Η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν είναι ένας εύκολος δρόμος προς την ασφάλεια και τη σταθερότητα της εμπόλεμης χώρας και της Ευρώπης, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο ανάμεσα στη Δύση και στη Ρωσία, ακόμη και σε τρίτο παγκόσμιο. Η ίδια η Ουκρανία επιθυμούσε η εφετινή σύνοδος κορυφής του Βορειοατλαντικού Συμφώνου στο Βίλνιους της Λιθουανίας να ολοκληρωθεί με μια σαφή δήλωση ότι θα γίνει μέλος της Συμμαχίας μόλις τελειώσει ο πόλεμος. Το προσχέδιο συμπερασμάτων δεν άφησε πολλά περιθώρια.
Οι ηγέτες του ΝΑΤΟ «έταξαν» λίγα πράγματα στο Κίεβο, ουσιαστικά μια άνευρη υπόσχεση ότι το μέλλον της Ουκρανίας βρίσκεται στο ΝΑΤΟ, χωρίς ωστόσο να δώσουν απτό χρονοδιάγραμμα για το πότε θα συμβεί αυτό. Παρέχουν όμως πολλά άλλα, όπως όπλα, υλικοτεχνική υποστήριξη και περαιτέρω στρατιωτική εκπαίδευση για «όσο χρειαστεί» όπως τόνισαν, εξοργίζοντας όπως ήταν φυσικό τη Μόσχα.
«Εχουμε κουραστεί να περιμένουμε»
Αναμφίβολα το Κίεβο δεν θέλει να δείξει αγνωμοσύνη ως προς το δεύτερο σκέλος. Το ΝΑΤΟ έχει προμηθεύσει τη χώρα με περισσότερα από 160 δισ. δολάρια σε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια συνολικά από την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022. Ομως οι Ουκρανοί πιστεύουν ακράδαντα ότι θα χρειαστούν πολύ περισσότερα για τη μακροχρόνια ασφάλειά τους.
«Είναι παράλογο να μην έχει τεθεί χρονικό πλαίσιο ούτε για πρόσκληση ούτε για συμμετοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ» ανέφερε εμφανώς ενοχλημένος ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι σε μια πρώτη έντονη αντίδραση. Ο ουκρανός πρόεδρος κατέστησε σαφές ότι το Κίεβο έχει κουραστεί να περιμένει 15 ολόκληρα χρόνια (το 2008, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, είχε λάβει μια απροσδιόριστη δήλωση ότι θα γίνει μέλος) και πως θέλει να χαραχθεί μια σαφής πορεία προς την ένταξη.
Εξ ου και οι πιέσεις που άσκησε ήταν πολλές. Μέχρι η Σύνοδος να ολοκληρωθεί, οι σύμμαχοι είχαν καταφέρει να του χρυσώσουν το χάπι, παρέχοντάς του ένα «σύμφωνο στήριξης», χωρίς όμως να του δίνουν συγκεκριμένη δέσμευση. Ο Ζελένσκι επανήλθε με νέα δήλωση. «Εξαλείφθηκε κάθε αμφιβολία για το εάν η Ουκρανία θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Θα γίνει», ενώ την ίδια ώρα διασφάλισε ως μια ενδιάμεση λύση, περισσότερα όπλα και οικονομική ενίσχυση πολλών δισ. σε μόνιμη βάση από την ομάδα των G7.
Σε κάθε περίπτωση, πάγια θέση του Κιέβου είναι ότι η μέχρι σήμερα διστακτική στάση του ΝΑΤΟ δίνει το τέλειο πάτημα στη Ρωσία να συνεχίζει την «τρομοκρατία» και μάλιστα επ’ αόριστον, και ότι η Μόσχα καταλαβαίνει μόνο μία γλώσσα, αυτή της βίας. Την άποψη αυτή συμμερίζεται ως επί το πλείστον η Ανατολική Ευρώπη, όπως η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής που αντιλαμβάνονται ως υπαρξιακή απειλή τον εξ Ανατολών γείτονά τους.
Οι «πρόθυμοι» και οι διστακτικοί
Στη Δύση δεν είναι λίγοι όσοι αναφέρουν εδώ και καιρό ότι μόνο μέσω της ένταξής της στο ΝΑΤΟ η Ουκρανία «θα έσπαγε τους αιώνες υποταγής στη Ρωσία», όπως σχολιάζουν οι Financial Times. «Αν μια διαιρεμένη Γερμανία μπορούσε να μπει στο ΝΑΤΟ, γιατί όχι η Ουκρανία» τιτλοφορούσε προ μηνός άρθρο του ο έγκριτος αρθογράφος Στίβεν Ερλάνγκερ των «New York Times» και πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν, όπως γράφει το «Foreign Affairs», ότι «ο σημερινός de facto ρωσικός έλεγχος σε πολλά μέρη της Ουκρανίας δεν θα πρέπει να εμποδίσει την ταχεία ένταξη του Κιέβου». Αυτό που λένε δηλαδή είναι ότι το ΝΑΤΟ θα μπορούσε με τον τρόπο που αντιμετώπισε τη διαιρεμένη Γερμανία το 1955 να αντιμετωπίσει και την Ουκρανία και δη με τα δυτικά ελεύθερα εδάφη της, και αυτό προτού υπάρξει κατάπαυση του πυρός. Ομως πλήθος ηγετών, με προεξάρχοντα τον αμερικανό πρόεδρο, ήταν κατηγορηματικά αρνητικοί. Σε προ ημερών συνέντευξή του στο CNN, ο Τζο Μπάιντεν δήλωνε ότι η Ουκρανία «δεν είναι έτοιμη» να ενταχθεί στη Συμμαχία, όχι μόνο γιατί δεν πληροί βασικές πολιτικές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η ενδημική διαφθορά που θα πρέπει να επιλύσει, αλλά κυρίως γιατί αυτός ο δρόμος ενέχει πολλά ρίσκα για την ευρύτερη ασφάλεια. Η απροθυμία της Ουάσιγκτον έγκειται στο κύριο όφελος που συνεπάγεται η πλήρης ένταξη ενός μέλους στο ΝΑΤΟ: στην υπόσχεση, δηλαδή, για συλλογική άμυνα. Σύμφωνα με το Αρθρο 5, ένοπλη επίθεση εναντίον ενός από τα κράτη-μέλη θεωρείται επίθεση προς όλες τις χώρες. Και αυτό το ενδεχόμενο, δηλαδή έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με τη Ρωσία, δεν είναι πρόθυμοι να τον διεξαγάγουν.
Οι Ρώσοι συνεχίζουν με βόμβες και απειλές
Στον απόηχο των εξελίξεων αυτών η Μόσχα απαντούσε με μπαράζ αεροπορικών επιδρομών με κύριο στόχο την πρωτεύουσα της Ουκρανίας, αλλά και δεκάδες άλλες ουκρανικές πόλεις. Την ίδια ώρα, ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ δήλωνε σε συνέντευξή του ότι καθώς ΝΑΤΟ και σύμμαχοι ενισχύουν τη στρατιωτική θωράκιση της Ουκρανίας, «δημιουργούν κίνδυνο απευθείας σύγκρουσης με τη Ρωσία, κάτι που μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες» διότι, όπως τόνισε, η Μόσχα θα ανταποκριθεί έγκαιρα και κατάλληλα με όλα τα μέσα και τις μεθόδους που διαθέτει. Παράλληλα, κατηγόρησε το ΝΑΤΟ ότι έχει επιστρέψει σε εποχές Ψυχρού Πολέμου. Οχι μόνο διότι στέλνει περισσότερα όπλα στο Κίεβο, αλλά πρωτίστως γιατί διχάζει τον κόσμο βάσει ιδεολογικών διαφορών «ανάμεσα σε χώρες που θεωρεί ότι είναι δημοκρατίες και σε εκείνες που θεωρεί αυταρχικά καθεστώτα. Και στο στόχαστρο αυτής της πολιτικής αναζήτησης εχθρών στοχεύει τη Ρωσία».