Η σάτιρα της πολιτικής είναι ευθέως ανάλογη με τη δημοκρατία. Όσο περισσότερο ανθεί η πρώτη τόσο υγιέστερη αποδεικνύεται η δεύτερη. Είναι κοινός τόπος. Κι άλλος κοινός τόπος: τα τελευταία χρόνια η δημοκρατία πάει από το κακό στο χειρότερο. Η δημοκρατία γενικότερα στη Δύση, και ακόμα περισσότερο σε μια επαρχία του πλανήτη όπως η Ελλάδα. Τη μία η οικονομική κρίση. Την άλλη η πανδημία. Πρόσφατα ο πόλεμος στην Ουκρανία και το ενεργειακό. Λογάριασε και τον ψηφιακό κόσμο, το άγρυπνο μάτι του Μεγάλου Αδελφού α λα Οργουελ.
Διαβάστε επίσης:
Το γελοίο και η πολιτική– Το Βήμα / Νέες Εποχές
Το ιδεολογικό φορτίο του γελοίου – Βασίλης Βαμβακάς
Το γελοίο ως εργαλείο ισχύος– Βιθέντε Ορντόνιεθ Ρόιγκ
Οι αφορμές για την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών είναι πια τόσο πολλές και τόσο συχνές, ώστε το σκηνικό θυμίζει αντιδημοκρατική εκτροπή, οι αυτουργοί της οποίας επικαλούνται προφάσεις και αγωνίζονται να την πλασάρουν ως κανονικότητα.
Αφού η δημοκρατία περνάει βαθιά κρίση, η σάτιρα της πολιτικής ατροφεί. Το τοπίο γύρω μας μοιάζει έρημο και στείρο. Τα σατιρικά αναστήματα δεν είναι πια τόσο υψηλά, ή ίσως δεν τα ευνοεί η εποχή μας και με τον τρόπο της τα κονταίνει. Η γελοιογραφία ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο αγέλαστη. Παράδειγμα, τρεις πολιτικοί γελοιογράφοι, εμπροσθοφυλακή του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου: Αρκάς, Δημήτρης Χαντζόπουλος, Ανδρέας Πετρουλάκης. Οι γελοιογραφίες τους έκαναν ιδεολογικό πόλεμο και ενδιαφέρονταν πρωτίστως να διασύρουν τον αντίπαλο, όχι να σε κάνουν να γελάσεις. Και στην άλλη όχθη, μία από τα ίδια, αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί. Σε συνθήκες πόλωσης σχεδόν κανείς δεν γελάει, το πολύ να ψευτοχαμογελάσει κάπως σφιγμένα. Ακόμα και οι γελοιογράφοι κάνουν πολιτικό κήρυγμα.
Κάτι ανάλογο πιστεύω και για τους σταντ-απ κωμικούς, από τον Ζαραλίκο και τον Αποστόλη της «Ελληνοφρένειας» ως τον νεότερο Αριστοτέλη Ρήγα, αν και ειδικά αυτοί οι τρεις κατορθώνουν μερικές φορές να γίνουν όντως ξεκαρδιστικοί. Από την τηλεόραση έχουν εξαφανιστεί οι παλαιότεροι πρωταγωνιστές της σάτιρας, από τον Λαζόπουλο ως τον Μητσικώστα (η σάτιρα των «Αμάν» μου φαινόταν ανέκαθεν κομφορμιστική και ξεδοντιασμένη).
Δεν είναι στις προθέσεις μου να χαρτογραφήσω την κατάσταση. Αναφέρω δειγματοληπτικά ορισμένα ονόματα θέλοντας να καταγράψω μια γενικότερη αίσθηση. Σε σύγκριση με το κοντινό παρελθόν, η σάτιρα της πολιτικής είναι υπό εξαφάνιση.
Αντιθέτως, η πολιτική καρικατούρα βρίσκεται σε άνοδο. Πολιτικοί των μητροπολιτικών κέντρων, όπως ο Τραμπ στις ΗΠΑ, ο Μπόρις Τζόνσον στην Αγγλία, ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, αποτελούν την προσωποποίηση της ελαφρότητας. Και μάλιστα, η ελαφρότητά τους, ή μάλλον η γελοιότητά τους, σαν να είναι αυτό που κάνει το μεγαλύτερο γκελ στους οπαδούς τους.
Μπαίνεις στον πειρασμό να σκεφτείς ότι η κρίση της δημοκρατίας στον δυτικό κόσμο τα τελευταία χρόνια σχεδόν ταυτίζεται με τα δύο αυτά χαρακτηριστικά: την απουσία σάτιρας της πολιτικής και την ταυτόχρονη άνοδο της πολιτικής καρικατούρας. Η καρικατούρα γελοιοποιεί έναν θεσμό, που έχει ήδη καταντήσει γελοίος, ώστε να είναι σε θέση να τον εκφράζει μια καρικατούρα.
Η πολιτική καρικατούρα είναι μια έννοια ρευστή, όχι στατική, διαρκώς μεταβάλλεται. Πολιτική καρικατούρα ήταν ο Αδωνις την εποχή που επαγγελλόταν τον τηλε-πωλητή. Ως αντιπρόεδρος της ΝΔ και υπουργός Ανάπτυξης δεν είναι καρικατούρα, κι ας μας αφήνει συχνά μια τέτοια αίσθηση.
Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τον Βελόπουλο με τις κηραλοιφές του και τα χειρόγραφα του Ιησού.
Το ανησυχητικό είναι ότι καρικατούρες φαίνονται όλοι οι πολιτικοί στα μάτια των αντιπάλων τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όντως είναι. Για τους ψηφοφόρους της ΝΔ δεν μπορεί να είναι γελοίος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ούτε για τους Συριζαίους ο Τσίπρας. Το αντίθετο, όμως, ισχύει απολύτως.
Οι πολιτικοί επιχειρούν να γελοιοποιήσουν τους αντιπάλους τους, παραδίδοντάς τους στη χλεύη μας, τουλάχιστον αν λάβουμε υπόψη τις επιθετικές δηλώσεις και την πολεμική τους. Αν το καλοπροσέξεις, οι πολιτικοί κατασκευάζουν ένα σατιρικό αφήγημα σε βάρος των αντιπάλων τους, και με την κριτική τους είναι σαν να αγωνίζονται να τους μεταβάλουν σε πολιτικές καρικατούρες. Ο πολιτικός δεν μπορεί να παραδεχθεί ότι έγινε γελοίος, ακόμα και όταν όντως έγινε. Ο πολιτικός οφείλει να νιώθει, ή και να δείχνει ότι νιώθει αλλεργία για το γελοίο.
Ο λαός αμύνεται ή επιτίθεται αντιμετωπίζοντας τους πολιτικούς του ως γελοίους. Είναι το μόνο όπλο του ώρες ώρες, γι’ αυτό είναι τόσο καλά ακονισμένο.
Γελοίο και πολιτική είναι πράγματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Κι όμως, κατά βάθος είναι τόσο συγγενικά και τόσο αλληλένδετα, σχεδόν το ένα αποτελεί προϋπόθεση του άλλου.
Ο κ. Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι συγγραφέας.