Η εσωτερική εξισορρόπηση ενός αναθεωρητικού κράτους, εν προκειμένω της Τουρκίας, κοστίζει. Οι αμυντικές δαπάνες είναι το ετήσιο ασφάλιστρο που καταβάλλει η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει έναν επιθετικό γείτονα. Είναι το κόστος παραγωγής της αξιόπιστης αποτροπής που υποχρεούται να προβάλλει δεδομένου του τουρκικού αναθεωρητισμού που έργω και λόγω αμφισβητεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα εσχάτως και κυριαρχία. Κατά μέσο όρο, την περίοδο 2000-21 οι ελληνικές αμυντικές δαπάνες ανήλθαν στο 2,8% του ΑΕΠ ετησίως. Ηταν οι υψηλότερες μεταξύ των μελών της ΕΕ. Ο αντίστοιχος μέσος όρος για το σύνολο της ΕΕ ήταν 1,5%. Για όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο ανήλθαν στο 3,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο σε σχέση με το 1,9% της ΕΕ15.
Η ελληνοτουρκική κρίση του 2020 λειτούργησε αφυπνιστικά. Ανέδειξε την επιτακτική ανάγκη της ενίσχυσης της αμυντικής θωράκισης και της κάλυψης σημαντικών κενών που είχαν δημιουργηθεί από μία παρατεταμένη εξοπλιστική απραξία. Τα μαχητικά Rafale και οι 3 (+1) φρεγάτες κλάσης «Κίμων» είναι οι πιο εμβληματικές προμήθειες που εσπευσμένα δρομολογήθηκαν. Ως αποτέλεσμα των εξοπλισμών που πυροδότησε η κρίση του 2020, οι συνολικές αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 46% το 2021. Ηταν η μεγαλύτερη αύξηση των ελληνικών αμυντικών δαπανών σε όλη τη Μεταπολίτευση. Ως μέτρο σύγκρισης, η αντίστοιχη αύξηση το 1975, ένα έτος μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν 28,6%. Πολλαπλάσια μεγαλύτερη ήταν η αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του NATO και του SIPRI, κατέγραψαν αύξηση της τάξεως του 408%. Το μερίδιό τους στο σύνολο των αμυντικών δαπανών αυξήθηκε από 10,7% το 2020 σε 37,2% το 2021 ενώ για το 2022 η προσωρινή εκτίμηση του ΝΑΤΟ το υπολογίζει στο 45,3%.
«…Θα ήτο εσχάτη αφέλεια να πιστεύση κανείς ότι ημπορεί να υπάρξει κράτος ανεξάρτητον, χωρίς να διαθέτη ανάλογον και καλώς οργανωμένην στρατιωτικήν δύναμιν…» αναφέρει σε ομιλίες του προς αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων το 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι καταδικασμένες από τη γεωγραφία να είναι ανταγωνιστικές δυνάμεις. Ασχέτως των διακυμάνσεων στις πολυκύμαντες σχέσεις τους, είναι και θα παραμείνουν στρατηγικοί ανταγωνιστές. Ο πρόσφατος εξοπλιστικός οργασμός αναδεικνύει και επιβεβαιώνει μία σημαντική αδυναμία. Την απουσία μίας μακρόπνοης εξοπλιστικής πολιτικής. Εξοπλιστικά η Ελλάδα αφυπνίζεται μετά από κάθε μεγάλη στρατιωτική κρίση που υπογραμμίζει με εμφατικό τρόπο τη σπουδαιότητα της στρατιωτικής αποτροπής. Η απουσία ενός μακροχρόνιου εξοπλιστικού σχεδιασμού και προγραμματισμού αφενός αυξάνει το κόστος της εθνικής άμυνας – απουσία οικονομίων κλίμακας, κατάτμηση προμηθειών, πολυτυπία -, αφετέρου δυσχεραίνει την ουσιαστική σύζευξη των αμυντικών αναγκών με την εγχώρια παραγωγική βάση που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πτερνιστήρας που επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη. Δυστυχώς, ο μακροχρόνιος προγραμματισμός και σχεδιασμός, όχι μόνο στους εξοπλισμούς, παραμένει είδος εν ανεπαρκεία στην Ελλάδα.
Ο κ. Χρήστος Κόλλιας είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.