Περιθωριοποιημένοι από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και εγκλωβισμένοι σε μια παρατεταμένη εσωστρέφεια λόγω έλλειψης ομοφωνίας, οι Ευρωπαίοι αναζητούν τον ρόλο τους στη νέα πραγματικότητα της Ουκρανίας.

Σε μια σειρά συναντήσεων στο Παρίσι την περασμένη εβδομάδα, η αποστολή ευρωπαϊκών ειρηνευτικών δυνάμεων μπήκε για τα καλά στην ατζέντα. Προς το παρόν, ανοιχτά υπέρ έχουν ταχθεί Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία και Σουηδία.

Μιλώντας στο «Β» ο Κλάους Βέλε, ένας έμπειρος ευρωπαίος αξιωματούχος που διηύθυνε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το 2009 έως το 2022, δήλωσε ότι πλέον Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν «αντικρουόμενα» συμφέροντα στην Ουκρανία.

«Οι ΗΠΑ θέλουν οπωσδήποτε να τελειώσουν αυτόν τον πόλεμο ακόμη και εις βάρος της Ουκρανίας, ενώ οι Ευρωπαίοι θέλουν να υπερασπιστούν την Ουκρανία όσο το δυνατόν περισσότερο […], θέλουν κάτι σταθερό» είπε ο Βέλε, ο οποίος επί του παρόντος είναι επικεφαλής Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών Wilfried Martens – κοντά στο κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.

Πού αποδίδουν την προσέγγιση ΗΠΑ – Ρωσίας

Το μεγάλο ερώτημα είναι για ποιον λόγο οι Αμερικανοί παραγκώνισαν τους Ευρωπαίους και προσέγγισαν τη Μόσχα. Αρχικά, ο Βέλε τόνισε ότι ο Τραμπ προσωπικά υποστηρίχθηκε από ρωσικές επενδύσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα όταν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Επίσης, οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή ξοδεύουν 29% του ΑΕΠ τους με το εισόδημα να είναι στο 22% και αντικειμενικά δεν μπορούν «να διαχειριστούν οικονομικά δύο ή τρεις συγκρούσεις ταυτόχρονα». Σύμφωνα με τον γερμανό αξιωματούχο, οι Αμερικανοί πλέον θέλουν να εστιάσουν σε Ισραήλ – Γάζα και Κίνα.

«Προσπαθούν να περιορίσουν τις συγκρούσεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Και νομίζω ότι επίσης δεν θέλουν η Ρωσία να παραμείνει μόνιμα κοντά στην Κίνα […], η Ρωσία ενισχύει το Πεκίνο καθώς έχει μετατραπεί σε ένα είδος de facto αποικίας φθηνών πρώτων υλών αφού δεν έχει πού αλλού να εξάγει».

Ετσι, σύμφωνα με τον αξιωματούχο, οι ΗΠΑ προσπαθούν να πείσουν τη Ρωσία να μπει σε συνομιλίες και το κάνουν με παραχωρήσεις εκ των προτέρων, λέγοντας ότι, για παράδειγμα, «η Ουκρανία δεν έχει καμία προοπτική να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, κάτι που παρεμπιπτόντως ήταν σχεδόν πάντα η αμερικανική θέση».

«Καταστροφικό να φανεί η Ευρώπη διχασμένη»

Προκειμένου να μπουν στο τραπέζι των συζητήσεων, οι Ευρωπαίοι εξετάζουν το ενδεχόμενο να στείλουν ειρηνευτικές δυνάμεις στην Ουκρανία. Υπάρχει, όμως, διστακτικότητα από πολλούς καθώς η Ουάσιγκτον δεν δίνει εγγυήσεις ασφάλειας για τα ευρωπαϊκά στρατεύματα σε περίπτωση που δεχθούν δυνητική επίθεση από ρωσικές δυνάμεις.

Για αυτό άλλωστε και οι Βρυξέλλες δεν έχουν πάρει προς το παρόν καμία πρωτοβουλία για σύγκληση έκτακτης συνόδου κορυφής. Πηγή της ΕΕ είπε στο «Β» ότι ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα είναι σε συνεχή επαφή με όλους τους ηγέτες και όταν υπάρχει πρόσφορο έδαφος να γίνει η συνάντηση. Σε κάθε περίπτωση, πηγές εκτιμούν ότι θα ήταν επικοινωνιακά καταστροφικό «και δη αυτή την περίοδο» να φανεί η Ευρώπη διχασμένη στο Ουκρανικό, και για αυτό οι Γάλλοι πήραν το τιμόνι στα χέρια τους.

«Προσπαθούμε να μαζέψουμε τα κομμάτια της διατλαντικής κοινότητας όσο καλύτερα μπορούμε» σχολίασε στο «Β» ο αναλυτής του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR) Ράφαελ Λος, αναφερόμενος στις επαφές του Παρισιού με χώρες εκτός ΕΕ, όπως ο Καναδάς, το ΗΒ και η Νορβηγία.

Ο Βέλε τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να τροφοδοτεί με όπλα και οικονομική στήριξη την Ουκρανία, καθώς και να δώσει προοπτική για μια αξιόπιστη ένταξη στην ΕΕ, κάτι το οποίο υποσχέθηκε την Παρασκευή η νέα επίτροπος Διεύρυνσης Μάρτα Κος.

«Θεωρώ ότι για να είναι σταθερή η ειρήνη στην Ουκρανία θα χρειαστούν δυτικά στρατεύματα λίγο όπως στη Δυτική Γερμανία την εποχή του Ψυχρού Πολέμου» υπογράμμισε ο Βέλε.

«Ξέρετε, η πίεση της Σοβιετικής Ενωσης προερχόμενη από την Ανατολική Γερμανία ήταν πολύ ισχυρή. Και μπορέσαμε να αντισταθούμε για 40 χρόνια επειδή είχαμε ξένα στρατεύματα. Είχαμε αμερικανικά στρατεύματα, βρετανικά, γαλλικά, και παρεμπιπτόντως, ακόμα έχουμε αμερικανικά στρατεύματα στη Γερμανία».

«Στη Γερμανία, στην πρώτη γραμμή είχαμε γερμανικά στρατεύματα, αλλά στη δεύτερη γραμμή λίγο πιο πίσω, τα συμμαχικά στρατεύματα. Οπότε νομίζω ότι το χρειαζόμαστε αυτό» είπε, προσθέτοντας ότι θα χρειαστεί επίσης αμερικανική υλικοτεχνική και αεροπορική υποστήριξη.

«Το βασικό είναι να ενισχυθεί το Κίεβο»

Μέχρι στιγμής, τόσο το Λονδίνο όσο και το Παρίσι έχουν πει ότι οι δυνάμεις τους δεν θα τοποθετηθούν σε εμπόλεμες ζώνες της Ουκρανίας.

«Το βασικό είναι να ενισχυθεί η Ουκρανία τόσο πολύ ώστε να μπορεί να αποφασίσει εάν μια συμφωνία είναι αποδεκτή ή όχι» είπε ο Βέλε. Ρόλο στην Ουκρανία, όμως, ψάχνει και η Αγκυρα, με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να προσπαθεί να «επανεκτιμήσει τα μερίδιά του στον πόλεμο», σύμφωνα με τον Λος. Eίπε ότι η Τουρκία κατά τη διάρκεια του πολέμου προσπάθησε να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή, ρόλο που πήρε εν τέλει η Σαουδική Αραβία.

«Η Τουρκία βρίσκεται σε ενδιαφέρουσα θέση αυτή τη στιγμή. […] Εχει στενούς αμυντικούς βιομηχανικούς δεσμούς και με Ουκρανία και με Ρωσία, και έχει λίγο περισσότερη απήχηση σε άλλες περιοχές του κόσμου με τις οποίες οι Ευρωπαίοι δυσκολεύονται να μιλήσουν αυτή τη στιγμή» υπογράμμισε.

«Από την οπτική γωνία της Ουκρανίας, η Τουρκία θα ήταν ένας πολύ σημαντικός παίκτης που θα μπορούσε να συμμετάσχει στις συζητήσεις γύρω από τις εγγυήσεις ασφαλείας και λαμβάνεται κάπως στα σοβαρά από τον Βλαντίμιρ Πούτιν και ενδεχομένως στο μέλλον επίσης από τον Ντόναλντ Τραμπ, αν και όχι πολύ ξεκάθαρα για το θέμα των ειρηνευτικών συνομιλιών».

Ο ρόλος της Γερμανίας την επομένη των εκλογών

Ολοι πλέον στις Βρυξέλλες ποντάρουν στη Γερμανία και τη διαφαινόμενη επικράτηση του Φρίντριχ Μερτς στις σημερινές εκλογές.

Ο Βέλε εκτίμησε ότι ο Μερτς θα ακολουθήσει την ευρωπαϊκή γραμμή, θα στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία και θα ηγηθεί «μεγάλων αποφάσεων» για τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής άμυνας.

«Διότι έχουμε μόνο τρία ή τέσσερα χρόνια για να προετοιμαστούμε ενάντια σε πιθανή επίθεση της Ρωσίας, κατά εδάφους της ΕΕ που θα ήταν η Βαλτική. Αυτός είναι ο χρόνος που χρειάζονται οι Ρώσοι για να ανανεωθούν και, επομένως, δεν μπορούμε απλώς να περιμένουμε τι κάνουν τα μεμονωμένα κράτη-μέλη. Θα χρειαστεί επίσης να έχουμε μια ισχυρή πρωτοβουλία σε επίπεδο ΕΕ».