Ο σερ Κον Ο’ Νιλ, ο επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της Βρετανίας στις συνομιλίες για την προσχώρηση της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, που οριστικοποιήθηκε το 1973, είχε δώσει μια συμβουλή στους πολιτικούς προϊσταμένους του ήδη από την αρχή της διαδικασίας: «Καταπιείτε το ολόκληρο και καταπιείτε το γρήγορα!». Η συμβουλή αυτή θα μπορούσε να αποβεί πολύ χρήσιμη για την Τερέζα Μέι όταν ξεκινούσε τη δύσκολη διαπραγμάτευση για το Brexit ώστε να αποφύγει τις καθυστερήσεις και να μην εγκλωβιστεί σε προτάσεις ανέφικτες. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν θα τη βοηθούσε να υπερβεί τις αγκυλώσεις ενός μεγάλου και διόλου ευκαταφρόνητου μέρους του βρετανικού κατεστημένου που ήδη από το 1975, μόλις δύο χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΟΚ, είχε επιδιώξει, πάλι μέσω δημοψηφίσματος, να βγάλει τη χώρα από την ευρωπαϊκή οικογένεια – αν και χωρίς επιτυχία.
Οι ευρωσκεπτικιστικοί άνεμοι έπνεαν και πνέουν ισχυροί πέρα από τη Θάλασσα της Μάγχης, οδηγώντας την ηγεσία της χώρας σε αυταπάτες για μια επιστροφή σε ένα ακαθόριστο «αυτοκρατορικό μεγαλείο» που θα διασφαλίσει στη Βρετανία έναν «παγκόσμιο ρόλο». Αυτές οι αυταπάτες εμπόδισαν το Λονδίνο να αντιληφθεί εγκαίρως ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα διακινδύνευε την ενότητά της για να ικανοποιήσει τα βρετανικά αιτήματα και είχαν ως αποτέλεσμα μια συμφωνία που βάσει των τρεχουσών ενδείξεων δύσκολα θα υπερβεί τον σκόπελο της Βουλής των Κοινοτήτων. Ουδείς περιγράφει καλύτερα αυτές τις αυταπάτες αλλά και την εργαλειοποίηση της ιστορίας από πολιτικούς όπως ο Μπόρις Τζόνσον ή ακόμη και ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών Τζέρεμι Χαντ (που σε ομιλία του στο Συνέδριο των Συντηρητικών παρομοίασε την ΕΕ με τη Σοβιετική Ενωση) από τον κορυφαίο ιστορικό Ρίτσαρντ Εβανς σε πρόσφατο εκτενές άρθρο του στο περιοδικό «New Statesman» με τον εύγλωττο τίτλο «How the Brexiteers broke history».
Η ομιλία της Θάτσερ και ο ρόλος του Νόρμαν Λαμόντ
Μετά την επικράτηση των οπαδών της παραμονής στην Ενωμένη Ευρώπη στο δημοψήφισμα του 1975 (67% των Βρετανών ψήφισαν υπέρ και 33% κατά), η συζήτηση για την έξοδο από την Κοινή Αγορά υποχώρησε για αρκετά χρόνια. Τούτο άρχισε να μεταβάλλεται λίγο πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το 1988 η «σιδηρά κυρία» της βρετανικής πολιτικής, η Μάργκαρετ Θάτσερ, έδωσε την ιστορική της ομιλία στο Κολέγιο της Ευρώπης, στην Μπριζ του Βελγίου. «Δεν περιορίσαμε με επιτυχία τα όρια του κράτους στη Βρετανία για να τα δούμε να επανεπιβάλλονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο» είχε βροντοφωνάξει η τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, μόλις δύο χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης το 1986. Η «ομιλία της Μπριζ» καθιέρωσε κατά κάποιον τρόπο μια νέα μορφή ευρωσκεπτικισμού που παρομοίαζε την παρακμάζουσα ΕΣΣΔ με τη δημιουργία μιας υπερεθνικής ομοσπονδιακής οντότητας στη Δυτική Ευρώπη.
Η Θάτσερ όμως έχασε την εξουσία δύο χρόνια αργότερα και τη θέση της κατέλαβε ο Τζον Μέιτζορ. Η υιοθέτηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1993 και η δημιουργία της ευρωζώνης ήταν άλλο ένα χτύπημα για τους ευρωσκεπτικιστές – παρά τις εξαιρέσεις που έλαβε η Βρετανία. Στους κόλπους του Συντηρητικού Κόμματος άρχισε να εκδηλώνεται μεγάλη δυσαρέσκεια, ενώ ήδη είχε αρχίσει να διαφαίνεται η άνοδος των «Νέων Εργατικών» του Τόνι Μπλερ. Ηταν τότε που 22 βουλευτές των Τόρις καταψήφισαν τον νόμο για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, σχεδόν ανατρέποντας την κυβέρνηση Μέιτζορ. Μάλιστα, περίπου 12 εξ αυτών προχώρησαν στη δημιουργία του European Research Group (ERG), του ομίλου προβληματισμού γύρω από τον οποίο έχουν σήμερα συσπειρωθεί πολλοί ευρωσκεπτικιστές με βασικό εκφραστή τον, κατά πολλούς γραφικό, Τζέικομπ Ρις – Μογκ.
Ωστόσο, λίγα χρόνια μετά την ομιλία της Θάτσερ στην Μπριζ, μια άλλη ομιλία, που πέρασε απαρατήρητη, έλαβε χώρα στο Συνέδριο των Τόρις στο Μπόρνμουθ. Την εκφώνησε ο Νόρμαν Λαμόντ. Στην Ελλάδα, ο κ. Λαμόντ έγινε γνωστός όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε οργανώσει μια συζήτηση στην οποία είχε μιλήσει ο Γιάνης Βαρουφάκης, το παρ’ ολίγον μοιραίο καλοκαίρι του 2015, για το διαβόητο σχέδιο δημιουργίας ενός παράλληλου τραπεζικού συστήματος σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδος από την ευρωζώνη. Ο Νόρμαν Λαμόντ ήταν υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας στην κυβέρνηση Μέιτζορ την εποχή της «Μαύρης Τετάρτης» στις 16 Σεπτεμβρίου 1992, όταν η κερδοσκοπική επίθεση στη στερλίνα οδήγησε στην έξοδό της από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.
Στο Μπόρνμουθ, ο κ. Λαμόντ επετέθη στα βήματα περισσότερης ευρωπαϊκής ενοποίησης. «Ειπώθηκε πρόσφατα», είχε επισημάνει, «ότι η επιλογή αποχώρησης από την Κοινότητα ήταν αδιανόητη. Πιστεύω ότι αυτή η στάση είναι μάλλον απλοϊκή». Την ιδέα που οδήγησε στο Brexit την είχε μοιραστεί, νωρίτερα την ίδια χρονιά, ο κ. Λαμόντ με ένα κύκλο ακαδημαϊκών, πολιτικών και δημοσιογράφων στο πλαίσιο του Ομίλου Συντηρητικής Φιλοσοφίας. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι ο άνθρωπος που αποφάσισε να προχωρήσει στο μοιραίο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016, ο Ντέιβιντ Κάμερον, ήταν ειδικός σύμβουλος του Λαμόντ στο υπουργείο Οικονομικών. Η ιστορία όντως εμπεριέχει στοιχεία φάρσας…
Η αντεπανάσταση κατά την εποχή Μπλερ
Η άνοδος του Τόνι Μπλερ στην εξουσία το 1997 σηματοδότησε την εμφάνιση μιας ηγεσίας που ήθελε να φέρει τη Βρετανία εγγύτερα στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Το 2002 μάλιστα ο Μπλερ είχε δηλώσει στο Συνέδριο των Εργατικών κάτι πρωτοφανές για βρετανό πολιτικό: «Το ευρώ δεν αφορά μόνο την οικονομία μας, αλλά το πεπρωμένο μας». Ο Γκόρντον Μπράουν, πανίσχυρος «τσάρος» της οικονομίας τότε, απέτρεψε τον φίλο του από την ένταξη στην ευρωζώνη, αλλά ο φιλοευρωπαϊσμός του Μπλερ είχε μάλλον το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα η άρνησή του να θέσει σε δημοψήφισμα τις Συνθήκες του Αμστερνταμ (1997) και της Νίκαιας (2001) τροφοδότησε τη διαμόρφωση ενός «νέου συντηρητισμού» που κορυφώθηκε με το Brexit περίπου 20 χρόνια αργότερα. Ο Μπλερ αντελήφθη το πρόβλημα και το 2004 τάχθηκε υπέρ της προσφυγής στον λαό για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα – έστω απρόθυμα.
Η συντηρητική αντεπανάσταση ξεκίνησε από χαμηλό επίπεδο και στους κόλπους νεαρών Τόρις. Ισως οι πλέον διαπρύσιοι υποστηρικτές του νέου ρεύματος να ήταν ο Ντάνιελ Χάναν και ο Ντάγκλας Κάρσγουελ. Ο πρώτος είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από το 1991, ο δεύτερος ήταν ο πρώτος βουλευτής του Κόμματος για την Ανεξαρτησία του Ηνωμένου Βασιλείου (Ukip). Αποσκίρτησε από τους Τόρις προκαλώντας επαναληπτική εκλογή στην περιφέρειά του και επέτρεψε στο κόμμα του γραφικού Νάιτζελ Φάρατζ να εισέλθει στη Βουλή το 2014. Ηταν αυτός που σύμφωνα με τον «Guardian» έπεισε το 2012 τον Μάθιου Ελιοτ, ιδρυτή της ευρωσκεπτικιστικής «Συμμαχίας των Φορολογουμένων», να δημιουργήσει μια εμβρυϊκή ομάδα για την έναρξη εκστρατείας υπέρ της εξόδου από την ΕΕ. Ο Ελιοτ ανέλαβε αργότερα τη θέση τού διευθύνοντος συμβούλου της εκστρατείας «Vote Leave». Ο Χάναν ήταν επίσης αυτός που έπεισε και τον Κάρσγουελ να αποχωρήσει από το Συντηρητικό Κόμμα, το 2013.
Ο ευρωσκεπτικισμός άρχισε όλο και περισσότερο «να τρώει τα σωθικά» των Τόρις. Μάλιστα, το 2005, ο Χάναν έπεισε τον Κάμερον, που τότε διεκδικούσε την ηγεσία του κόμματος, να υποσχεθεί ότι εφόσον κέρδιζε θα έβγαζε τους Τόρις από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Ο Ντέιβιντ Κάμερον θεωρούσε τις μελλοντικές σχέσεις με την ΕΕ ως ένα διαχειριστικό ζήτημα και δεν ήθελε «να το έχει στα πόδια του». Μάλιστα, το 2006, ο επικεφαλής πλέον των Συντηρητικών και μετέπειτα πρωθυπουργός είχε ζητήσει από το κόμμα του: «Σταματήστε να μιλάτε τόσο πολύ για την Ευρώπη!».
Η πορεία προς το «μοιραίο» δημοψήφισμα
Ο Κάμερον έδινε συμβουλές στους Τόρις, αλλά την ίδια στιγμή ο ίδιος παρέμενε αμφίθυμος. Οι βουλευτικές εκλογές του 2010 δεν έδωσαν στον Κάμερον την πλειοψηφία που θα επιθυμούσε. Τα «μπρος – πίσω» του Κάμερον στο θέμα «Ευρώπη» ήταν χαρακτηριστικά. Τον Ιούνιο του 2009, ο Γουίλιαμ Χέιγκ, που είχε πλέον αναδειχθεί σε έναν από τους στενότερους συμβούλους τού εν αναμονή πρωθυπουργού Κάμερον, είχε ανακοινώσει ότι οι Τόρις αποχωρούν από το ΕΛΚ και δημιουργούν μια νέα ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τους Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Δημοκράτες. Λίγους μήνες αργότερα όμως, τον Νοέμβριο του 2009, οι Τόρις αποφάσισαν να αφαιρέσουν από το μανιφέστο του κόμματος την πρόβλεψη διενέργειας δημοψηφίσματος επί της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι το 2007, σε άρθρο του στη «Sun», o Κάμερον είχε υποσχεθεί την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος επί οποιασδήποτε νέας ευρωπαϊκής Συνθήκης. Από τη στιγμή που αποφάσισε να κυρώσει τη Συνθήκη της Λισαβόνας, άρχισε να αναζητεί διεξόδους στην εσωκομματική πίεση, η οποία αυξήθηκε όταν ο τότε δήμαρχος του Λονδίνου, ο Μπόρις Τζόνσον, ετάχθη επισήμως, τον Μάρτιο του 2012, υπέρ ενός δημοψηφίσματος για την έξοδο ή την παραμονή στην ΕΕ. Ως απάντηση, ο Κάμερον έδωσε εντολή στον Χέιγκ να διενεργήσει μελέτη επί της ισορροπίας των αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας. Η στρατηγική που επελέγη κατέληγε στην επιλογή διεξαγωγής δημοψηφίσματος που θα ρύθμιζε τη σχέση των δύο πλευρών.
Ο Κάμερον ανακοίνωσε το δημοψήφισμα τον Ιανουάριο του 2013. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν φέρεται να είπε ότι «το τζίνι του δημοψηφίσματος βγήκε από το μπουκάλι» και δεν είχε άδικο. Το δημοψήφισμα ορίστηκε για το 2016 διότι το επιτελείο του Κάμερον ήθελε να ξεμπερδεύει ώστε να εστιάσει σε όσα θεωρούσε σημαντικά αλλά και για να προλάβει τις εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία το 2017. Δυστυχώς όμως η συνολική στρατηγική και η έμφαση στους οικονομικούς κινδύνους του Brexit δεν στάθηκαν επαρκείς ώστε να ανασχεθεί η δυναμική τής εξόδου…
Τι κρύβει η επόμενη μέρα της Συμφωνίας Αποχώρησης
Επειτα από μια σκληρή διαπραγμάτευση δύο ετών, η κυρία Μέι θα διεκδικήσει, πιθανότατα στις 12 Δεκεμβρίου, την ψήφιση της Συμφωνίας Αποχώρησης στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ολα τα προγνωστικά δείχνουν ότι η κοινοβουλευτική αριθμητική δεν θα τη βοηθήσει να κερδίσει – κάτι που ίσως ανοίξει «τον ασκό του Αιόλου» και να φέρει το σενάριο της μη συμφωνίας προ των πυλών. Υπενθυμίζεται ότι η βρετανική Βουλή έχει 650 μέλη, εκ των οποίων ψηφίζουν οι 639. Ο κυβερνητικός συνασπισμός αποτελείται σήμερα από 326 βουλευτές, τους 316 των Τόρις και τους 10 του βορειοϊρλανδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Ενωτικών, μόλις 13 περισσότεροι από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης μαζί.
Σύμφωνα με τους προαναφερθέντες αριθμούς, αρκεί επτά βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας να ψηφίσουν κατά της συμφωνίας ώστε αυτή να ναυαγήσει. Υπολογίζεται όμως ότι ως και 90 βουλευτές, εκ των οποίων τουλάχιστον οι μισοί προέρχονται από τους Τόρις, είναι αντίθετοι στη συμφωνία. Δεν είναι βέβαιο ότι όλοι οι ευρωσκεπτικιστές Τόρις θα καταψηφίσουν, αλλά οι εκτιμήσεις θεωρούν ότι τουλάχιστον 20 – 25 εξ αυτών θα το πράξουν. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και όσοι Εργατικοί σκέπτονται να υπερψηφίσουν, ίσως να μην το πράξουν αν η καταψήφιση έχει προεξοφληθεί.
Η έκταση της ήττας της Τερέζα Μέι θα κρίνει και τα επόμενα βήματα καθώς και το ενδεχόμενο μιας δεύτερης ψηφοφορίας, πιθανόν τον Ιανουάριο (πρόκειται για ένα σενάριο που έχει ήδη κοινοποιηθεί στις Βρυξέλλες).
Ωστόσο, δεν μοιάζει πιθανό η ΕΕ να δεχθεί να προβεί σε κάποιες αλλαγές στη Συμφωνία Αποχώρησης ώστε να βοηθήσει τη Μέι, με εξαίρεση ίσως κάποιες διακοσμητικές «πινελιές» στην Πολιτική Διακήρυξη. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η ψηφοφορία στη Βουλή των Κοινοτήτων αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις 11 Δεκεμβρίου, την παραμονή της Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (13 -14 Δεκεμβρίου). Υπάρχει κάποιο Σχέδιο Β’; Σύμφωνα με το Eurasia Group, ένα σενάριο που εσχάτως κερδίζει έδαφος είναι αυτό ενός ενισχυμένου νορβηγικού μοντέλου, που θα εγγυόταν την παραμονή της Βρετανίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, άρα επίσης στην Ενιαία Αγορά και στην τελωνειακή ένωση (θέση που στηρίζουν και οι Εργατικοί). Οι Βρυξέλλες ίσως να μην ήταν αρνητικές σε αυτή την εκδοχή ώστε να αποφευχθεί μια μη συμφωνία. Η κυρία Μέι τάχθηκε την περασμένη Πέμπτη δημοσίως κατά του σχεδίου Β’.
Είναι σαφές ότι οι εκλογές δεν είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο για τους Τόρις που υπολείπονται των Εργατικών στις δημοσκοπήσεις. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν λογικά θα υποβάλει πρόταση δυσπιστίας αν η συμφωνία καταψηφιστεί. Δύσκολα θα την κερδίσει, αλλά τότε αρκετοί ελπίζουν ότι θα κερδίσει έδαφος το αίτημα για νέο δημοψήφισμα (με ασαφές όμως το ερώτημα). Και ίσως να ελπίζουν σε κάτι τέτοιο αρκετοί και στην υπόλοιπη ΕΕ, ακόμη κι αν δεν το παραδέχονται…