Το χάος στη γαλλική πολιτική σκηνή μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ σε συνδυασμό με τη γερμανική εσωστρέφεια εν όψει των ομοσπονδιακών εκλογών του Φεβρουαρίου έχουν εγείρει ερωτήματα για την εξέλιξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ενώ κάποιοι βλέπουν ως και ανατροπή των ισορροπιών ισχύος εντός της Γηραιάς Ηπείρου.
«Από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και μετά, οι μεγάλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δείχνουν τάσεις νευρικής παράλυσης» λέει στο «Βήμα» ευρωπαίος αξιωματούχος, διατηρώντας την ανωνυμία του. Πρόσθεσε ότι συνιστά απόλυτη ανάγκη η αποκατάσταση της σταθερότητας στο Βερολίνο και στο Παρίσι, τις «ατμομηχανές», όπως είπε, της Ευρώπης, προκειμένου η τελευταία να αντιμετωπίσει το νέο διεθνές περιβάλλον.
Τι φοβούνται οι Βρυξέλλες
Ο κύριος φόβος των Ευρωπαίων είναι μια «παρατεταμένη πολιτική κρίση» στη Γαλλία, δεδομένης της δυσκολίας σχηματισμού κυβέρνησης σταθερής πλειοψηφίας. Κάποιοι θεωρούν ότι ανεξάρτητα από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, τα άκρα του γαλλικού πολιτικού φάσματος – ειδικά η γαλλική Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν – θα «περιμένουν στη γωνία» και θα κλιμακώνουν τις αντιδράσεις όσο πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές του 2027.
«Μια καταδίκη της Λεπέν τον Μάρτιο αναφορικά με το σκάνδαλο (για την υπεξαίρεση χρημάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) που φέρεται να έχει εμπλακεί θα της στερήσει το δικαίωμα να κατέβει υποψήφια στις προεδρικές εκλογές […] και εκεί θα επιδιώξει να σπείρει το χάος στη Γαλλία» προσθέτει ο ευρωπαίος αξιωματούχος. Η ηγέτις της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης (RN) αναμένει στις 31 Μαρτίου 2025 την απόφαση του δικαστηρίου.
Ωστόσο, φημολογείται έντονα και το σενάριο «εμφυλίου» εντός της γαλλικής Ακροδεξιάς, με τον πρόεδρο της RN Ζορντάν Μπαρντελά – ο οποίος σε θέματα οικονομίας είναι πιο φιλελεύθερος από τη Λεπέν – να περιμένει να αδράξει την ευκαιρία σε περίπτωση καταδίκης της Λεπέν. Ηδη το τελευταίο διάστημα, ενώ η Λεπέν ασχολείται με τις δικαστικές της υποθέσεις, ο Μπαρντελά έχει ξεκινήσει επικοινωνιακή εκστρατεία σε όλη τη χώρα διαφημίζοντας το νέο του βιβλίο.
Σε οικονομικό επίπεδο, πηγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνουν ότι οι Βρυξέλλες θα δείξουν κατανόηση αναφορικά με το αδιέξοδο στην έγκριση του προϋπολογισμού στη Γαλλία.
Τι δήλωσε ο πρόεδρος Μακρόν
Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι ο προϋπολογισμός του 2025, που θα καταρτιστεί από τη νέα κυβέρνηση, όταν αυτή σχηματιστεί, θα ψηφιστεί τον Ιανουάριο.
Ωστόσο, εάν δεν βρεθεί λύση εντός λογικών χρονικών ορίων, η αρνητική αντίδραση των αγορών ανησυχεί τις Βρυξέλλες, και ειδικά το σενάριο «spill-over», δηλαδή διάχυσης, στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Ο Τεό Λαρί, αναλυτής του think-tank Martens Centre, που ιδεολογικά βρίσκεται κοντά στο κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), είπε στο «Βήμα» ότι είναι προφανώς ανησυχητικό για όλους τους Ευρωπαίους όταν ένα κράτος-μέλος περνά μέσα από εσωτερική πολιτική αναταραχή και «ακόμη περισσότερο όταν είναι μια μεγάλη χώρα όπως η Γαλλία».
«Ο καθοριστικός παράγοντας θα είναι το πόσο γρήγορα ο πρόεδρος Μακρόν μπορεί να βρει έναν πρωθυπουργό που θα καταφέρει να βρει τρόπο να εργαστεί στην επί του παρόντος διαλυμένη Εθνοσυνέλευση. Αυτό θα έχει άμεση επίδραση στην εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στη Γαλλία, και κατά συνέπεια στην ευρύτερη ΕΕ» τόνισε ο Λαρί.
Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι αν η παρατεταμένη πολιτική αστάθεια οδηγήσει σε υποβάθμιση της εμπιστοσύνης από τους πιστωτές και αυξήσει το φάσμα μιας κρίσης χρέους, «τότε η ΕΕ θα πρέπει να βάλει σε αναμονή τα φιλόδοξα σχέδιά της, όπως για παράδειγμα τη στρατηγική αυτονομία, προκειμένου να επικεντρωθεί στη διαχείριση κρίσεων».
Αναδυόμενοι ατλαντιστές
Ο γαλλογερμανικός άξονας αποτέλεσε κινητήρια δύναμη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος από την έναρξή του. Ωστόσο η σημερινή έλλειψη ισχυρής πολιτικής ηγεσίας στο Παρίσι, σε συνδυασμό με την οικονομική αποδυνάμωση της Γερμανίας μετά τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, οδηγούν σταδιακά και σε αλλαγή των ισορροπιών εντός της ΕΕ και το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα μπορεί να εξελιχθεί ανεξάρτητα.
Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, γνωστές για τη φιλοατλαντική στάση τους, αποσκοπούν να καλύψουν το κενό ισχύος που δημιουργείται, ιδίως μετά και την έλευση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Μάλιστα χώρες σαν την Πολωνία – η οποία αναλαμβάνει την εξάμηνη εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ τον Ιανουάριο – ευνοούνται από την πολιτική αστάθεια στη Γαλλία διότι αυτή συνεπάγεται και μειωμένη γαλλική επιρροή στα ευρωπαϊκά δρώμενα.
Ηδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αγνόησε επιδεικτικά εντός της εβδομάδας την έντονη αντίθεση της Γαλλίας για την εμπορική συμφωνία «Mercosur» της ΕΕ με χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ενώ το Παρίσι παρέλυε, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υπέγραψε στην Ουρουγουάη τη συμφωνία αψηφώντας το γαλλικό «όχι».
Επίσης, αρκετοί στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι, δεδομένου του εκνευρισμού των Ρεπουμπλικανών με τη γερμανική διαχείριση της Ουκρανίας όλα αυτά τα χρόνια επί καγκελαρίας της Ανγκελα Μέρκελ – και δη λόγω του αγωγού Nord Stream II –, ο πρόεδρος Τραμπ θα είναι πολύ πιο εύκολο να μιλήσει στη Βαρσοβία παρά στο Βερολίνο για ευρωπαϊκά ζητήματα.
Ποια «στρατηγική αυτονομία»;
Επιπρόσθετα, ο αποδυναμωμένος Μακρόν δεν έχει την ισχύ να στηρίξει τη γραμμή της «στρατηγικής αυτονομίας» της ΕΕ, ειδικά σε θέματα άμυνας. Μέχρι πρόσφατα ο γάλλος πρόεδρος μπλόκαρε τη δυνατότητα σε μη ευρωπαϊκές εταιρείες να συμμετέχουν σε ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς εξοπλισμών, επιμένοντας στη γραμμή «buy European».
Ωστόσο, η Ανατολική Ευρώπη πίεσε – ειδικά η Πολωνία – και κάμφθηκε η γαλλική επιμονή. «Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία δεν έχει τέτοια δυνατότητα παραγωγής που να αντανακλά τις ανάγκες της Ευρώπης, γι’ αυτό πρέπει να ανοιχτούμε στις ΗΠΑ» σχολίασε σχετικά πολωνός διπλωμάτης.
Κληθείς να σχολιάσει τις διαφαινόμενες νέες ισορροπίες εντός της Γηραιάς Ηπείρου, ο Τεό Λαρί σημείωσε ότι «μόνο και μόνο επειδή ο παραδοσιακός γαλλογερμανικός κινητήρας της ΕΕ μπορεί να έχει κάποιες δυσκολίες, αυτό δεν σημαίνει ότι η ΕΕ δεν έχει άλλους πόλους επιρροής.
Εχουμε δει τις ανατολικές χώρες να αποκτούν ισχυρότερη φωνή μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και αναμένω ότι η φωνή τους θα συνεχίσει να δυναμώνει σε θέματα πέρα από την άμυνα και τις εξωτερικές σχέσεις» κατέληξε.