Το ταξίδι του στη μουσική ξεκινά από την Κατερίνη. Πιτσιρικάς βρέθηκε στο ωδείο για να μάθει κιθάρα ακολουθώντας τον μεγαλύτερο αδελφό του. Και στη Γ΄ Γυμνασίου ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή. «Ναι, ακόμη θυμάμαι εκείνη την ημέρα» λέει σήμερα ο Δήμος Αναστασιάδης. «Ηταν φανταστικά. Είχαμε φτιάξει μια μπάντα. Εγώ έπαιζα κιθάρα και τραγουδούσα, ένας άλλος φίλος μπάσο και ένας τρίτος φίλος πλήκτρα. Δεν είχα βρει όμως άνθρωπο για τα τύμπανα. Επειδή όμως ήμουν μεγάλο «ψώνιο», μάζευα ευλαβικά το χαρτζιλίκι μου και έκλεισα έναν επαγγελματία μουσικό ώστε να παίξει μαζί μας. Εβλεπες λοιπόν κάτι παιδάκια πάνω στη σκηνή και πίσω τους έναν 40άρη στα ντραμς. Είχε πλάκα το θέαμα» περιγράφει γελώντας.
«Ενα θέλω μπορεί»
Ο ανήσυχος λοιπόν Δήμος Αναστασιάδης. Από το πρώτο άλμπουμ του το 2008 και το τραγούδι «Εσύ», που το ρεφρέν του «Φίλα με, κράτα με και μη φοβηθείς» έκτοτε συνοδεύει διαχρονικά τους χωρισμούς και τις αδιέξοδες σχέσεις μας, εκείνος χαράζει τον προσωπικό του δρόμο στην ελληνική μουσική. Αφορμή για τη συνάντησή μας είναι η κυκλοφορία από την Panik Records του νέου του single με τίτλο «Ενα θέλω μπορεί», σε μουσική δική του και στίχους της Ελεάνας Βραχάλη. Πρόκειται για ένα τραγούδι το οποίο συνοδεύεται και από ένα ιδιαίτερο music video, μέρος του οποίου γυρίστηκε στο Λος Αντζελες υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Παπαδάκου, αλλά και τη συμμετοχή της λιβανοαρμένιας τραγουδίστριας Sarina Cross. Μια σειρά από δυνατές εικόνες το συνθέτουν, θίγοντας φλέγοντα ζητήματα, όπως ο πόλεμος, η μετανάστευση και η γυναικεία χειραφέτηση, με την τελευταία σκηνή να εστιάζει σε μια γυναίκα με μαντίλα που κόβει τα μαλλιά της, σε μια ευθεία αναφορά στις γενναίες γυναίκες του Ιράν. «Θελήσαμε σε αυτό το βίντεο να εστιάσουμε σε αυτόν τον στίχο, στον στίχο «Ενα θέλω μπορεί»» αναφέρει ο Δήμος Αναστασιάδης. «Moλονότι πρόκειται για ένα ερωτικό τραγούδι, αυτή η φράση μπορεί να παραπέμπει σε κοινωνικά θέματα, στη θέληση του ανθρώπου να αψηφά τον θάνατο γιατί δεν μπορεί άλλο να ζει μια ζωή που δεν διάλεξε ποτέ. Οι μεγαλύτερες επαναστάσεις έχουν ξεκινήσει από ένα «θέλω», από έναν έρωτα, όχι απαραίτητα για ένα πρόσωπο, αλλά από έναν ερώτα για τη ζωή, για την ομορφιά, για μια χώρα, για μια θρησκεία, για μια δική σου ανάγκη. Κάπως έτσι η σκέψη μας οδηγήθηκε σε όλες αυτές τις γυναίκες που ρισκάρουν τη ζωή τους για μια καλύτερη ζωή». Η συνεργασία του με την Ελεάνα Βραχάλη φαντάζει πλέον στέρεη, καθώς το τραγούδι αυτό ήρθε μετά την επιτυχία και του προηγούμενου single τους με τίτλο «Σ’ αγαπάω ακόμα». «Η γνωριμία μας έγινε μέσω του Μάριου Παπαδάτου, του πιο στενού μου συνεργάτη» αναφέρει ο Δήμος. «Ηθελα πολύ να γράψουμε μαζί και έτσι ανακάλυψα πέρα από την υπέροχη στιχουργό Βραχάλη και την Ελεάνα, έναν υπερταλαντούχο άνθρωπο με θαυμάσια ψυχή».
Μουσικές αναζητήσεις
Ο ίδιος δεν είναι μόνο τραγουδιστής, σε αρκετές περιπτώσεις συνθέτει ο ίδιος τα τραγούδια του. Αισθάνεται λοιπόν περισσότερο τραγουδοποιός; «Οχι, δεν είμαι τραγουδοποιός, με την έννοια ότι ένας τραγουδοποιός λέει μόνο τα δικά του τραγούδια» ξεκαθαρίζει. «Εγώ έχω βάλει και τραγούδια άλλων στα χείλη μου. Θεωρώ λοιπόν ότι έχω δύο δουλειές. Αυτή του τραγουδιστή και αυτή της σύνθεσης. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα που συναντιούνται κάποια στιγμή. Η σύνθεση απαιτεί απομόνωση, πολλή σκέψη. Είναι ένα ταξίδι με τον εαυτό σου. Ισως σε βλέπει κάποιος απέξω και σκέφτεται «μα τι κάνει αυτός ο τρελός τώρα;»».
Και πού τοποθετεί μουσικά τον εαυτό του; «Ξεκίνησα από πολύ έντεχνα στρώματα» εξηγεί. «Γιατί ξεκίνησα από εκεί είναι μια ολόκληρη συζήτηση που θα μας πάρει ώρες. Ας θεωρήσουμε λοιπόν ότι αυτή ήταν η βάση μου. Στην αρχή της καριέρας μου φοβόμουν παρά πολλά πράγματα. Ξέρετε, καμιά φορά το έντεχνο μπορεί να γίνει και μια ωραία κρυψώνα. Στην πορεία μου όμως κατάλαβα ότι υπάρχει μέσα μου και ένα πιο λαϊκό κομμάτι, γιατί και ως άνθρωπος, αν θέλετε, λαϊκό παιδί είμαι, δηλαδή οι φίλοι μου, οι συναναστροφές μου δεν προέρχονται από τον χώρο του έντεχνου. Οπότε δουλεύοντας κάποια στιγμή ένιωσα ότι αυτό το πιο λαϊκό μου κομμάτι το είχα θάψει. Θέλησα να βγει στην επιφάνεια και έτσι η μουσική που ξεκίνησα να φτιάχνω άρχισε να παίρνει μια πνοή πιο εμπορική, πιο λαϊκή. Ταυτόχρονα όμως και σε αυτό το νέο τραγούδι μου, το «Eνα θέλω μπορεί», κάποιος θα δει και τις πιο έντεχνες επιρροές μου, γιατί αποτελούν και αυτές κομμάτι του εαυτού μου. Νομίζω τελικά έδωσα τον δικό μου αγώνα και τη δική μου μάχη για να βρω τη μουσική μου ταυτότητα: ένα λαϊκό τραγούδι, όχι βαρύ, με στοιχεία από ροκ αλλά και ποπ – ποπ με την έννοια του mainstream, του εμπορικού – που με έναν τρόπο κλείνει και το μάτι στο έντεχνο».
Σήμερα το ελληνικό τραγούδι βρίσκεται σε καλό δρόμο; «Οχι» απαντά. «Και αυτό συμβαίνει επειδή έχουν εκλείψει οι συνθέτες και οι στιχουργοί, θέλω να πω δηλαδή ότι οι ενεργοί συνθέτες και στιχουργοί είναι πλέον λίγοι, γιατί οι αμοιβές τους δεν είναι αυτές που πρέπει. Τι συμβαίνει λοιπόν; Αναγκαστικά δημιουργούνται τραγουδιστές που γράφουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους, τα οποία είτε σε ποιότητα είτε ποσότητα – και δεν βγάζω τον εαυτό μου απέξω – ίσως να στέκονται ένα βήμα πιο πίσω από αυτά ενός καθαρά συνθέτη. Την ίδια στιγμή δημιουργούνται και συνθέτες οι οποίοι τραγουδούν μόνοι τους τα τραγούδια τους, οπότε το ερμηνευτικό κομμάτι μπορεί και να υστερεί. Σε καμία περίπτωση δεν λέω ότι δεν έχουμε καλά τραγούδια σήμερα, αλλά ίσως προχωράμε με πιο αργούς ρυθμούς. Δηλαδή σκεφτείτε παλιά, παραδείγματος χάριν, υπήρχε ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Λοΐζος, ο Τσιτσάνης, ο Πλέσσας και σε μία δεκαετία μπορούσαν να γεννηθούν μαζί δεκάδες αριστουργήματα. Πλέον γράφεται ένα ωραίο τραγούδι ανά δεκαετία».
Τα πρώτα βήματα
Το πρώτο τραγούδι που θυμάται τον εαυτό του να ερμηνεύει ήταν το «Να μ’ αγαπάς» του Παύλου Σιδηρόπουλου. «Και το πρώτο τραγούδι που έγραψα ήταν το «Aν μ’ αγαπάς». Τώρα που το λέμε συνειδητοποιώ αυτή τη σύμπτωση» αναφέρει. Οπως εξηγεί, ο δρόμος του στη μουσική δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. «Αντίθετα, με θυμάμαι για παράδειγμα να πηγαίνω σε δύο οντισιόν στη μουσική σκηνή Σταυρός του Νότου και να με απορρίπτουν. Αλλά δεν το έβαζα κάτω».
Και το μουσικό talent show «Dream Show» πώς μπήκε στη ζωή του; «Σπούδαζα Βιομηχανικό Σχεδιασμό στην Κοζάνη. Κάποια στιγμή βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη. Ο αδελφός μου μού ζήτησε να κάνουμε μια δουλειά για τον πατέρα μας. Ημουν, θυμάμαι, ντυμένος εντελώς χύμα, με τις παντόφλες που λέμε, και εκείνος με πηγαίνει στο ξενοδοχείο Caravan. Του λέω «Πού πάμε; Εγώ νόμιζα θα ξεφορτώσουμε καλώδια και εσύ με έφερες εδώ;». Μπαίνουμε στο ξενοδοχείο. Βλέπω πολύ κόσμο μαζεμένο. Γινόταν η οντισιόν για το «Dream Show». Ημουν εντελώς απροετοίμαστος, αλλά «μια που με έφερε, ας δοκιμάσω» σκέφτηκα. Περνάω την πρώτη οντισιόν, περνάω και τη δεύτερη. Ούτε κατάλαβα πώς μπήκα στο παιχνίδι. Δεν διέθετα καμία εμπειρία. Να σκεφτείς στο «Dream Show» έδωσα το πρώτο μου επαγγελματικό live. Δεν είχα τραγουδήσει πουθενά επαγγελματικά προηγουμένως. Δεν είχα κανένα ρεπερτόριο, συν ότι όλα τα τραγούδια που τραγουδούσα εγώ ήταν εντελώς αντιεμπορικά, δεν τα γνώριζε κανείς».
Και έπειτα; «Για την παραμονή μας στο παιχνίδι πληρωνόμασταν. Είχα συγκεντρώσει λοιπόν ένα ποσό. Οταν βγήκα από το παιχνίδι πήγα ξανά στον Σταυρό του Νότου. Hταν ο διακαής μου πόθος. Με απέρριψαν ξανά. Και θυμάμαι ένα βράδυ Παρασκευής πιάνω τον ιδιοκτήτη και του λέω «Μιχάλη, σε παρακαλώ, βάλε με να τραγουδήσω. Σε ικετεύω, έστω μια φορά, να πω κάτι στον πατέρα μου, γιατί θέλει να γυρίσω στα καπνά, στο χωράφι». Kαι όντως μού έδωσε μια ευκαιρία. Τραγούδησα το «Πώς μπορώ» του Γιάννη Κότσιρα. Ο κόσμος από κάτω ενθουσιάστηκε και ο Μιχάλης μού πρότεινε ύστερα να δουλέψω κανονικά. Ηταν πενθήμερο θυμάμαι. Δούλευα Τετάρτη έως Κυριακή. Επαιρνα κάπου 75 ευρώ το βράδυ. Με αυτά τα χρήματα που συγκέντρωσα, συν τα χρήματα από το «Dream Show» και τη βοήθεια του πατέρα μου έκανα τον πρώτο μου δίσκο. Το κομμάτι μου «Eσύ» έκανε επιτυχία και έτσι δεν χρειάστηκε να κάνω άλλο «παραμεθόριο»» λέει γελώντας.
Θα επέστρεφε άραγε σε ένα talent show σήμερα με τον ιδιότητα του κριτή; «Μου είχε γίνει μία πρόταση, αλλά δεν ευδοκίμησε τελικά» απαντά. «Σαν να το φοβάμαι και εγώ. Σαν να προκαλώ να μη συμβεί. Δεν ξέρω αν το θέλω. Βέβαια, ποτέ μη λες ποτέ. Πάντως ακόμη και στο «Voice» που ήμουν σαν βοηθός του Μιχάλη Κουινέλη και ο ρόλος μου ήταν μικρός, ήρθαν στο μυαλό μου δύσκολες μνήμες, δεν εννοώ απαραίτητα προσωπικές. Θέλω να πω, αυτά τα παιδιά τα νοιάζομαι πολύ. Πώς να κόψεις το όνειρο ενός παιδιού; Πώς μπορείς να προβλέψεις το μέλλον του άλλου από μια στιγμή; Εγώ πήγα σε τρεις οντισιόν και με απέρριψαν. Σίγουρα μπορείς να δεις αν ο άλλος έχει ταλέντο, αν διαθέτει καλή φωνή, αλλά την εξέλιξή του δεν μπορείς να την προβλέψεις. Γιατί έχουμε δει τραγουδιστές που δεν ξεκινούν ίσως τόσο δυνατά και τελικά εξελίσσονται σε πολύ καλούς ερμηνευτές και την ίδια στιγμή έχουμε δει και το αντίθετο: ανθρώπους που κάνουν μια πολύ μεγάλη επιτυχία και ύστερα εξαφανίζονται».
Κεφάλαιο πατρότητα
Ο ίδιος απέκτησε πριν από σχεδόν τέσσερα χρόνια το πρώτο του παιδί με τη σύντροφο του, την ηθοποιό Τζένη Θεωνά. «Η πατρότητα είναι μια εντελώς νέα σελίδα. Ενα νέο βιβλίο, θα έλεγα. Αλλαξαν πάρα πολλά στην καθημερινότητά μου και στον χαρακτήρα μου. Πρώτον μαθαίνεις ένα άλλο είδος αγάπης. Μέχρι τώρα αγαπούσες τη μάνα σου, τον πατέρα σου, τη γυναίκα σου, τον σκύλο σου, τον φίλο σου. Η αγάπη προς το παιδί σου είναι μια διαφορετική αγάπη. Παίρνει μια άλλη διάσταση η ευθύνη, ακόμα και ο χρόνος πολλαπλασιάζεται. Μαθαίνεις να αξιοποιείς τον χρόνο σου πολύ καλύτερα. Πράγματα που είναι μικρά, που είναι περιττά, ακόμα και αν σε ευχαριστούν, δεν θα τα κάνεις. Η προτεραιότητα είναι άλλη». Με τον γιο του, όπως ομολογεί, δεν τραγουδάνε μαζί. «Γενικά δεν του αρέσει πολύ. Επειδή θέλει πάντα να βγαίνει νικητής, όταν έρχεται σε κάτι δεύτερος, δεν το αγγίζει» λέει γελώντας. Ο ίδιος αυτό το διάστημα, μετά από επτά μήνες στη Θεσσαλονίκη, εμφανίζεται κάθε Παρασκευή στο Voodoo Club, ενώ τα Σάββατα του Μαρτίου θα τον βρουν στο Τheama Venue στη Λεμεσό της Κύπρου. Στο βάθος υπάρχει η καλοκαιρινή περιοδεία και φυσικά νέα τραγούδια. Ο Δήμος Αναστασιάδης δεν μοιάζει να εφησυχάζει.