Σχεδόν 60 χρόνια μετά τη Συνθήκη του Ελιζέ, που υπέγραψαν στο Προεδρικό Μέγαρο στο Παρίσι ο Ντε Γκωλ με τον Αντενάουερ και η οποία θεμελίωσε μια στενή σχέση πολυεπίπεδης συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, σβήνοντας τις οδυνηρές μνήμες του παρελθόντος, την περασμένη Τετάρτη στο ίδιο ακριβώς Μέγαρο ο Μακρόν και ο Σολτς διαπίστωσαν ουσιαστικά το τέλος αυτής της σχέσης. Σηματοδοτώντας έτσι την αρνητική επιρροή που είχε η πρόσφατη σειρά καίριων διαφωνιών σε εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι δύο πλευρές αναγνώρισαν πως χρειάζεται χρόνος για να ξεπεραστούν οι διαφωνίες, με στόχο να μπορέσουν να εορτάσουν τον ερχόμενο Ιανουάριο τα 60 χρόνια της Συνθήκης. Καθώς μάλιστα είχε προγραμματισθεί για την περασμένη Τετάρτη μια διμερής διακυβερνητική διάσκεψη για την προετοιμασία των εορτασμών, η οποία και αναβλήθηκε. Μια διάσκεψη που όλα αυτά τα χρόνια συνεδρίαζε τακτικά, ενώ τώρα οι δύο ηγέτες απέφυγαν ακόμη και την κοινή συνέντευξη Τύπου.
Κατόπιν όλων αυτών δεν θέλει και πολλή σκέψη για να αντιληφθεί κανείς τι μπορεί να σημαίνει η αρνητική αυτή εξέλιξη για ολόκληρη της Ευρώπη. Και μάλιστα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή, με όλα τα γνωστά προβλήματα που έχει δημιουργήσει ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία. Προβλήματα, που έχουν οδυνηρό αντίκτυπο και στην καθημερινή ζωή των ευρωπαίων πολιτών, κυρίως στον ενεργειακό τομέα. Είναι άλλωστε τα προβλήματα αυτά που οδήγησαν στη διάρρηξη των γαλλογερμανικών σχέσεων, καθώς η Γερμανία κατηγορήθηκε – και όχι μόνον από τη Γαλλία – ότι δεν έδειξε την απαιτούμενη φιλοευρωπαϊκή αλληλεγγύη για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων και προτίμησε να προχωρήσει σε λύσεις που προστατεύουν τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Αποδεικνύοντας δυστυχώς έτσι ότι ο ανάλγητος Πούτιν είχε δίκιο όταν υπολόγιζε πως η παράταση του πολέμου θα δημιουργούσε άμεσα προβλήματα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, με αποτέλεσμα να προκληθούν εσωτερικές αντιδράσεις.
Ταυτόχρονα πήγαν περίπατο και όλα τα σχέδια για μια αυτόνομη ευρωπαϊκή αμυντική διάσταση, την οποία έχει προτείνει στις αρχές της θητείας του ο Εμανουέλ Μακρόν. Καθώς οι προτάσεις αυτές δεν βρήκαν ανταπόκριση από τη Γερμανία, η οποία φάνηκε να ευνοεί περισσότερο τις θέσεις των κεντροευρωπαϊκών χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι οποίες, λόγω της γνωστής σοβιετικής καταπίεσης του παρελθόντος, προτίμησαν να στηριχθούν στην αμερικανική ομπρέλα. Ηλθε βέβαια μετά ο πόλεμος για να αναδείξει τις αδυναμίες της ευρωπαϊκής ασφάλειας και τη δεδομένη ισχύ των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Και άντε μετά να προχωρήσουν τα ευρωπαϊκά σχέδια του Μακρόν, που είχε μάλιστα χαρακτηρίσει ως εγκεφαλικά νεκρό το ΝΑΤΟ. Και να δούμε τι μέλλει γενέσθαι όταν, πέραν της γαλλογερμανικής εμπλοκής, έχουμε τώρα στην τρίτη ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης, την Ιταλία, μια πρωθυπουργό που στο παρελθόν τουλάχιστον, είχε εκφράσει τον θαυμασμό της για τον Μουσολίνι. Αν και τώρα παρουσιάζεται με διαφορετικό, πιο συναινετικό πρόσωπο.