Ολαϊκισμός είναι ένα δυναμικό κοινωνικό φαινόμενο, που όχι μόνον μεταλλάσσεται και αναπροσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, αλλά και συνήθως χρησιμοποιεί για τη διάδοσή του τα μέσα ενημέρωσης, παλαιά και νέα. Παράλληλα, τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξηθεί το ερευνητικό ενδιαφέρον για τη μελέτη της σχέσης μεταξύ των ΜΜΕ και του λαϊκισμού, όπου η παρουσία λαϊκισμού στο ειδησεογραφικό περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης θεωρείται πως προέρχεται (α) είτε από την αυξημένη δημοσιογραφική κάλυψη των λαϊκιστών είτε (β) από τα ίδια τα ΜΜΕ που λειτουργούν ως παραγωγοί λαϊκισμού.
Μελετητές που έχουν διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους τα ΜΜΕ καλύπτουν λαϊκιστικά κόμματα, κινήματα και ηγέτες, καταγράφουν: Πρώτον, η πρότερη περιορισμένη δημοσιογραφική κάλυψη έχει θεαματικά αυξηθεί παρωθούμενη συχνά από τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων όπου καταγράφουν αύξηση της απήχησης των εν λόγω ηγετών, κινημάτων ή κομμάτων. Δεύτερον, η αύξηση αυτή συχνά οφείλεται στο ότι η ανέκαθεν εμπορική λογική των μέσων τέμνεται με την απήχηση των λαϊκιστικών μηνυμάτων. Τρίτον, καθώς αυξάνεται η ειδησεογραφική κάλυψη των λαϊκιστών καταγράφεται συχνά μια παράλληλη αύξηση των δημοσιευμάτων με αρνητικό πρόσημο. Βέβαια, ουκ ολίγες φορές έχει αποδειχθεί στο μάρκετινγκ ότι και η αρνητική δημοσιότητα επιτυγχάνει θετικά αποτελέσματα, ειδικά όταν ένα προϊόν είναι σχετικά άγνωστο.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει να διαφεύγει ο ρόλος της χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που άλλοτε επικρίνει και άλλοτε επιδοκιμάζει (και αρκετά έντονα) τις απόψεις των λαϊκιστών. Αλλά και οι δημοσιογράφοι συχνά σφάλλουν στις αξιολογήσεις τους. Κι αυτό γιατί έχουν συχνά παραβλέψει να λάβουν τον λαϊκισμό σοβαρά, καθώς πλειστάκις τον αντιμετωπίζουν ως μια ασήμαντη τάση, περιγράφοντάς τον με απλουστευτικές, σχεδόν ουδέτερες φράσεις, ή ότι οι συγκεκριμένοι ηγέτες ή επικεφαλής δεν έχουν καμία ελπίδα νίκης ή δυνατότητα επιρροής των πολιτικών διαδικασιών και αποτελεσμάτων. Η τελευταία δεκαετία όμως ανέτρεψε αυτές τις δοξασίες.
Ταυτόχρονα με τον λαϊκισμό παρατηρείται το φαινόμενο τα ίδια τα ΜΜΕ να παράγουν τον δικό τους λαϊκισμό, με το να υποστηρίζουν ότι είναι υπερασπιστές του λαού (των απλών ανθρώπων), έχοντας ταυτόχρονα και μια κριτική ματιά απέναντι στους κατέχοντες την εξουσία (ελίτ) και το σύστημα. Η στάση αυτή προκύπτει από τον κανονιστικό ρόλο των ΜΜΕ ως η «Τέταρτη εξουσία».
Επίσης, ο κοινωνικός ρόλος των ΜΜΕ δημιουργεί κάποιες ακόμη βασικές προϋποθέσεις, οι οποίες μπορεί να είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη λαϊκιστικών θέσεων από τα ίδια τα ΜΜΕ. Συγκεκριμένα: για τα ΜΜΕ φαίνεται πιο εύκολο να παρακάμψουν το πολιτικό σύστημα, με την κοινή γνώμη να θεωρεί ότι επικοινωνούν απευθείας με τον λαό (αγνοώντας τις περισσότερες φορές τη θεσμική διάσταση των ΜΜΕ στην κοινωνία και τη σημαντική τους σχέση και διάδραση με το πολιτικό σύστημα). Ακόμη, ότι τα ΜΜΕ μπορούν να χρησιμοποιήσουν, ανάλογα βέβαια με το κοινό τους, ρητορική και γλώσσα που είναι αδύνατο να χρησιμοποιηθούν σε επίσημο πολιτικό πλαίσιο και σε εκφράσεις, καθώς οι πολιτικοί εν γένει δεν θα μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν και πολιτικά να τις «αντέξουν».
Πρόσφατα ο λαϊκισμός έχει λάβει νέες διαστάσεις, καθώς έχει συνδεθεί τόσο με την κλιματική κρίση όσο και με τις αντιδράσεις στην πανδημία της Covid-19. Θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να αναλυθεί εάν τα μέσα ενημέρωσης, που επικρίνουν ορισμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ή της Covid-19, το έκαναν με γνώμονα να αποσπάσουν την κατακερματισμένη προσοχή του κοινού ή υιοθέτησαν ξανά τη στάση της «εποπτικής δυσπιστίας» τους απέναντι στην εξουσία.
Βέβαια, το πιο εύκολο πάντα είναι να κατηγορηθεί ο αγγελιοφόρος. Ωστόσο, στην ψηφιακή εποχή του λαϊκισμού και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι πλέον αντικείμενο επιστημονικής έρευνας εάν τα παραδοσιακά ΜΜΕ «ελέγχουν» την «πύλη» προς τη δημόσια σφαίρα για τους λαϊκιστές πολιτικούς και τα μηνύματά τους, αν οι ερμηνείες/αναλύσεις τους εισακούγονται από την κοινή γνώμη καθώς αφενός η είδηση, η καρδιά των μέσων ενημέρωσης, χάνει τη σημασία της και επομένως την εμπορική της αξία, αφετέρου όλο και περισσότεροι πολίτες, ιδίως νεαρής ηλικίας, αποφεύγουν την ενημέρωση.
Ο κ. Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.