Εξέπληξε πολλούς ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης επικαλούμενος, από το βήμα της εφετινής ΔΕΘ, τον φιλόσοφο Κώστα Αξελό (1924-2010). Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έκλεισε την ομιλία του με μια αναφορά στη «Μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας» (μετάφραση Κατερίνα Δασκαλάκη, εκδόσεις Νεφέλη, 2010), ένα σύντομο αλλά πυκνό σε ιδέες κείμενο που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1954, στο γαλλικό περιοδικό «Esprit», όταν ο αριστερός στοχαστής Κώστας Αξελός ήταν τριάντα ετών, εργαζόταν ακόμα στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών του Παρισιού και, ασφαλώς, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στα ελληνικά το ίδιο κείμενο δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1978 στο περιοδικό «Εποπτεία». Η καθυστέρηση αυτή, για πολλούς ευνόητους λόγους, δεν προκαλεί την έκπληξη. Ωστόσο παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον ο τίτλος με τον οποίο εμφανίστηκε στη γλώσσα μας αυτό το πόνημα, ο οποίος ήταν «Ο εμφύλιος πόλεμος της Ελλάδας». Συναισθανόμαστε όλοι τη δυσοίωνη διορατικότητα του τίτλου, ειδικά από τη στιγμή που, κατά τα τελευταία χρόνια της κρίσης, παρακολουθήσαμε την επαναφορά της γλώσσας της δεκαετίας του 1940 στον δημόσιο διάλογο. Ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προκειμένου να περιγράψει το δικό του μετεκλογικό όραμα για την επανεκκίνηση της χώρας, επέλεξε να αναπαραγάγει την εξής φράση: «Είναι μια χώρα εξαίσιας ωραιότητας… που συνθέτει ένα σύνολο με ανήκουστες δυνατότητες που δεν περιμένουν παρά την εκπλήρωσή τους». Η φράση προέρχεται, πράγματι, από ένα κομμάτι του κειμένου όπου ο διανοητής αναγνωρίζει πως «η Ελλάδα μας εμφανίζει και θετικές επίσης πλευρές». Τα κομμάτια αυτά δεν πλειοψηφούν στην ανάλυσή του, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι υπαρκτά. Κατά τα λοιπά, ο Κώστας Αξελός ακτινογραφεί τις αδιατάρακτες και αμετακίνητες, θα έλεγε κανείς, παθογένειες της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Η κριτική του σφοδρότητα είναι ακριβοδίκαιη και ασφαλώς παραμένει συντριπτικά επίκαιρη, όπως αποδεικνύουν τα αποσπάσματα που ακολουθούν και τα οποία δίνουν μια εικόνα της σκέψης και των στοχασμών του. Μάλιστα από την Εστία αναμένεται σύντομα, και για πρώτη φορά στα ελληνικά, το μείζον έργο του «Το παιχνίδι του κόσμου» (1969, 1994) που επανεκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2018 στη Γαλλία από τις Éditions Les Belles Lettres, collection «encre-marine».
«Οι Νεοέλληνες συλλογίζονται μεν, αλλά δεν σκέπτονται»
Η νεωτερική Ελλάδα είναι κάτι παραπάνω από ένα μουσείο και κάτι παραπάνω από μια χώρα απλώς γραφική. Είναι, όμως, και κάτι λιγότερο από μια όντως νεωτερική πραγματικότητα […] Είναι, λοιπόν, νεωτερική η Ελλάδα; Η αυτοσυνείδηση των Νεοελλήνων επιτελεί ένα πρώτο βήμα δεδομένου ότι ονομάζει τον εαυτό της, αλλά η προσπάθειά της σταματάει εκεί. Η αυτοσυνείδηση αυτή συγκροτείται βέβαια από διαταραγμένες αναπαραστάσεις σχετικά με το πεπρωμένο της αλλά, παραμένοντας μες στη διαταραχή αυτή, απιστεί απέναντι στη διάνοια της ίδιας της γλώσσας της, η οποία ονομάζει λόγον την ομιλία και τη σκέψη – αυτό που μεταμορφώθηκε σε ratio.
Η διάνοια της Ελλάδας συνίσταται στην εναρμόνιση της σκιάς και του φωτός. Αλλά ο διάλογος των Νεοελλήνων με την αυτο-συνείδηση είναι δύσκολο να επιχειρηθεί· […] Μπορεί η σύγχρονη Ελλάδα να «τρέφεται» με τη δυτική σκέψη, αλλά προσπαθεί απεγνωσμένα να χωνέψει τις ξένες επιστημονικές επιτεύξεις. Στην πραγματικότητα, η δίδυμη αδελφή της επιστήμης, η τεχνική, λείπει παντελώς. Οι Νεοέλληνες δεν κατασκευάζουν τον κόσμο, ούτε καν την ίδια τη χώρα τους. Δεν ξέρουν να «φτιάχνουν». Οι άνθρωποι της χώρας αυτής κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν έργο. Μεγάλα έργα της σκέψης ή της επιστήμης, της τεχνικής ή της τέχνης δεν βλέπουν το φως της ημέρας. Ο όρος δυνατότητα, χάνοντας την πρωταρχική του σημασία (αυτού που καθιστά δυνατή την επίκαιρη πραγμάτωσή του), κατέληξε να σημαίνει τον ευσεβή πόθο.
Η ελληνοκεντρική αυταπάτη
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα παιχνίδι εισαγωγής και εξαγωγής απ’ το οποίο λείπει μια στέρεη αυτόχθων βάση. Η πολιτική δεν είναι, λοιπόν, μια ισχυρή τεχνική σκέψη που δίνει συγκεκριμένη μορφή στη μοίρα ενός συνόλου μέσω μιας ευφυούς στρατηγικής, αλλά περιπέτεια. Κι ανάμεσα στις περιπέτειες υπάρχουν μεγάλες και μικρές. Οι Ελληνες – ή οι μη Ελληνες – που σκέπτονται το παιχνίδι της ελληνικής πολιτικής εφαρμόζουν νοητικά και ρηματικά τους δυτικούς κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Επιχειρούν να συλλάβουν μια πραγματικότητα ακολουθώντας ένα ακατάλληλο σχήμα. Σχήμα και πραγματικότητα δεν υπακούουν πάντοτε στον ίδιο ρυθμό. Σ’ αυτή την ακαταλληλότητα έρχονται να προστεθούν οι πολυάριθμες αυταπάτες της αυτοσυνείδησης του έθνους.
Η μείζων αυταπάτη της νεοελληνικής αυτοσυνείδησης είναι εκείνο το οποίο η ίδια (με ελάχιστη μετριοφροσύνη) ονομάζει ελληνοκεντρισμό. Οι δύο λέξεις που συνθέτουν τον όρο είναι ελληνικές. Τι σημαίνει, όμως, ο όρος αυτός; Ελληνοκεντρική είναι η σύλληψη που θέλει την Ελλάδα να αποτελεί ένα κέντρο. Κέντρο τίνος πράγµατος; Κανείς δεν απαντά ξεκάθαρα στο ερώτηµα, ωστόσο η αναπαράσταση του κέντρου αυτού συνεπάγεται τον κόσµο σαν να είναι η περιφέρειά του. Βεβαίως, η ελληνοκεντρική αντίληψη καθόλου δεν αποσαφηνίζει το άρρητο περιεχόµενο του ονόµατος που δίνει στον εαυτό της, επειδή, όπως ήδη έχουµε πει, δεν σκέπτεται το πεπρωµένο της έτσι ώστε να το εκφράσει µέσω της γλώσσας. Κατασκευάζει για τον εαυτό της διαταραγµένες και διαταράσσουσες αναπαραστάσεις και προφέρει ένα χείµαρρο από λόγια ή σωπαίνει.
Εντούτοις, ο ελληνοκεντρισµός είναι η µοναδική «ιδέα» την οποία µπόρεσε να προβάλει η Ελλάδα [..] Ο ελληνοκεντρισµός δεν πραγµατώθηκε ούτε πολιτικά ούτε πολιτισµικά ούτε αισθητικά […]
Ισχυρή ή όχι, η νεοελληνική πραγµατικότητα συνιστά παρ’ όλα αυτά µια πραγµατικότητα. Κι αν ακόµη η πραγµατικότητα αυτή είναι στρωµένη µε στάχτες, υπάρχουν ακόµη εστίες φωτιάς. Και άνθρωποι που µάχονται ηρωικά υπέρ των εστιών αυτών. Βεβαίως η Ελλάδα δεν παρέχει το πρότυπο ενός νεωτερικού έθνους, εντούτοις ζει στο κέντρο του νεωτερικού κόσµου. Μήπως κάνει µόνον ωσάν να ήταν νεωτερική; Ή µήπως ζει µιαν ύπαρξη παρόµοια µ’ εκείνη των φελάχων ή των «πρωτόγονων», οι οποίοι επίσης ζουν συγχρόνως και στο περιθώριο και στο κέντρο του υπερπολιτισµένου κόσµου; Αυτό θα µπορούσαν ή θα έκαναν λάθος να το διαβεβαιώσουν όσοι της επιτίθενται, αλλά διαβεβαιώνοντάς το θα έλεγαν την αλήθεια;
Πώς θα γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική
Στον αντίποδα της «ελληνοκεντρικής» τάσης, µια άλλη τάση εκδηλώθηκε. Συνιστώντας κι αυτή µιαν αυταπάτη της εθνικής αυτοσυνείδησης, χαρακτηρίζεται από τον ριζικό «δυτικισµό» της […]Οι «άλλοι» (στους οποίους τόσο συχνά οι Ελληνες αποδίδουν τη σχετλιαστική ονοµασία «Φράγκοι»), δηλαδή οι Δυτικοί, είναι Ευρωπαίοι και νεωτερικοί, επειδή το είναι τους το ίδιο συνεπάγεται το γίγνεσθαί τους. Μετά το τέλος του αρχαίου κόσµου και το τέλος του µεσαιωνικού κόσµου, ρίχτηκαν στην ιστορική αρένα, εµψυχωµένοι από τον καινούριο νεωτερικό τους ζήλο· δεν µιµούνταν κανέναν, προσφέρονταν ως παράδειγµα. Το ζήτηµα δεν είναι καθόλου να γνωρίζουµε αν, επειδή οι χώρες αυτές είναι «προωθηµένες» και οι άλλες µένουν «καθυστερηµένες», πρέπει οι δεύτερες να προσπαθήσουν να φθάσουν τις πρώτες. Ο καλπασµός των ιστορικών εποχών κατά κανέναν τρόπο δεν συγκρίνεται µε ιπποδροµία. Οι χώρες που δεν δηµιούργησαν τον νεωτερικό κόσµο οφείλουν να πραγµατοποιήσουν ξανά, και για δικό τους λογαριασµό, τούτες τις κατακτήσεις αν δεν θέλουν να ζουν διαρκώς σαν φτωχοί συγγενείς τους οποίους από καιρό σε καιρό (ή έστω συχνά) έρχονται να επισκεφθούν οι πλούσιοι συγγενείς τους για να γευθούν τη χάρη της γραφικής τους ζωής. Οι σπόροι που µεταφέρθηκαν πρέπει να φυτρώσουν σε γόνιµο έδαφος και µάλιστα να ριζώσουν. Για να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνηµα προερχόµενο από τη δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει όχι προς τον «µοντερνισµό» αλλά προς τη νεωτερικότητα. Είναι έτοιµο το κίνηµα αυτό προκειµένου να ολοκληρωθεί;
Αν η ελληνοκεντρική αυταπάτη αναγνωριζόταν κι αν η δυτικόστροφη τοποθέτηση απέβαλλε τη µιµητική της τάση, θα µπορούσε µήπως να γίνει αυθεντικά νεωτερική αυτή η χώρα των ερειπίων πάνω στα οποία τόσο δύσκολα ξεφυτρώνουν τα εργοστάσια; Για να συµβεί κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν πρώτα να ξεπεράσει η χώρα µιαν άλλη από τις τάσεις της: εκείνη τη µισο-εθνική, µισο-ψυχολογική τάση της που την εξωθεί ν’ αναπτύσσει διαλεκτικές ψευδο-συνθέσεις.
Μία κοινή άποψη, πολύ κοινή – και πολύ διαδεδοµένη – θέλει την Ελλάδα να είναι ένα περίεργο σύνολο αντιφατικών ιδιαιτεροτήτων […] Μπορεί µήπως αυτός ο ναρκισσισµός της νωθρής ιδιαιτερότητας να πραγµατώσει (να πραγµατώσει κι όχι να ονειρευθεί την πραγµάτωσή του) οτιδήποτε αξιόλογο, ακόµη και εντός των δικών του ορίων; Μπορεί να σπρώξει ως την άκρη την ίδια τη λογική του; Οπωσδήποτε όχι, επειδή δεν διαθέτει λογική, ούτε τυπική ούτε διαλεκτική. Δεν τον κινητοποιούν παρά ψυχολογικές αναπαραστάσεις που εξαντλούνται στη «γεύση» της καθηµερινής ζωής και δονούν κυρίως τις αισθήσεις των φιλήδονων. Ολα τούτα δεν µπορούν να εγερθούν σε βλέψεις αντάξιες ενός συνόλου το οποίο εντάσσεται απαραιτήτως στην ολότητα όλων όσα είναι. Το τοπικό εξαντλείται γρήγορα, όταν δεν είναι ο – έστω και περιορισµένος – τόπος όπου τοποθετείται µια οικουµενικότητα.
Μια ατµόσφαιρα γεµάτη µεν απελπισία αλλά φτωχή σε ένταση
Η σκέψη είναι ένα άνοιγµα, κι ένα παράθυρό της είναι η λογική σκέψη. Οι αρχαίοι Ελληνες κατεύθυναν την πρωταρχική (και αναγκαστικά ποιητική) σκέψη προς την ολότητα όλων όσα είναι, οι Βυζαντινοί την εναρµόνισαν µε το χριστιανισµό και οι Νεοέλληνες την αγνοούν. Διαθέτουν οπωσδήποτε ζωηρή (πολύ ζωηρή) ευφυΐα. Εχοντας ακόρεστη περιέργεια λατρεύουν την πληροφόρηση και καταβροχθίζουν κάθε νεωτερισµό, ενώ κι ένας αρκετά αξιόλογος αριθµός οιονεί ιδιοφυών εκδηλώνεται στη δηµοκρατία του δρόµου. Ωστόσο, λείπει ο λόγος.
Οι Νεοέλληνες, καθώς αφοµοιώνουν λίγο πολύ την ευρωπαϊκή σκέψη, συλλογίζονται µεν, αλλά δεν σκέπτονται. Η απουσία σκέψης συνιστά απουσία διαµόρφωσης και µορφής, κι έτσι ούτε το ψυχολογικό ούτε το κοινωνικό µπορούν να ξεπεραστούν. Οι σύγχρονοι Ελληνες µοιάζουν ανίκανοι να κατευθύνουν το δικό τους πεπερασµένο προς το άπειρο. Κι ούτε κατορθώνουν να µεταµορφώσουν τη θλίψη των τραγουδιών τους σε λόγια της αγωνίας. Η γλυκύτητα της ζωής, οι χαρές της γιορτής δεν ορθώνονται σε µορφές της Χαράς, επειδή λείπει ο στοχασµός. Ακόµη και µια παράξενη χαρά της ζωής µπερδεύεται κατά περίεργο τρόπο µε µιαν ορισµένη µελαγχολία, κι όλα αυτά φτιάχνουν µιαν ατµόσφαιρα γεµάτη µεν απελπισία αλλά φτωχή σε ένταση, χωρίς εµβέλεια οικουµενική. Γιατί η σκέψη δεν εκδηλώνεται στη σύγχρονη Ελλάδα; Είναι δύσκολη η απάντηση σε κάθε ερώτηση που αρχίζει µε ένα απότοµο «γιατί;».
Τούτη τη στιγµή προσπαθούµε να σκεφθούµε αυτή την απουσία σκέψης […] Οι Νεοέλληνες, αντιθέτως, συλλογίζονται και δεν σκέπτονται, µιλούν πολύ και δεν έχουν συντεταγµένη γλώσσα, ρωτούν και απαντούν, αλλά χωρίς καµιά συνέχεια· βαδίζουν πάνω σ’ ένα δρόµο αλλά δεν πορεύονται. Θα ακολουθήσουν ποτέ τη σχολή της σκέψης και, ξεπερνώντας τη σκέψη της σχολής, θα αποκτήσουν επίσης και µνήµη;
Τα ερωτήµατα που εγείραµε αφορούν εξίσου τόσο τη «δεξιά» όσο και την «αριστερά» που µάχονται η µία την άλλη, αλλά και το «κέντρο» επίσης, όπως εξυπακούεται. Επειδή τα κόµµατα, έστω κι όταν στοχεύουν στο όλον, δεν είναι παρά µόνο «κοµµάτια». Ας πάψουµε να συντηρούµε τη σύγχυση των όρων, όταν το ζήτηµα είναι να θέσουµε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων.
Η µοίρα της σύγχρονης Ελλάδας είναι µία µοίρα: θετική ή αρνητική, µπορεί ν’ αντιµετωπισθεί είτε ως µοίρα προνοιακή είτε ως η µοίρα ενός καθυστερηµένου λαού τον οποίο εκµεταλλεύονται οι ιµπεριαλιστικές δυνάµεις.
Η Ελλάδα είναι ελληνική: είτε συνθέτει εθνική ενότητα, µια ράτσα, είτε το µελλοντικό µέλος µιας µελλοντικής Συνοµοσπονδίας. Η µοίρα της είναι νεωτερική: είτε βρίσκεται κάτω απ’ το σηµάδι της αναζήτησης του θεµελίου είτε κάτω απ’ το σηµάδι της πάλης των τάξεων ή των κρατών. Η σύγχρονη Ελλάδα, όπως κι αν αντιµετωπίζεται, εθνικά ή κοινωνικά, φυλετικά ή πολιτισµικά, δεν µπορεί να είναι δίχως µοίρα στους κόλπους του σύγχρονου κόσµου. Παραµένει εντούτοις πρόβληµα: από το α ως το ω.
Το ερώτηµα το οποίο µας θέτει είναι καίριο: ο κατακερµατισµός εποµένως των απαντήσεων θα σήµαινε ότι δεν εισακούεται η ερώτηση. Οι επιµέρους λύσεις που επιβάλλονται είναι, φυσικά, πολυάριθµες και αφορούν την οικονοµία και την πολιτική, το δίκαιο και την παιδεία, τη συνείδηση και την τεχνική. Ολες αυτές οι επιµέρους λύσεις έχουν θεµελιωδώς ανάγκη θεµελίου. Το είναι της Ελλάδας συµπίπτει µε το θεµέλιο αυτό.
Η Ελλάδα οφείλει επίσης ν’ αναπτύξει τις έρευνες που αφορούν τα ιδιαίτερά της προβλήµατα: ν’ αποκτήσει συνείδηση της παράδοσης και της ιστορίας της, της καταγωγής και της δοµής της, της λογοτεχνίας και των προσωπικοτήτων της· οφείλει ν’ αποκτήσει µια γνώση και ν’ αναπτύξει τις επιστήµες. Αφήνοντας κατά µέρος την αυταρέσκειά της, θα περάσει µήπως στο στάδιο της προσπάθειας και της συνέπειας; Θα εκτιναχθεί – σαν µεταλλικό ελατήριο πιεσµένο από καιρό – προς την κατάκτηση της δικής της κίνησης; Θα γνωρίσει τη χαρά της αποτελεσµατικής έντασης και την αληθινή θλίψη της κακιάς ώρας; Στους κόλπους του νεωτερικού Κόσµου που κυριαρχείται από τις µεγάλες δυνάµεις, µε ποιον τρόπο θα εδραιώσει η Ελλάδα την αρµονία ανάµεσα στη δύναµη και την αδυναµία της; Και για να ιδιοποιηθεί το είναι της, µήπως πουλήσει την ψυχή της στον διάβολο; Θα µπορέσει να εξασφαλίσει τη θέση της στον κόσµο χωρίς να εγκαταλείψει τη φύση της και θα ξέρει µε ποιον τρόπο να διατηρήσει την ισορροπία ανάµεσα στην φύσιν και την τέχνην;