνουμε σε σχέση με τη γλώσσα είναι μια προσπάθεια να εκφραστούμε όσο γίνεται πιο εύκολα, πιο καλά, πιο σωστά με μεγαλύτερη ακρίβεια, γιατί η γλώσσα, θα το πω αυτό καθαρά, είναι έργο ζωής. Δεν είναι υπόθεση κάποιων ετών στο σχολείο, ή κάποιων άλλων σε πανεπιστήμιο ή κάποιων άλλων στη ζωή. Είναι από τη γέννησή μας μέχρι την έξοδο από αυτόν τον κόσμο. Κατ’ εξοχήν έργο ζωής».
Στο βιβλίο εκφράζετε μια συγκρατημένη αισιοδοξία ότι η γλώσσα μας – παρά τις όποιες «κακοποιήσεις» υφίσταται – βρίσκεται στον σωστό δρόμο και βελτιώνεται διαρκώς. Θέλετε να μας το αναλύσετε;
«Θέλω να δηλώσω ότι τα πράγματα με το επίπεδο της γλώσσας δεν είναι τέτοια που να μας προκαλούν μια απογοήτευση. Ναι, υπάρχουν προβλήματα. Ναι, υπάρχει ένα πρόβλημα ποιότητας στη γλώσσα. Αλλά, ούτε αγλωσσία υπάρχει ούτε οι άνθρωποι περιορίζονται στη χρήση 100 λέξεων. Ολα αυτά είναι στη φαντασία μας. Στην πράξη δεν υπάρχει ομιλητής που δεν χρησιμοποιεί κάποιες χιλιάδες λέξεις – οποιοσδήποτε ομιλητής. Επομένως, αυτό που λέω πάντοτε είναι ότι πρέπει να υπάρχει ευαισθητοποίηση των ομιλητών στη γλώσσα, για καλύτερα ελληνικά. Αλλά η γλώσσα μας και πλούσια είναι και έχει και μια πορεία που μας εξασφαλίζει τη δυνατότητα να εκφραζόμαστε για όλα τα θέματα με σχετική ευκολία και δεν είναι σε ένα επίπεδο που πρέπει να θρηνούμε».
Συνεπώς, τι χρειάζεται από μέρους μας;
«Χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή. Μια προσοχή που πρέπει να ξεκινάει από τη σχολική εκπαίδευση. Εκεί ξεκινάμε και αποκτούμε συνείδηση της λειτουργίας της γλώσσας, αλλά και μια σχέση μας με τη γλώσσα που να μην παύει ποτέ. Το διάβασμα βιβλίων, η προσεκτική ακρόαση ομιλιών, η σχέση μας με το Διαδίκτυο – την έχουμε δαιμονοποιήσει ότι είναι ο όλεθρος της γλώσσας. Δεν είναι έτσι. Είναι όλεθρος, αν εγκαταλείψουμε όλα τα άλλα. Μέσα στο Διαδίκτυο μπορώ να βρω άριστα κείμενα, μπορώ να βρω δηλαδή υλικό που να εμπλουτίσει τη γνώση μου της γλώσσας. Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι η σχέση μας με το Διαδίκτυο να είναι δημιουργική εκ μέρους μας και να μη γίνουμε δούλοι οποιουδήποτε υλικού που μας προσφέρεται».
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί ισχυρίζονται ότι τα ελληνικά κινδυνεύουν από τον καταιγισμό των νεολογισμών, επί το πλείστον τεχνολογικών, που έχουν εισβάλει στη γλώσσα. Πιστεύετε ότι οι νέοι σήμερα χρησιμοποιούν σωστά την ελληνική γλώσσα; Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα από τους νεολογισμούς;
«Οι νεολογισμοί σε κάθε γλώσσα είναι απαραίτητοι γιατί είναι ο εκσυγχρονισμός της γλώσσας. Οταν δημιουργούνται νέα τεχνολογικά ευρήματα, εφευρέσεις, μέσα, όταν υπάρχουν νέες ιδέες, όταν ο πολιτισμός προάγεται, χρειαζόμαστε λέξεις να τον εκφράσουμε. Αρα, δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς τους νεολογισμούς. Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι να μην υιοθετούμε άκριτα, εύκολα, οτιδήποτε ακούμε ως ξενισμό και να τον μεταφέρουμε στην ελληνική γλώσσα. Ούτε το να αποφύγουμε τελείως τις ξένες λέξεις είναι σωστό. Ούτε όμως και να αποδεχόμαστε στίφη ξένων λέξεων και να πρέπει να ξέρω αγγλικά ή γαλλικά ή κάποια άλλη γλώσσα για να μιλήσω καλά ελληνικά. Ο Ελληνας στον Ελληνα πρέπει να μιλάει ελληνικά και θα ήθελα να πω μέσα από την καρδιά μου και τη γνώση που έχω της γλώσσας ότι για τα ελληνικά αυτό είναι και εύκολο και δυνατό. Γιατί αξιώθηκε η ελληνική γλώσσα να έχει μια μοναδική καλλιέργεια. Οταν έχεις έναν Πλάτωνα, έναν Αριστοτέλη, έναν Ομηρο, έναν Αισχύλο, έναν Θουκυδίδη, έναν Πλούταρχο, όταν έχεις όλους αυτούς, δεν έχεις απλώς μια προαγωγή του πολιτισμού και της καλλιέργειας του νου των ανθρώπων. Εχεις μαζί και μια καλλιέργεια της γλώσσας γιατί όλα αυτά πρέπει να εκφραστούν γλωσσικά. Ετσι, ευτυχήσαμε να έχουμε μια πολύ καλλιεργημένη γλώσσα γιατί ευτυχήσαμε να έχουμε τα πιο δυνατά μυαλά που έχουν περάσει στον κόσμο. Αυτή την κληρονομιά, αυτό το κεφάλαιο είναι που πρέπει να αξιοποιούμε. Γι’ αυτό η σχέση μας με τη γλώσσα πρέπει να είναι και διαχρονική. Δηλαδή, ο αρχαίος λόγος είναι ένα σημείο αναφοράς. Γιατί; Γιατί η ελληνική γλώσσα έχει ένα χαρακτηριστικό. Τη συνέχεια. Συνέχεια 40 αιώνων. Ουδέποτε έπαψε να ομιλείται επί 40 αιώνες και να γράφεται επί 35 αιώνες, αν λάβουμε υπόψη τη Γραμμική Β΄, ή αν λάβουμε υπόψη τη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου επί 28 αιώνες. Ολα αυτά δεν είναι συνηθισμένα. Δημιουργούν μιαν άλλη σχέση του Ελληνα με τη γλώσσα του. Με τον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Αυτό θέλει πολλή δουλειά, θέλει ευαισθησία, θέλει οργάνωση και εκ μέρους της πολιτείας στην εκπαίδευση, από εμάς στα πανεπιστήμια, αλλά και ατομικά, ο καθένας μας, πρέπει να επενδύει στη γλώσσα. Γιατί κάθε επένδυση στη γλώσσα, το λέω, είναι επένδυση στην ποιότητα της σκέψης και στην ποιότητα να βλέπουμε τον κόσμο μας».
Ενας μεγάλος γάλλος γλωσσολόγος του περασμένου αιώνα, ο καθηγητής της Σορβόνης Ζοζέφ Βαντριές, είχε πει για τα ελληνικά ότι «ουδέποτε σφυρηλατήθηκε ωραιότερο εργαλείο για να εκφραστεί η ανθρώπινη σκέψη». Πόσο δυνατή είναι τελικά η ελληνική γλώσσα;
«Ο περίφημος Βαντριές, ένας από τους μεγαλύτερους γλωσσολόγους που έχουν περάσει, είπε αυτό που είναι μια αλήθεια και μια πραγματικότητα. Οτι, δηλαδή, η ελληνική γλώσσα γνώρισε μια καλλιέργεια και απέκτησε μια δύναμη δηλωτική, εκφραστική, που είναι σπάνια, ακριβώς γιατί αξιώθηκε να ομιληθεί και να γραφεί από αυτά τα μεγάλα πνεύματα. Αυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική και που είναι η προίκα μας, αλλά και μια κατάκτηση μεγάλη, είναι το ελληνικό αλφάβητο. Ο ελληνικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός του γραπτού λόγου. Ο πολιτισμός μας είναι τα κείμενά μας. Ο κόσμος μας έμαθε μέσα από τα κείμενά μας, από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ομηρο. Αλλά τα κείμενά μας δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν, να αποτυπωθούν, να διασωθούν, να διαδοθούν, χωρίς ένα πολύ εύκολο, οικονομικό – δημοκρατικό, το λέω εγώ – αλφάβητο. Ευτυχήσαμε να έχουμε αυτό το αλφάβητο και μέσα από αυτό καταγράφηκε η ελληνική σκέψη, ο ελληνικός πολιτισμός. Και δεν έχουμε παρά αυτό τον πολιτισμό, αυτή τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας να την πλησιάζουμε με σεβασμό, με αγάπη, με ευαισθησία και με υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μας και σε αυτή τη χώρα της οποίας είμαστε πολίτες».
«Χρειάζεται πάντοτε να είσαι προσεκτικός ομιλητής»
Κάτι που χαρακτηρίζει τα γραπτά σας κείμενα και τον προφορικό σας λόγο είναι η απόδοση επιστημονικών εννοιών με απόλυτα εύληπτο τρόπο. Πόσο δύσκολο είναι κανείς να μιλάει και να γράφει με απλότητα;
«Είναι κάπως δύσκολο. Δεν θα το πω εξαιρετικά δύσκολο. Λίγο δύσκολο. Χρειάζεται πάντοτε – αυτό που λέω – να είσαι προσεκτικός ομιλητής. Oχι σοφός. Oχι λογιότατος. Αλλά να είσαι ο ευαίσθητος ομιλητής που θα προσέξει πώς θα πει έναν όρο, μια λέξη για να έχει δηλωτικότητα, να έχει ευστοχία και κυρίως να αποκαλύπτει τη σκέψη του. Γιατί υπάρχει η γλώσσα; Η γλώσσα είναι η αποκάλυψη, η δήλωση της σκέψης μας και η επικοινωνία. Είναι συνάντηση ανθρώπου με άνθρωπο με σκοπό να αποκαλύψω αυτά που σκέπτομαι και να ερμηνεύσω σωστά αυτά που ακούω. Oλα αυτά λοιπόν για να γίνουν χρειάζονται έναν προσεκτικό, ευαίσθητο ομιλητή που θα διαβάσει και τα βιβλία του, θα προσέχει και πώς θα γράψει και γενικά θα έχει μια ευαισθησία στη γλώσσα».
«Ιδανικό για μαθητές και εκπαιδευτικούς»
Ποια είναι η διάρθρωση του βιβλίου «Η γλώσσα μας»;
«Ολο το υλικό σε αυτό το βιβλίο περνάει μέσα από 13 θεματικές ενότητες. Μιλάω για βασικές έννοιες λειτουργίας της γλώσσας, για σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της γλώσσας, για τη γοητεία της ετυμολογίας, τη μαγεία της γραμματικής, για τη σχέση της ελληνικής με τη θρησκεία, τον πολιτισμό, τη διδασκαλία της γλώσσας, την πολιτική και πάνω από όλα για τη λογοτεχνία. Θεωρώ αυτό το βιβλίο ιδανικό για μαθητές, για εκπαιδευτικούς και για όποιον θέλει να μπει σε αυτόν τον μαγικό κόσμο της γλώσσας και της γλωσσολογίας χωρίς προαπαιτούμενες γνώσεις γιατί αυτό είναι θεμελιώδες».