Σήμερα, τέλη Ιουλίου και εν μέσω καύσωνα, οι Ισπανοί καλούνται να ψηφίσουν για την επόμενη κυβέρνησή τους, με τα φαντάσματα του φρανκισμού να πλανώνται πάνω από την ισπανική κοινωνία, για πρώτη φορά σαράντα οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Φρανθίσκο Φράνκο.
Σε μια εκλογική αναμέτρηση που περιβάλλεται από αβεβαιότητα, δεν μπορούν να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα για τα αποτελέσματα, παρόλο που από την κήρυξη των εκλογών στις 29 Μαΐου έχουν δημοσιευθεί περισσότερες από 140 δημοσκοπήσεις.
Το επικρατέστερο σενάριο πάντως είναι η νίκη του Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ) με μικρή διαφορά έναντι του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού (PSOE), χωρίς όμως δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, πράγμα που σημαίνει πως θα χρειαστεί να συγκυβερνήσει με την τρίτη κατά σειρά δύναμη, το ακροδεξιό Vox.
Το διακύβευμα λοιπόν αυτών των εκλογών, όπως το βλέπουν ο ισπανικός Τύπος και αναλυτές, δεν είναι μια απλή εναλλαγή μεταξύ δύο μεγάλων παρατάξεων, προοδευτικής και συντηρητικής, αλλά η επιστροφή μιας εκ των πιο προοδευτικών χωρών της Ευρώπης σε σκοτεινά μονοπάτια.
Μπορεί το Λαϊκό Κόμμα, με αρχηγό τον «βαρετό» – όπως ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται – Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό να διατηρεί ένα μετριοπαθές προφίλ, όμως καθώς θεωρείται απίθανο το σενάριο της αυτοδυναμίας, θα χρειαστεί να κοιτάξει στα δεξιά του. Και εκεί θα βρει τον Σαντιάγο Αμπασκάλ και το Vox, του οποίου η καμπάνια αποτελείται κυρίως από αφίσες με πεταμένα στα σκουπίδια τα σύμβολα της κλιματικής αλλαγής, του φεμινισμού, της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και της Καταλωνίας.
Με δίλημμα, αλλά χωρίς πρόγραμμα
Η «El Pais» εξηγεί σε κύριο άρθρο της πως η κατάσταση που έχει προκύψει δεν θα μπορούσε να είναι πιο παράξενη: στην Ισπανία, πλήρως ενσωματωμένη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με μια δημοκρατία 45 ετών και μια κοινωνία που έχει κάνει τεράστια άλματα στο μορφωτικό της επίπεδο, το Λαϊκό Κόμμα, έτοιμο να συμμαχήσει με την Ακροδεξιά, παρουσιάζεται στους ψηφοφόρους με το δίλημμα «Σαντσισμός ή Ισπανία», χωρίς καν αναλυτικό πρόγραμμα αναφορικά με την οικονομία ή την εξωτερική πολιτική, με την προεκλογική του καμπάνια να περιορίζεται στην «εθνική προδοσία» του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ.
Μια κατηγορία που καταρχήν βασίζεται σε δύο στοιχεία. Αφενός, στα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για την εξομάλυνση του καταλανικού ζητήματος (μεταξύ αυτών η μεταρρύθμιση του νόμου για το έγκλημα της εξέγερσης) και αφετέρου, στη σύναψη συμφωνίας για κοινοβουλευτική στήριξη, καθώς ο Σάντσεθ χρειαζόταν παραπάνω ψήφους για να μπορεί να περνάει νομοσχέδια, με το βασκικό κόμμα EH Bildu, ο αρχηγός του οποίου είναι πρώην τρομοκράτης της οργάνωσης ΕΤΑ, που όμως έχει σταματήσει τη δράση της ολοκληρωτικά από το 2018.
Αυξήσεις σε ΑΕΠ και κατώτατο μισθό
Μέχρι τις περιφερειακές εκλογές του περασμένου Μαΐου η κυβέρνηση προτιμούσε να μη δίνει μεγάλη σημασία σε τέτοιες χονδροειδείς κατηγορίες, αφού θεωρούσε ότι η κατά τα άλλα επιτυχημένη της πορεία θα ήταν αρκετή. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 5,5% πέρυσι, υπήρξε σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος από ό,τι σε άλλες οικονομίες της ευρωζώνης – το οποίο οι Σοσιαλιστές αποδίδουν στις πολιτικές τους, αν και η έλλειψη εξάρτησης της χώρας από τη ρωσική ενέργεια βοηθά -, ενώ η ανεργία στο 13% παραμένει υψηλή για την Ευρώπη, αλλά χαμηλή για την Ισπανία. Ομως όπως αναφέρει ο «Economist», η ελαστική διαχείριση του Σάντσεθ αναφορικά με τα αποσχιστικά κόμματα υπερίσχυσε όλων αυτών και, σιγά-σιγά, η αντίληψη ότι η κυβέρνηση αποτελεί απειλή για το έθνος και κατ’ επέκταση τη δημοκρατία, εξαπλώθηκε σε σημαντικό μέρος της κοινωνίας.
Τα σενάρια για τη νέα κυβέρνηση
Ετσι λοιπόν οι περισσότερες δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν πως η επόμενη μέρα θα βρει τον Φεϊχό και τον Αμπασκάλ να διαπραγματεύονται για τον σχηματισμό της νέας ισπανικής κυβέρνησης. Δεδομένου του εξτρεμιστικού χαρακτήρα του Vox και δηλώσεων μελών του PP σχετικά με «κόκκινες γραμμές» σε κοινωνικά ζητήματα που δεν σκοπεύουν να περάσουν, οι αναλυτές εξετάζουν ακόμη και το ενδεχόμενο οι διαπραγματεύσεις να αποβούν άκαρπες και άρα να δοθεί η ευκαιρία στον Σάντσεθ να σχηματίσει κυβέρνηση με τη βοήθεια της αρχηγού της ακρο-αριστερής συμμαχίας Sumar, Γιολάντα Ντίαθ. Βέβαια, αρκετές έρευνες κάνουν λόγο για πολλούς σοσιαλιστές που υπό τον φόβο του Vox ως κυβερνητικού εταίρου θα ψηφίσουν το ΡΡ με την ελπίδα της αυτοδυναμίας – αν και όπως έχει διαμορφωθεί το πολιτικό σκηνικό, το σενάριο αυτό δεν δείχνει τόσο εφικτό.
Ισχυρή δημοκρατία και ερωτήματα
Ομως όπως γράφει ανάλυση των «New York Times», «η ισπανική δημοκρατία είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αντέξει τη συμμετοχή ενός ακροδεξιού κόμματος σε μια συντηρητική κυβέρνηση», καθώς πάντα υπήρχαν υποστηρικτές του φρανκισμού, αφομοιωμένοι βέβαια από τη Δεξιά, αφού η Ισπανία για χρόνια είχε δικομματισμό.
Ωστόσο, το ενδεχόμενο θεσμικής παρουσίας ενός σκληροπυρηνικού ακροδεξιού κόμματος για πρώτη φορά μετά την ισπανική μετάβαση στη δημοκρατία, και σε μια πολύπαθη χώρα με έντονα αποσχιστικά ζητήματα, ευλόγως δημιουργεί την απορία αν θα σηματοδοτήσει το τέλος ενός εντυπωσιακά προοδευτικού οικοδομήματος.
Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό
Επικεφαλής Λαϊκού Κόμματος
Ο πρώην δημόσιος υπάλληλος ηγείται του Λαϊκού Κόμματος από το 2022. Εχει καλλιεργήσει μια εικόνα χαμηλών τόνων, σε αντίθεση με τον «λαμπερό» Σάντσεθ, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο «οι ιδιότητες που πρέπει να έχει ένας πρωθυπουργός είναι βαρετές για την πλειοψηφία των πολιτών». Αυτοπροσδιορίζεται ως μεταρρυθμιστής της Κεντροδεξιάς και φιλελεύθερος, όμως ενέκρινε τον σχηματισμό τοπικής κυβέρνησης ΡΡ και Vox στην Καστίλη και Λεόν.
Σαντιάγο Αμπασκάλ
Επικεφαλής Vox
Ηγείται του ακροδεξιού Vox από το 2014, μετατρέποντάς το μέσα σε εννέα χρόνια στην τρίτη μεγαλύτερη δύναμη της Ισπανίας. Δεν πιστεύει στην κλιματική αλλαγή, ενώ αμφισβητεί τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ. Καλεί «τα παιδιά των εμπόρων, εργατών, γιατρών, δικαστών, ψαράδων και αγροτών» να ενωθούν για να αντιμετωπίσουν «τους εχθρούς της Ισπανίας», όπως περιγράφει την κυβέρνηση Σάντσεθ.
Πέδρο Σάντσεθ
Πρωθυπουργός, Γ.Γ. του PSOE
Εγινε ο πρώτος πολιτικός στην Ισπανία που πήρε την εξουσία από εν ενεργεία πρωθυπουργό μέσω πρότασης μομφής το 2018. Στη συνέχεια κέρδισε τις εκλογές του 2019, για να σχηματίσει την πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού της χώρας μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Φιλοευρωπαϊστής και προοδευτικός, υιοθέτησε φιλολαϊκές πολιτικές κατά την πενταετή διακυβέρνησή του, το στυλ της οποίας ονομάστηκε «σαντσισμός».
Γιολάντα Ντίαθ
Επικεφαλής Σουμάρ
Πρώην κομμουνίστρια, υπήρξε δεύτερη αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Ισπανίας καθώς και υπουργός Εργασίας και επιθυμεί να γίνει η πρώτη γυναίκα ηγέτης της Ισπανίας. Η 52χρονη Ντίαθ, αρχηγός του Σουμάρ, μιας συμμαχίας 15 αριστερών κομμάτων, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής καθώς συνέβαλε στην αύξηση του κατώτατου μισθού στα 1.259 ευρώ και στην κατάργηση των αντιδημοφιλών εργατικών νόμων. Κατά την προεκλογική περίοδο «έταξε» στους νέους 18-23 ετών από 20.000 ευρώ «για να ξεκινήσουν τη ζωή τους».