Με τις βρετανικές εκλογές που διεξάγoνται σήμερα, 4 Ιουλίου, οι ελπίδες του Συντηρητικού Κόμματος για μια έστω αξιοπρεπή ήττα σβήνουν: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια ακόμη πιο πικρή αποτυχία από εκείνη του 1997, όταν οι Εργατικοί ήρθαν στην εξουσία με τον Τόνι Μπλερ. Σήμερα ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος Κιρ Στάρμερ θεωρείται δεδομένα ο επόμενος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Survation μία εβδομάδα πριν τις εκλογές, οι Τόρις αναμένεται να διατηρήσουν μόνο 72 έδρες από τις 365 που κέρδισαν το 2019, ενώ οι Εργατικοί προβλέπεται να συγκεντρώσουν 456.
Ετσι, όλα συνηγορούν πως ο «ευσυνείδητος, οργανωτικός, καθόλου φανταχτερός και κάπως βαρετός» Στάρμερ, όπως τον περιγράφει ο «Monde», θα βρεθεί στο τιμόνι της έκτης πλουσιότερης χώρας στον κόσμο. Και σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα, αυτό ακριβώς χρειάζεται η χώρα ύστερα από 14 ταραχώδη χρόνια συντηρητικής διακυβέρνησης.
Η υπόσχεση
Ο 61χρονος Στάρμερ, που μπήκε στην πολιτική στα 50 και εξελέγη βουλευτής το 2015, έχει περάσει τέσσερα χρόνια ως ηγέτης της αντιπολίτευσης, καταφέρνοντας να «αναστήσει» το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του και να το κατευθύνει από την άκρα Αριστερά του Τζέρεμι Κόρμπιν προς το Κέντρο. Υπό αυτό το πλαίσιο, το μήνυμά του προς τους ψηφοφόρους είναι ότι η διακυβέρνηση των Εργατικών θα φέρει αλλαγές ανακουφιστικού και όχι τρομακτικού είδους. «Η ψήφος στους Εργατικούς είναι ψήφος για τη σταθερότητα – οικονομική και πολιτική» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά όταν ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ κήρυξε αιφνίδια εκλογές στις 22 Μαΐου.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο «Economist», η υποστήριξη προς τους Εργατικούς είναι «ευρεία αλλά ρηχή» – η επικείμενη συντριπτική νίκη οφείλεται περισσότερο στο αίσθημα κατά των Τόρις παρά σε γνήσιο ενθουσιασμό.
Χάος, αστάθεια, σκάνδαλα
Οι λόγοι της προβλεπόμενης καταστροφής των Τόρις είναι ευρέως γνωστοί: οι Βρετανοί αγανάκτησαν αρχικά με τον Μπόρις Τζόνσον, τον οποίο έφεραν στην εξουσία το 2019, λόγω της χαοτικής διακυβέρνησής του και των σκανδάλων που αμαύρωσαν τη θητεία του (κυρίως τα πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ στη διάρκεια της πανδημίας). Η Λιζ Τρας που τον διαδέχθηκε κατέστρεψε τη φήμη των Συντηρητικών για οικονομική σοβαρότητα μέσα στις μόλις 45 ημέρες που διήρκεσε η θητεία της. Παράλληλα, το Brexit εξάντλησε το κόμμα σε εσωτερικές διαμάχες, ενώ προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στην οικονομία της χώρας, πολλά εκ των οποίων παραμένουν άλυτα.
Ενδεικτική είναι μια πρόσφατη συλλογική έρευνα του Cambridge University Press, όπου ο ιστορικός Αντονι Σέλντον έκανε τον απολογισμό των 14 ετών διακυβέρνησης των Τόρις: «Η θέση της Βρετανίας στον κόσμο είναι χαμηλότερη, η ένωση λιγότερο ισχυρή, η ανισότητα αυξημένη, ο πληθυσμός λιγότερο προστατευμένος, η ανάπτυξη πιο αργή με φτωχές προοπτικές, οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργικές, ενώ ο σεβασμός για τον θεσμό του βρετανικού κράτους, της Δικαιοσύνης και της αστυνομίας είναι χαμηλότερος, το ίδιο και για άλλους φορείς, όπως τα πανεπιστήμια και το BBC».
Από την άφιξή του στη Ντάουνινγκ Στριτ το 2022, ο Σούνακ προσπάθησε να διορθώσει μερικά από τα κακώς κείμενα, όμως η ζημιά είχε γίνει στην κοινή γνώμη και αυτό ήταν εμφανές σε κάθε δημοσκόπηση. Η απόφασή του να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές δεν φαίνεται να βελτίωσε τις πιθανότητες του κόμματός του.
Αντίθετα, στον ελάχιστο χρόνο της προεκλογικής εκστρατείας το Συντηρητικό Κόμμα βρέθηκε σε «ελεύθερη πτώση» αφού σημείωνε το ένα ατόπημα μετά το άλλο. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι είναι το πιο πρόσφατο σκάνδαλο που αφορά στοιχήματα για τις εκλογές. Η Επιτροπή Τυχερών Παιχνιδιών ερευνά άτομα κοντά στον Σούνακ, μεταξύ αυτών δύο υποψηφίους των Τόρις, τον διευθυντή της εκστρατείας του κόμματος και τον επικεφαλής δεδομένων, για στοιχήματα σε πιθανές ημερομηνίες εκλογών λίγο πριν την ξαφνική ανακοίνωση του πρωθυπουργού.
Η φιλοδοξία του Φάρατζ
Οπως και να έχει, το επικρατέστερο σενάριο είναι πως το αυτοαποκαλούμενο «παλαιότερο κόμμα του κόσμου», οι Συντηρητικοί, θα υποστούν μια ιστορικά βαριά ήττα την ερχόμενη Πέμπτη. Οι αναλυτές όμως προειδοποιούν πως μπορεί ο Στάρμερ να μεταμόρφωσε με επιτυχία το κόμμα του, όμως το να μεταμορφώσει μια ολόκληρη χώρα θα είναι πολύ πιο δύσκολο. Και εάν αποτύχει, η τιμωρία από ένα ασταθές εκλογικό σώμα θα είναι ταχεία. Εκεί άλλωστε ποντάρει και ο ακροδεξιός Νάιτζελ Φάρατζ, ηγέτης του λαϊκιστικού κόμματος Reform UK (τέταρτο στις δημοσκοπήσεις), ο οποίος εισήχθη στη βρετανική εκλογική εκστρατεία στα τέλη Μαΐου, ισχυριζόμενος ότι το κόμμα του θα είναι εφεξής η «πραγματική αντιπολίτευση» προς τους Εργατικούς.
Η Βρετανία που παραδίδουν οι Συντηρητικοί
Δεκατέσσερα χρόνια συντηρητικής διακυβέρνησης. Πέντε πρωθυπουργοί. Τρεις γενικές εκλογές. Δύο έκτακτες οικονομικές καταστάσεις. Μια συνταγματική κρίση και το Brexit. Τι αφήνουν πίσω τους; Συντρίμμια, απαντά το περιοδικό «New Yorker», επιχειρώντας έναν απολογισμό των 14 αυτών ετών.
Σύμφωνα με το αμερικανικό έντυπο, ο μέσος βρετανός εργαζόμενος είναι σήμερα κατά 14.000 στερλίνες σε χειρότερη θέση ετησίως από όσο αν τα κέρδη συνέχιζαν να αυξάνονται με ρυθμούς προ Τόρις. Οι θέσεις εργασίας έγιναν πιο επισφαλείς, οι ανισότητες στην υγεία αυξήθηκαν, τα τρένα καθυστερούν, τα σχολεία καταρρέουν, η αγορά κατοικίας χαρακτηρίζεται «αστεία».
Μεταξύ 2010 και 2019 οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν από περίπου 41% του ΑΕΠ σε 35%. Το Γραφείο Ευθύνης Προϋπολογισμού το περιγράφει ως «ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα μείωσης του ελλείμματος που έχει παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε προηγμένη οικονομία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Τεράστιοι τομείς δημόσιων δαπανών – όπως η υγεία και η παιδεία – διατηρήθηκαν μόνο ονομαστικά. Οι περικοπές ζημίωσαν επίσης τα δικαστήρια, τις φυλακές, τη φροντίδα των ηλικιωμένων, τα προγράμματα για τη νεολαία, τη συντήρηση των δρόμων, το διπλωματικό σώμα… ο κατάλογος είναι τεράστιος.
Η παιδική φτώχεια αυξήθηκε κατακόρυφα. Περίπου 40% των παιδιών στο Νιούκαστλ, προπύργιο των Εργατικών, ζουν σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας. Παρόμοιο μοτίβο απαντάται σε όλη την Αγγλία.
Τα 10 πρώτα χρόνια διακυβέρνησης των Τόρις έβλαψαν σοβαρά και την υγεία των Βρετανών, σύμφωνα με μελέτη του βρετανού επιδημιολόγου Μάικλ Μάρμοτ, καθώς σημειώθηκε αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας, επιβράδυνση της ανάπτυξης των παιδιών, επιστροφή της ραχίτιδας και στασιμότητα στο προσδόκιμο ζωής, ιδιαίτερα των γυναικών.