Η διατήρηση του λιγνίτη στο 17% του ενεργειακού μείγματος της χώρας έως το 2030 μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα δαπανηρή. Βάσει των προβλέψεων του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση έως τις 3 Δεκεμβρίου, ο τελικός… λογαριασμός για τα δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής αναμένεται τσουχτερός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους τελικούς καταναλωτές ενέργειας, βιομηχανικούς αλλά και οικιακούς.
Σύμφωνα με τις συντηρητικές εκτιμήσεις για την εξέλιξη των τιμών CO2 που περιέχονται στον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό (μέση τιμή τη δεκαετία 2021-2030 στα 22,5 ευρώ ανά τόνο), μόνο η αγορά δικαιωμάτων εκπομπών από τις ελληνικές λιγνιτικές μονάδες θα στοιχίζει 360-530 εκατ. ευρώ κατά το έτος 2030, ενώ για όλη την περίοδο από σήμερα έως το 2030, τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ.
Ο λογαριασμός θα είναι βαρύς. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι απέτυχε η τριετής προσπάθεια της κυβέρνησης – κατά την αναθεώρηση της οδηγίας για το Χρηματιστήριο Ρύπων – για να αποκτηθούν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών, με συνέπεια η ελληνική λιγνιτική βιομηχανία, όπως υπολογίζεται, να χάσει 2,5-3 δισ. ευρώ κατά τη δεκαετία 2021-2030.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη, σε συνδυασμό με την έκρηξη των τιμών CO2, οδηγούσε τον διαγωνισμό πώλησης των λιγνιτικών μονάδων σε ναυάγιο. Ετσι, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), προκειμένου να τονώσει το ενδιαφέρον των δυνητικών επενδυτών, αποφάσισε να μετακυλίσει το κόστος του λιγνιτικού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής στους έλληνες καταναλωτές μέσω της «ρήτρας CO2».
Η συγκεκριμένη ρήτρα, σύμφωνα με τον κ. Νίκο Μάντζαρη, πολιτικό αναλυτή στη νέα δεξαμενή σκέψης για το περιβάλλον και την ενέργεια «The Green Tank», αντίκειται στο πνεύμα της οδηγίας για το Χρηματιστήριο Ρύπων, η οποία επιδιώκει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, αναγκάζοντας τις εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας να πληρώσουν για κάθε τόνο CO2 που εκπέμπουν οι μονάδες τους και όχι να στέλνουν τον λογαριασμό στα νοικοκυριά. «Είναι αδιανόητο οι έλληνες πολίτες να πληρώνουν το κόστος ολέθριων επιλογών ΔΕΗ και κυβέρνησης, οι οποίες αψηφώντας το δημόσιο συμφέρον επιχειρούν να διατηρήσουν στη ζωή το παρωχημένο λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής, που καταστρέφει δημόσια υγεία, περιβάλλον και οικονομία» επισημαίνει ο ίδιος. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί υπαιτιότητα μόνο της ελληνικής κυβέρνησης αλλά είναι παρενέργεια μιας λανθασμένης απόφασης της ΕΕ να επιβάλει αποεπένδυση των λιγνιτικών υποδομών της ΔΕΗ, ποντάροντας σε ένα μη βιώσιμο καύσιμο για τη βελτίωση του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Σε κάθε περίπτωση, όπως διαφαίνεται από τον νέο ενεργειακό σχεδιασμό, η Ελλάδα θα εξακολουθήσει τα επόμενα χρόνια να ποντάρει σε… κουτσό άλογο. Δεν είναι καθόλου τυχαία η απόφαση να μην… κλείσει ο διακόπτης στον λιγνιτικό σταθμό Αμυνταίου – με την προοπτική της περιβαλλοντικής αναβάθμισης -, παρότι έχει εξαντλήσει τις επιτρεπόμενες 17.500 ώρες λειτουργίας. Ωστόσο προϋπόθεση για υπαγωγή στην εξαίρεση του άρθρου 33 (παρ. 4) της οδηγίας βιομηχανικών εκπομπών που επιτρέπει τη λειτουργία λιγνιτικών μονάδων, χωρίς να συμμορφώνονται με τα όρια εκπομπών για 32.000 ώρες, είναι να έχουν τεθεί σε λειτουργία πριν από τις 31.12.1986.
«Ωστόσο, αν και ο σταθμός Αμυνταίου λειτούργησε το 1987, με βάση τη συγκεκριμένη εξαίρεση, η κυβέρνηση διεκδικεί παράταση της λειτουργίας ενός από τους πιο ρυπογόνους λιγνιτικούς σταθμούς στην Ευρώπη, και μάλιστα καταθέτοντας το αίτημα σχεδόν δύο χρόνια μετά την εκπνοή της σχετικής προθεσμίας» τονίζει ο κ. Μάντζαρης. Και προσθέτει: «Με την απόφαση να επεκτείνει μονομερώς τη λειτουργία του ΑΗΣ Αμυνταίου στις 32.000 ώρες, η κυβέρνηση δείχνει την περιφρόνησή της προς την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία, δεδομένου ότι είναι ξεκάθαρο πως ο ΑΗΣ Αμυνταίου, όπως και αυτός της Καρδιάς, δεν δικαιούνται τη συγκεκριμένη εξαίρεση, πράγμα που έχει εξηγήσει κρυστάλλινα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Οι συνεχείς απόπειρες για επιλεκτική εφαρμογή των νόμων δεν συνάδουν με κράτος-μέλος της ΕΕ και θα πέσουν στο κενό» επισημαίνει ο κ. Μάντζαρης.
Η κατάσταση ήταν γνωστή τόσο στη ΔΕΗ όσο και στις ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010, οπότε οριστικοποιήθηκε η οδηγία βιομηχανικών εκπομπών. Ωστόσο, αδράνησαν, αφήνοντας το ζήτημα της παροχής θέρμανσης των κατοίκων Αμυνταίου/Φιλώτα στην τύχη του, προτού αποφασίσουν την τελευταία στιγμή να προχωρήσουν τα σχέδια για κατασκευή νέας μονάδας βιομάζας.