Το άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου, ένα διαχρονικό αίτημα δεκαετιών προκειμένου να χυθεί φως πάνω στις συνθήκες, στα γεγονότα και στα πρόσωπα που συνετέλεσαν στην κυπριακή τραγωδία, δίνει σίγουρα ένα έναυσμα για βαθύτερη μελέτη και έρευνα και εξαγωγή συμπερασμάτων. Βεβαίως ευθύνες ουδέποτε αποδόθηκαν στους υπευθύνους παρά τις προσπάθειες που έγιναν με τη συγκρότηση της Ειδικής Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής που ασχολήθηκε με την υπόθεση από τον Φεβρουάριο του 1986 έως τον Μάρτιο του 1988.
Το πόρισμα της τότε πλειοψηφίας του ΠαΣοΚ, όπως και οι πορισματικές εκθέσεις των άλλων κομμάτων που το συνόδευαν, δεν έφθασε ποτέ προς συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής. Η λήθη επισκίασε τα συγκλονιστικά γεγονότα και τις τεράστιες ευθύνες που απέρρεαν και οι οποίες οδήγησαν στην προδοσία της Κύπρου – το οργανωμένο από τη χούντα πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 που άνοιξε τον δρόμο για την τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου και της 14ης Αυγούστου, οδηγώντας στην παράνομη κατοχή του βόρειου τμήματος της νήσου.
Στους τέσσερις πρώτους τόμους που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τον Πρόεδρο της Βουλής Ν. Βούτση και είναι σε ελεύθερη πρόσβαση μέσω της ιστοσελίδας της Βουλής, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι καταθέσεις των πρωταγωνιστών του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, οι οποίες δεν είχαν εντοπιστεί μεταξύ των φακέλων που ανέσυραν οι αρμόδιοι από τα υπόγεια του Κοινοβουλίου και χρειάστηκε να απομαγνητοφωνηθούν παρά τις τεχνικές δυσκολίες λόγω παλαιότητας, από το ηχητικό υλικό των καταθέσεων που είχε καταγράψει η Εξεταστική Επιτροπή. Τραγική ειρωνεία: κανένας τους δεν τιμωρήθηκε και όλοι αποστρατεύθηκαν με τον στρατιωτικό τους βαθμό σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, καθώς «εκτελούσαν εντολές». Από τις καταθέσεις τους προκύπτει ο ακραίος τυχοδιωκτισμός των στρατοκρατών της Αθήνας παρά τους εθνικούς κινδύνους που ανοίγονταν, το μίσος κατά του Μακαρίου, αλλά και η ανικανότητα και η αδυναμία να προβλέψουν και φυσικά να αποκρούσουν τους τουρκικούς εισβολείς.
Ο έμπιστος του Ιωαννίδη
Ενα από τα πρόσωπα-«κλειδιά» του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου ήταν ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης, ο οποίος είχε τεθεί προσωπικά από τον «αόρατο δικτάτορα» Ιωαννίδη επικεφαλής της οργάνωσης της επίθεσης στο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία. Είχε υπάρξει υπασπιστής του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου και η γυναίκα του κυρία των τιμών της Αννας-Μαρίας, ενώ είχε θητεύσει και στην ΚΥΠ (αποστρατεύθηκε το 1975 με τον βαθμό του συνταγματάρχη). Η κατάθεσή του ενώπιον των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς εμφανίζεται ως ο άνθρωπος που βρισκόταν στο επίκεντρο της «ειδικής επιχείρησης», όπως την αποκαλεί, αποφεύγοντας τον όρο πραξικόπημα, και επιπλέον φέρεται ως ο αξιωματικός εκείνος που εμπιστεύθηκε ο Ιωαννίδης για να επιτελέσει το καταστροφικό σχέδιό του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ισχυρισμός του ότι ο δικτάτορας δεν ήθελε επ’ ουδενί να σκοτωθεί ο Μακάριος και τον εμφανίζει να δίνει ρητές οδηγίες προς αποφυγή ενός τέτοιου ενδεχομένου. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από το ότι τυχόν θάνατος του Μακαρίου θα γύριζε μπούμερανγκ για τη χούντα των Αθηνών. Βεβαίως ο Μακάριος κατόρθωσε να φυγαδευθεί εγκαίρως και να γλιτώσει, καθώς το Προεδρικό Μέγαρο δέχθηκε σφοδρή επίθεση πυρών ενώ κάηκε σχεδόν ολοσχερώς… από βραχυκύκλωμα λόγω πυρών ή από τροχιοδεικτικά βλήματα που προκάλεσαν πυρκαγιά, όπως υποστήριξε ο Κομπόκης στην κατάθεσή του.
Δύο εβδομάδες πριν από το πραξικόπημα, στην Αθήνα συγκαλείται σύσκεψη από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων προκειμένου να καθοριστούν οι λεπτομέρειες και να οργανωθεί η επιχείρηση. Στη σύσκεψη εκείνη ο αρχηγός, στρατηγός Μπονάνος επικαλείται την τουρκική απειλή, την εμφάνιση του «Τσανταρλί» στο Αιγαίο για έρευνες και τις διπλωματικές πιέσεις που ασκούνταν προς την ελληνική πλευρά «για τακτοποίηση του θέματος Αιγαίου και Κύπρου». Και ενημερώνει τους αξιωματικούς ότι από καιρό ήθελε η Αθήνα την ενίσχυση του οπλισμού της Εθνικής Φρουράς αλλά «δεν μπορέσαμε να συμφωνήσουμε ποτέ με τον Μακάριο».
Το σχέδιο και οι στόχοι
Οπως είπε στους παρισταμένους, η απειλή από πλευράς Τουρκίας είναι ορατή. Κατόπιν τούτου, τους ανακοίνωσε, σύμφωνα με την κατάθεση του Κομπόκη, ότι «απεφασίσθη από την ηγεσία να γίνει η απομάκρυνσις του Μακαρίου από την κυβέρνηση της Κύπρου, να τοποθετηθεί άλλη κυβέρνησις, συνεργάσιμος, για να επιτύχουμε τον εξοπλισμό της Εθνικής Φρουράς, την οχύρωση της Κύπρου, που ειρήσθω εν παρόδω ήτο μηδενική, παρά τα αντίθετα λεγόμενα».
Το σχέδιο είχε ως εξής: Καθοριζόταν η ημέρα ενεργείας, 15η Ιουλίου, η ώρα, 8.15 το πρωί, καθορίζονταν οι στόχοι, οι οποίοι ήταν Αρχιεπισκοπή, Προεδρικό -στόχοι συμβολικοί, στόχοι κυβερνητικής δυνάμεως. «Εστω και αν δεν υπάρχει κανένας μέσα, πρέπει να καταληφθούν. Είναι ερείσματα εξουσίας» τους ειπώθηκε. Ακόμα, το Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου, το Κέντρο Επικοινωνιών της Λευκωσίας, το αεροδρόμιο, η έδρα των δύο επικουρικών μονάδων (ειδικές δυνάμεις ασφαλείας που φορούσαν τη στολή της αστυνομίας).
Ενας ελιγμός παραπλανητικός ήταν με την κατάληψη του ΡΙΚ, η πρώτη ανακοίνωση να λέει ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Εκείνη τη στιγμή επενέβη ο Ιωαννίδης και είπε: «Κύριοι, αυτό ίσως εσείς δεν το ξέρετε, αλλά εγώ που έχω λάβει μέρος και σε κινήματα παλαιότερα ξέρω πόσο καταλυτική επίδραση έχει στους αντιπάλους: μόλις ακούσουν ότι ο Μακάριος είναι νεκρός, οι φρουρές του Μακαρίου θα παραλύσουν».
Αρχισε μια συζήτηση εάν δεν είναι νεκρός ο Μακάριος τι μέλλει γενέσθαι. Εκεί είπε ο Ιωαννίδης ότι βεβαίως «υπάρχει το ενδεχόμενο να παραδοθεί αμέσως όλο το προσωπικό το οποίο βρίσκεται στο Προεδρικό Μέγαρο, οπότε θα είναι όλοι ζωντανοί» – μεταξύ αυτών και ο Μακάριος – και τότε «θα υπάρξει ειδικός χειρισμός του θέματος».
Οι οδηγίες επ’ αυτού δόθηκαν στον Κομπόκη ιδιαιτέρως από τον ίδιο τον Ιωαννίδη, ο οποίος τον πήρε παράμερα και αφού τον δέσμευσε με τον λόγο της τιμής του να μην πει τίποτα, έθεσε υπό τις διαταγές του την ελαφρά επιλαρχία τεθωρακισμένων, η οποία θα ενεργούσε στο Προεδρικό Μέγαρο. Ο Κομπόκης τον εμφανίζει να του είπε: «Και θα ήθελα να μου εξασφαλίσετε τη ζωή του Μακαρίου και τη διαφυγή του από την Κύπρο. Και μου εξήγησε αμέσως τον λόγο. Εάν σκοτωθεί ο Μακάριος, κατά την ενέργεια αυτή, οι μισοί Κύπριοι θα πρέπει να ξεχάσουμε σχεδόν διά παντός ότι είναι Ελληνες. Θα μας μισήσουν κυριολεκτικά. Λατρεύουν τον Μακάριο και θα μας θεωρούν δολοφόνους, ενώ μέχρι τώρα μας λένε τουλάχιστον μόνο καλαμαράδες».
Ο Κομπόκης τον ρώτησε γιατί δεν το λέει ανοιχτά και στους άλλους. «Αν το καταστήσω γνωστό σ’ αυτόν τον κόσμο που με περιβάλλει και σ’ αυτόν τον κόσμο που με στηρίζει, είναι πάρα πολύ πιθανόν να με καθαιρέσουν αμέσως» του είπε υποτίθεται εκείνος, επισημαίνοντάς του ότι όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι του Παπαδόπουλου, τους οποίους χρησιμοποίησε στηριζόμενος στα σφάλματα του τελευταίου, μεταξύ των οποίων και η απόσυρση της μεραρχίας από την Κύπρο. «Τον κατηγορούσαν ευθέως ότι άφησε το νησί ακάλυπτο, κάτω. Και το χρησιμοποίησα εγώ, για να τους πάρω στην πλευρά τη δική μου» είπε στον Κομπόκη, για τον οποίο γνώριζε ότι ενώ είχε προσεγγιστεί από τον Παπαδόπουλο και τον Παττακό, δεν συμμετείχε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Τα δύο σκέλη της επίθεσης στο Προεδρικό
Ο Κομπόκης κατέστρωσε το σχέδιο της επίθεσης στο Προεδρικό Μέγαρο. Το σχέδιο είχε δύο σκέλη: το ένα ήταν να μη σκοτωθεί κατά λάθος ο Μακάριος λόγω της ανταλλαγής πυρών και το δεύτερο πώς θα διέφευγε από την Κύπρο προκειμένου να μην κινητοποιήσει τον κόσμο. «Σαν στρατιωτικός στόχος ο Μακάριος ήταν ένα πραγματάκι, θα μου επιτρέψετε να πω, ένα στοχάκι. Είχε 50-60 ανθρώπους υπερασπιστάς, θα πήγαινα εγώ τώρα, θα πήγαινε ο Κορκόντζελος (σ.σ.: πήρε μέρος στην επίθεση) με δύο φάλαγγες τεθωρακισμένων, πυροβόλα μπροστά στα άρματα, καταδρομείς επάνω, τι αντίσταση να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι; Πίστευα μάλιστα εγώ, κι εκεί έπεσα έξω, ότι μόλις θα τα έβλεπαν αυτοί οι άνθρωποι θα φεύγανε, ούτε καν θα περιμένανε. Αλλά αυτοί αντέστησαν και είχε σημαντικές απώλειες το τμήμα αυτό, το δικό μας, εν αντιθέσει με την Προεδρική Φρουρά που δεν είχε καμία. Καμία, ούτε τραυματία» ανέφερε στην κατάθεσή του. Μάλιστα ήθελαν «να δοθεί η εντύπωσις με ισχυράν κρούσιν, όπως θα εγίνετο, ότι πράγματι οι φάλαγγες αυτές οι δύο που πηγαίνανε προς το Προεδρικό δεν επρόκειτο να αφήσουν τίποτα όρθιο». Και αυτό καθώς «έπρεπε να τρομοκρατηθεί ο Μακάριος, διότι ήτο ενδεχόμενο να μην ετρομοκρατείτο πράγματι και να μη φύγει».
Ο Μακάριος διέφυγε από την αφύλακτη πίσω πλευρά του Προεδρικού Μεγάρου. Ο Κομπόκης κατέθεσε ότι είχε κλείσει τις άλλες οδούς διαφυγής και είχε αφήσει αυτήν που έβγαζε προς το Τρόοδος και από εκεί ο Μακάριος θα είχε δύο δρόμους: ο ένας οδηγούσε προς την Πάφο, τον οποίο και ακολούθησε, και ο άλλος προς τις βρετανικές βάσεις στο Ακρωτήρι. Από την Πάφο ο ανατραπείς αρχιεπίσκοπος Μακάριος θα αναγγείλει μέσω ραδιοφωνικού μηνύματος ότι είναι ζωντανός, διαψεύδοντας όσα μετέδιδαν οι πραξικοπηματίες μέσω του κρατικού ραδιοσταθμού που είχαν καταλάβει, και ότι «το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε». «Ημουν ο στόχος. Και όσο είμαι ζωντανός, η χούντα στην Κύπρο δεν θα περάσει» θα πει, επισημαίνοντας ακόμα ότι «η χούντα αποφάσισε να καταστρέψει την Κύπρο, να τη διχοτομήσει, αλλά δεν θα το επιτύχει». Τελικώς όμως το επέτυχε, ανοίγοντας τον δρόμο στον «Αττίλα». Ο Μακάριος διέφυγε από την Κύπρο, κάτι που σύμφωνα με τον Κομπόκη επεδίωκε ο Ιωαννίδης, «διότι ενδέχετο να κινητοποιήσει κόσμο και να έχουμε άλλου είδους προβλήματα, όπως σχεδόν έγινε ή παραλίγο θα γινότανε», όπως κατέθεσε.