Δεν υπάρχει αμφιβολία, νομίζω, ότι η σκιά που έχει αφήσει η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πάνω από τη χώρα είναι βαριά και σε πολλαπλά επίπεδα. Δίχασε, στοχοποίησε, υπονόμευσε δημοκρατικούς θεσμούς και καλλιέργησε συνειδητά για ίδιον όφελος τον εθνολαϊκισμό. Ο αντι-συριζαϊσμός όμως δεν αποτελεί εναλλακτική πολιτική. Και φοβάμαι ότι στην παγίδα αυτή έχει πέσει μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης.
Να θυμίσω ότι ο Μπαράκ Ομπάμα στην προεκλογική εκστρατεία του δεν είχε μόνο ως βασικό σύνθημα το «Yes we can», αλλά το συμπλήρωνε και με «That’s not who we are», δηλαδή αυτό δεν είμαστε εμείς… Οσοι θέλουν να τον αντιγράφουν καλό είναι να το έχουν κι αυτό υπόψη τους. Είναι πέραν πάσης πολιτικής λογικής να ακολουθούν ορισμένοι τον χορό που στήνει κάθε φορά ο κ. Τσίπρας και να χορεύουν στον ρυθμό του.
Το πολιτικό θέατρο στο οποίο διαπρέπει ο Πρωθυπουργός δεν είναι το κατάλληλο γήπεδο αντιπαράθεσης, κυρίως για όσους επενδύουν και ενδιαφέρονται για το αύριο της χώρας. Με μελοδράματα, κουρασμένες αντιλήψεις, ξεθωριασμένες ιδεολογίες δεν παράγεται πολιτική, ούτε διαμορφώνεται ένα σύγχρονο όραμα που θα εμπνεύσει την κοινωνία και θα σπρώξει μπροστά τη χώρα. Πολύ περισσότερο όταν το κύμα του εθνολαϊκισμού αποκτά όλο και περισσότερες ρίζες και μάλιστα σε νέους ανθρώπους με στρεβλές γνώσεις και ημιμαθείς αντιλήψεις.
Οπως επισημαίνει ο Μαρκ Λίλα* δεν υπάρχουν εργαστήρια για να ανακαλύψεις το όραμα που χρειαζόμαστε, δεν καλλιεργείται σε κήπους, δεν μπορείς να το αγοράσεις από τα μαγαζιά. Διαμορφώνεται όμως από την έγκαιρη αντιμετώπιση μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας, από ιδέες που την αποτυπώνουν και από ηγέτες ικανούς να τη συνδέσουν με τον κοινό νου και να εμπνεύσουν τους πολίτες.
Κυνηγώντας λοιπόν την ουρά του ΣΥΡΙΖΑ δεν παράγεις πολιτική, απλώς ακολουθείς τον δρόμο που διαμόρφωσε. Εναν δρόμο που μπορεί να πείθει σήμερα τους απογοητευμένους από τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις του, αλλά αύριο υπάρχει ο ορατός κίνδυνος να αποτελούν εν δυνάμει αντιπάλους. Οσο χαϊδεύουμε μια κοινωνία εθισμένη στα επιδόματα, στα αναδρομικά, στις εθνικιστικές ονειρώξεις, τόσο θα τροφοδοτούμε τη δημαγωγία και τους εκφραστές της.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως έναν νέο πατριωτισμό. Που δεν θα στηρίζεται στο παλαιό ένδοξο παρελθόν, που δεν θα αναπαράγει παρωχημένα εθνικιστικά στερεότυπα, αλλά θα διαμορφώνει τους όρους επιβίωσης της χώρας, μπροστά στον νέο, χαοτικό και με πολλαπλές ταυτότητες κόσμο…
«Κάποτε φιλελεύθερος, πάντα φιλελεύθερος»,
Εκδόσεις Επίκεντρο