Η Ελληνική Δημοκρατία, προεδρευόμενη και κοινοβουλευτική, όπως ορίζει το Σύνταγμα, διαθέτει τη θεσμική ισχύ και την πολιτική αυτοπεποίθηση που της επιτρέπει να είναι μεγάθυμη και συμπεριληπτική. Η ιστορική μνήμη είναι προϋπόθεση του μέλλοντος. Αυτό όμως αφορά μια μνήμη που τροφοδοτείται από την ιστορική διερεύνηση και γνώση. Το κατά βάθος ζητούμενο είναι μια εθνική αναστοχαστική ενότητα.
Διαβάστε επίσης:
- Τρία χρόνια και δέκα μήνες – Του Γιάννη Πρετεντέρη
- Το δημοψήφισμα του 1974 – Του Αντώνη Κλάψη
- Τι φοβάται η δημοκρατία; – Του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη
- Η υπέρβαση της μοναρχίας στην Ελλάδα – Του Σωτήρη Ριζά
- Η ανεύρετη εθνική ενότητα – Του Βασίλη Παναγιωτόπουλου
- Το τέλος του «βασιλέως» και το πολιτισμικό φαντασιακό μας – Της Ιωάννας Λαλιώτου
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου μάς υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι πλησιάζουμε στην επέτειο των πενήντα ετών από τη Μεταπολίτευση του 1974 (συμπεριλαμβανομένου προφανώς του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου) με αυτόν απόντα. Η συμμετοχή του στην Ιστορία της περιόδου αυτής συνίσταται ουσιαστικά στην αποδοχή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και της πολιτειακής μεταβολής που συντελέστηκε. Η απόφαση της δικτατορίας να μεταβάλει την πολιτειακή μορφή μιας εικονικής δημοκρατίας καταργώντας τη βασιλεία τέθηκε υπό την κρίση του ελληνικού λαού υπό συνθήκες δημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας που διαμόρφωνε, με προσεκτικά, εν τέλει υποδειγματικά βήματα, τα οριστικά και στέρεα θεσμικά υλικά της.
Ο συσχετισμός των ψήφων στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 έχει ενσωματωθεί, ως συνταγματική απόφαση, στα θεμέλια της Ελληνικής Δημοκρατίας σε ποσοστό 100%.
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου επήλθε – έτσι τα έφερε η κοινή ανθρώπινη μοίρα – μέσα στην περίοδο των αλλεπάλληλων μεγάλων επετείων: των διακοσίων ετών από την έναρξη της Επανάστασης της Ανεξαρτησίας, των εκατό ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη Συνθήκη της Λωζάννης και την άφιξη των προσφύγων, των πενήντα ετών από την πτώση της δικτατορίας.
Ο Κωνσταντίνος ως πρόσωπο διετέλεσε σε όλη του τη ζωή αιχμάλωτος των συμβολισμών της οικογενειακής του καταγωγής και του θεσμικού του ρόλου κατά τη συνταγματική τάξη που καταλύθηκε στις 21 Απριλίου 1967. Τα κρίσιμα ιστορικά επεισόδια, όπως η αποστασία, η ορκωμοσία της πρώτης δικτατορικής κυβέρνησης, το λεγόμενο βασιλικό κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967, έχουν κατά κόρον αναλυθεί και ο ίδιος έχει παρουσιάσει την αφήγησή του.
Σημασία έχει να συζητήσουμε γύρω από ένα συνολικό ερμηνευτικό σχήμα για τη θέση της μοναρχίας στην Ελλάδα, ακριβέστερα στη διαμόρφωση της καμπύλης της Ιστορίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η επέτειος του 2021 μας βοήθησε, νομίζω, να δούμε πώς η μετάβαση από τα δημοκρατικά αλλά «διαπραγματεύσιμα» Συντάγματα του Αγώνα στην περίοδο Καποδίστρια και αμέσως μετά στην εισαγωγή της μοναρχίας λειτούργησε, εντός του τότε διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, ως προϋπόθεση για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους και τη διαμόρφωση μιας αρχικής, ανεπαρκούς αλλά υποστατής, επικράτειας.
Η επέτειος του 2022-2023 μας βοηθά, νομίζω, να δούμε ότι η μοναρχία βρίσκεται από το 1912 έως την έκπτωση του 1974 ενώπιον μιας διαρκούς διπλής πρόκλησης. Πρώτον, της πρόκλησης της εναρμόνισής της με τις πολιτικές και κοινοβουλευτικές επιλογές του εκλογικού σώματος από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου έως την εποχή του Γεωργίου Παπανδρέου και, δεύτερον, της πρόκλησης της εναρμόνισής της με τους διεθνείς εταίρους της χώρας (κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο) και τη δυναμική των διεθνών συσχετισμών που διευκολύνουν την επέκταση της επικράτειας και πάντως την «εθνική ολοκλήρωση».
Αυτό το σχήμα λειτούργησε, νομίζω, όλα αυτά τα 200, για την ακρίβεια τα 150 χρόνια, μέχρι το 1974 και υπό το βάρος αυτού του σχήματος κατέρρευσε ο ιστορικός και εν τέλει ο θεσμικός λόγος ύπαρξης της βασιλείας στην Ελλάδα. Στη διαδρομή αυτή ενσωματώνονται και η δυναστική μεταβολή από τον Οθωνα στον Γεώργιο Α´ τον 19ο αιώνα και οι περιπέτειες της βασιλείας τον 20ό αιώνα.
Οταν το 1994 εισηγήθηκα τον νόμο 2215/1994 για την απαλλοτρίωση της «βασιλικής περιουσίας» και τη ρύθμιση των θεμάτων ιθαγένειας των μελών της πρώην βασιλικής οικογένειας υπήρχαν ακόμη πολλές «εκκρεμότητες» ως προς τη διαχείριση των συμβόλων και της ιστορικής μνήμης που συνιστά ενεργό πολιτικό μέγεθος. Η επετειακή συζήτηση των τελευταίων μηνών για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη δίκη των έξι δείχνει πόσο ζωντανό πολιτικά είναι το πεδίο της δημόσιας Ιστορίας. Το «σύνδρομο της αποστασίας» ισχυροποιεί τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και κυρίως τoν εκάστοτε πρωθυπουργό υπό την απειλή του ενδεχόμενου να συμβεί αυτό που συνέβη το 1965 με θεσμικό «θύμα» τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το «σύνδρομο της Ζυρίχης / Λονδίνου», που παραπέμπει στις ομώνυμες συνθήκες του 1960 και στην οδυνηρή διαπίστωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι κατηγορήθηκε ως «προδότης», επηρεάζει ακόμη σήμερα, σε καθοριστικό βαθμό, την εσωτερική πολιτική αντίληψη για τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής.
Στο Σολτ Λέικ, στους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2002, είχα την ευκαιρία να συζητήσω με τον Κωνσταντίνο για τις ιστορικές εκκρεμότητες σε κλίμα ευγένειας και αμοιβαίου σεβασμού. Εκτοτε αυτό ήταν το κλίμα όλων των τυχαίων συναντήσεών μας.
Ο νόμος του 1994 κατέστησε οριστικά δημόσια περιουσία το Τατόι, το Μον Ρεπό, το Πολυδένδρι. Ο Κωνσταντίνος θα ταφεί – ορθώς – στο Τατόι, στους «βασιλικούς τάφους», δίπλα στους προγόνους του, φιλοξενούμενος όμως σε δημόσιο κτήμα, ως πρόσωπο αλλά και ως αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής Ιστορίας.
Ο θάνατος και η ταφή του είναι εκ των πραγμάτων μια πράξη ιστορικού αναστοχασμού και πολιτικού και θεσμικού πολιτισμού που επιβεβαιώνει την ισχύ της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ.