Η Ρουσλάνα, πρόσφυγας από την Ουκρανία, συναντάει τον σύζυγο και πατέρα του γιου της μόνο στα σύνορα. Οποτε μπορεί, παίρνει τον μικρό Νικίτα και διανύουν σχεδόν 1.800 χιλιόμετρα από την Αθήνα μέχρι τα ρουμανο-ουκρανικά σύνορα στα Καρπάθια. Εκεί τους βρίσκει ο Ρομάν, ο σύζυγός της, και περνούν λίγο χρόνο μαζί. Σκέφτηκαν αυτό τον τρόπο για να μη στερείται ο μικρός τον πατέρα του. Η 40χρονη Ρουσλάνα Πόγιοτζικ βρίσκεται στη χώρα μας περίπου έναν χρόνο – έφυγε άρον-άρον μαζί με τον Νικίτα από το Κίεβο την επομένη της ρωσικής επίθεσης, παίρνοντας μαζί της όσα πρόλαβε να βάλει σε μια βαλίτσα.
Εφτασε στην Αθήνα, όπου ζει η μητέρα της εδώ και 25 χρόνια, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι πέντε ημερών με αυτοκίνητο. Η Ρουσλάνα οδηγούσε ατέλειωτα, μεταφέροντας στην ασφάλεια τον γιο της και την 25χρονη κόρη του συζύγου της από προηγούμενο γάμο. Και μπορεί για την ίδια το ταξίδι να ήταν δύσκολο, όμως ο μικρός, που ήταν τότε 2,5 ετών, αντιμετώπισε τη διαδρομή σαν ένα παιχνίδι. «Ηταν ενθουσιασμένος, ποτέ δεν έδειξε να βαριέται. Ηταν χαρούμενος, κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα» λέει η μητέρα.
Ο σύζυγός της έμεινε πίσω στην Ουκρανία και συνεχίζει να εργάζεται σε μια εταιρεία με ιατρικό εξοπλισμό. Η ίδια, αφού δούλεψε εθελοντικά σε παιδικό σταθμό για Ουκρανούς και ως βοηθός σε οδοντιατρείο, ασκεί το επάγγελμά της – είναι οδοντίατρος. Τις ελεύθερες ώρες της μαθαίνει ελληνικά και αγγλικά στη «Μέλισσα», το δίκτυο για μετανάστριες που λειτουργεί στην Αθήνα.
Ο γιος της πηγαίνει σε ελληνικό παιδικό σταθμό και μαθαίνει μοντέρνους χορούς. Ο Νικίτα είναι ένα χαρούμενο παιδί. «Εχει ξεχάσει το σπίτι στο Κίεβο» μας λέει η Ρουσλάνα «και θεωρεί ότι το σπίτι του είναι εδώ. Του αρέσει η θάλασσα, έχει κάνει φίλους. Κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα». Ο μικρός μιλά κάθε μέρα με τον πατέρα του με πολύωρες βιντεοκλήσεις, ο Ρομάν του ζωγραφίζει, του κάνει μαθήματα, του διαβάζει παραμύθια… Κι αυτές είναι οι ώρες που ο Νικίτα περιμένει πώς και πώς.
Η οικογένεια προσπαθεί να μείνει ενωμένη. Ο πόλεμος έκανε τη Ρουσλάνα να δει διαφορετικά τη ζωή της. «Είχαμε πολύ καλή ζωή στην Ουκρανία, είχαμε όλα όσα χρειάζεται κανείς. Τώρα όμως καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν αυτά που έχουμε ανάγκη. Το πιο σπουδαίο που είχαμε ήταν η οικογένειά μας».