Τη δεκαετία του ’80, στη διάρκεια του αποκαλούμενου «σκανδάλου της Toshiba», που ξέσπασε όταν αποκαλύφθηκε ότι μια θυγατρική του ιαπωνικού κολοσσού πουλούσε ευαίσθητη τεχνολογία στους Σοβιετικούς οι οποίοι την αξιοποιούσαν στα υποβρύχιά τους, μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου είχαν επιλέξει να εκφράσουν την οργή τους σπάζοντας δημοσίως προϊόντα της εταιρείας με… βαριοπούλες. Σήμερα, στην περίπτωση της TikTok, δεν μπορούν φυσικά να πράξουν κάτι ανάλογο, καθώς πρόκειται για μια ψηφιακή πλατφόρμα.

Εχουν, όμως, μιαν άλλη δυνατότητα: Να την «ξηλώσουν» από τις συσκευές των περίπου 170 εκατομμυρίων αμερικανών χρηστών (σχεδόν ο ένας στους δύο στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας), με το επιχείρημα ότι αποτελεί μέσο κατασκοπείας των Κινέζων σε βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Οπως και των συμμάχων τους, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία συνήθως ακολουθεί κατά πόδας την Ουάσιγκτον στις αποφάσεις της, έστω και με διαφορά φάσης – και αυτή την εβδομάδα φρόντισε να ρίξει μια «προειδοποιητική βολή» προς την TikTok.

Το τελεσίγραφο

Το πρώτο βήμα έγινε ήδη: Μετά από απαίτηση του Λευκού Οίκου, το Κογκρέσο έστειλε τελεσίγραφο στον κινεζικό όμιλο ByteDance, στον οποίο ανήκει η συγκεκριμένη πλατφόρμα – άρα και στο Πεκίνο, που διατηρεί σημαντικό μερίδιο σε αυτόν – να «πουλήσει» σε κάποιον αγοραστή που θα είναι έμπιστος και, κατά προτίμηση, εγχώριος (Microsoft, Oracle και Walmart, σύμφωνα με τον «Economist», έχουν ήδη εκφράσει σχετικό ενδιαφέρον). Του έδωσε δε χρονικό περιθώριο εννέα μηνών, πρακτικά δηλαδή ως το τέλος του έτους, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα βρεθεί αντιμέτωπος με «λουκέτο» στην αμερικανική αγορά, όπου πέρυσι κατέγραψε πωλήσεις ύψους 16 δισ. δολαρίων, με βάση το ρεπορτάζ των «Financial Times».

Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι ακόμη και ο τρόπος που εστάλη το τελεσίγραφο εμπεριείχε έναν διπλό συμβολισμό: Αφενός, η σχετική διάταξη ψηφίστηκε από τη Βουλή και τη Γερουσία στο ίδιο πλαίσιο με το νέο «πακέτο» της οικονομικής βοήθειας των περίπου 100 δισ. δολαρίων προς την Ουκρανία, το Ισραήλ και την Ταϊβάν, έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ζήτημα το οποίο άπτεται άμεσα και ευθέως της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.

Αφετέρου, η κίνηση έγινε λίγα 24ωρα προτού επιβιβαστεί στο αεροσκάφος για να μεταβεί την Κίνα ο υπουργός Εξωτερικών, Αντονι Μπλίνκεν, διαμηνύοντας ότι τόσο ο ίδιος όσο και συνολικά η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν ετοιμάζονται – για ευνόητους λόγους – να παίξουν «σκληρό ροκ» στο διάστημα που απομένει μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.

Συμβιβασμός ή αντίποινα;

Το ερώτημα που τίθεται τώρα, λοιπόν, είναι πώς θα απαντήσει ο Σι Τζινπίνγκ. Θα επιλέξει, άραγε, χαμηλούς τόνους και πιθανότατα έναν συμβιβασμό, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει μια σημαντική επένδυση και να μην επιτρέψει να έχει την τύχη της Huawei; Ή, αντιθέτως, θα σηκώσει το «γάντι» που του πέταξε ο Μπάιντεν και θα προχωρήσει σε αντίποινα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται συνολικά για τις διμερείς σχέσεις και την ένταση των αντιθέσεων ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση;

Η αλήθεια είναι ότι το Πεκίνο έχει επανειλημμένως ξεκαθαρίσει πως δεν προτίθεται να πουλήσει την TikTok, ειδικά σε Αμερικανούς. Προβάλλοντας το επιχείρημα, ανάμεσα στα άλλα, ότι το λογισμικό που διαθέτει και οι αλγόριθμοι στους οποίους βασίζεται αποτελούν «εθνικά ευαίσθητα» δεδομένα και δεν μπορούν να πέσουν στα χέρια των ανταγωνιστών της Κίνας.

Αντίδραση

Αυτό που πρέπει να θεωρείται βέβαιο είναι ότι, όποιο σενάριο και αν επιλεγεί, θα υπάρξει αντίδραση. Οι αναλυτές θεωρούν δεδομένο, σε αυτό το πλαίσιο, ότι εντός των ΗΠΑ οι Κινέζοι θα επικαλεστούν το αμερικανικό Σύνταγμα και την Πρώτη Τροπολογία, που εγγυάται την ελευθερία του λόγου, ισχυριζόμενοι ότι παραβιάζεται βάναυσα.

Παράλληλα, έχουν ήδη αφήσει να εννοηθεί πως θα επιχειρήσουν με κάθε τρόπο να καταφέρουν ένα «ισοδύναμο πλήγμα» σε βάρος της Meta (μητρικής της Facebook) – εξάλλου, όπως θυμίζει το Politico, έχει ήδη δοθεί εντολή στην Apple να αφαιρέσει από τις συσκευές της όλες τις εφαρμογές της.

Αυτό που πρέπει να έχουν, πάντως, κατά νου ο Σι και οι επιτελείς του είναι ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην υπόθεση της Ουκρανίας ή και του Ισραήλ, δεν υπάρχουν μεγάλες και ορατές ρωγμές στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ, μιας και ο Μπάιντεν συνεχίζει την πολιτική του Τραμπ, ενώ Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί μοιάζουν «ενωμένοι», τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία τους.

Η συνέχεια αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.