Περίπου τρεις μήνες πριν από τις κρίσιμες εκλογές στις ΗΠΑ και ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλαπλά αδιέξοδα, αποφάσισε να προχωρήσει έστω και υπό μορφή ερωτήματος σε μια κίνηση για την οποία πολλοί ήταν εκείνοι που ανησυχούσαν στην Ουάσιγκτον αλλά και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το πρωτοφανές ερώτημα που έθεσε – για μία ακόμα φορά μέσω Twitter – για αναβολή των προεδρικών εκλογών, με πρόσχημα τον κορωνοϊό και τα προβλήματα που θέτει η πανδημία στη φυσική παρουσία των ψηφοφόρων στις κάλπες της 3ης Νοεμβρίου, έβαλε φωτιά στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ.

«Κακά μαντάτα» σε

οικονομία – COVID-19

Λίγα λεπτά προτού εκτοξεύσει τη βόμβα αυτή στο Twitter, είχε ανακοινωθεί το ιστορικό ρεκόρ ύφεσης της οικονομίας στο 32,9% για το διάστημα Απριλίου – Ιουνίου και μόλις δύο μέρες νωρίτερα η χώρα ξεπερνούσε το ορόσημο των 150.000 νεκρών εξαιτίας της COVID-19.

Αν και η πρόταση για τις εκλογές απορρίπτεται ακόμη και από τους στενούς συμμάχους του στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, καταδεικνύει τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει. Ακόμη και σχολιαστές του συντηρητικού Fox News τη χαρακτήρισαν ως μια απροκάλυπτη απόδειξη της μειονεκτικής του θέσης, λέγοντας πως πρόκειται για μέγιστο τακτικό σφάλμα, το οποίο υπογραμμίζει την ανασφάλεια που νιώθει.

Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις σε Πολιτείες-κλειδιά όπως η Φλόριδα, όπου τα κρούσματα σημειώνουν αλματώδη αύξηση – είναι για την ακρίβεια η δεύτερη Πολιτεία που ξεπέρασε τις τελευταίες εβδομάδες σε συνολικό αριθμό κρουσμάτων τη Νέα Υόρκη -, αλλά και σε παραδοσιακά προπύργια των Ρεπουμπλικανών, όπως το Τέξας, ολοένα και περισσότεροι ψηφοφόροι γυρνούν την πλάτη στον Τραμπ.


Σταθερό και σημαντικό

το προβάδισμα Μπάιντεν

Καθώς έχουν απομείνει μόνο εκατό ημέρες για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, ο Τραμπ υπολείπεται σημαντικά του Δημοκρατικού αντιπάλου του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος στις δημοσκοπήσεις διατηρεί ευρύ προβάδισμα 8%. Τα ποσοστά που καταγράφονται απέχουν πολύ από τα περιθώρια στατιστικού λάθους, δείχνουν να παγιώνονται και να σκορπούν χαμόγελα στο στρατόπεδο του Δημοκρατικού υποψηφίου, ο οποίος θα ανακοινώσει το όνομα του υποψήφιου αντιπροέδρου του την ερχόμενη εβδομάδα, που θα είναι γυναίκα.

Την ώρα που η πανδημία σαρώνει τη χώρα, η οικονομική ύφεση τρομάζει και η εξεγερσιακή διαμαρτυρία μετά τη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ δεν λέει να κοπάσει, ο αμερικανός πρόεδρος και το επιτελείο του αναζητούν στη στοχοποίηση τη Κίνας σανίδα σωτηρίας, χρησιμοποιώντας την εξωτερική πολιτική για να καλύψουν τα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας.

«Μεταμόρφωση»

μέσα σε επτά μήνες

Εχουν περάσει μόλις επτά μήνες από την ημέρα που ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραφε την πρώτη φάση της εμπορικής συμφωνίας «Phase οne trade agreement» με την Κίνα, η οποία σηματοδοτούσε, κατά τον ίδιο, ένα ιστορικό βήμα. Για τους αναλυτές, ήταν μια κίνηση που θα αποκλιμάκωνε τον εμπορικό πόλεμο των δύο οικονομικών γιγάντων, ο οποίος είχε κορυφωθεί την τελευταία διετία με την αμοιβαία επιβολή δασμών ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Τότε ο Ντόναλντ Τραμπ έδινε επαίνους στον κινέζο ομόλογό του για το πώς είχε χειριστεί στη χώρα του τον περιορισμό διασποράς του κορωνοϊού που απασχολούσε τον υπόλοιπο κόσμο αποκλειστικά σε επίπεδο ειδησεογραφίας. Είχε ακολουθήσει ένα παιχνίδι εξουσίας υιοθετώντας σκληρή γραμμή τα προηγούμενα δύο χρόνια απέναντι στην Κίνα, ενώ φαινόταν να πιστώνεται την εμπορική συμφωνία με το Πεκίνο. Ο δρόμος για την επανεκλογή του το φθινόπωρο φάνταζε ανοιχτός.

Ολα αυτά ανήκουν σε ένα όχι τόσο μακρινό παρελθόν, όμως μοιάζει να έχει μεσολαβήσει μια αιωνιότητα. Η κρίση της πανδημίας του «κινεζικού» – κατά τον Τραμπ – ιού έχει οδηγήσει στον θάνατο 150.000 ανθρώπων στη χώρα έκτοτε, ο «καλός φίλος» του Σι Τζινπίνγκ έχει μετατραπεί σε έναν ιδιαιτέρως βολικό εχθρό και το Πεκίνο καταλαμβάνει την κορυφή στη λίστα των «απειλών» της Ουάσιγκτον.

Κίνδυνος και για τις

παγκόσμιες ισορροπίες


Με το κλείσιμο του κινεζικού προξενείου στο Χιούστον την περασμένη εβδομάδα, πλέον η ψυχροπολεμική εκτροπή μεταξύ των δύο χωρών λαμβάνει νέες διαστάσεις και κινδυνεύει να αποδειχτεί μοιραία όχι μόνο για τον ηγεμονικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και για τις περιφερειακές και παγκόσμιες ισορροπίες.

«Το κλείσιμο του προξενείου δεν φαίνεται να αποτελεί μέρος μιας συνεκτικής στρατηγικής για να αποτρέψει ή να εξαναγκάσει την Κίνα να αλλάξει τη συμπεριφορά της» αναφέρει στη «Washington Post» η Τζέσικα Τσεν Γουέις, ειδική σε θέματα Κίνας στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ. «Μοιάζει περισσότερο με μια στρατηγική «σοκ και δέους» με στόχο να αποσπάσει τους αμερικανούς ψηφοφόρους από την καταστροφική διαχείριση της κυβέρνησης στην πανδημία».


Αναλυτικό ρεπορτάζ για τις οικονομικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, σελίδα Β13