Η Ουάσιγκτον είναι μια πόλη που εμφανώς έχει χάσει την εσωτερική αρμονία της. Επειδή είναι παγκόσμια πρωτεύουσα, ό,τι συμβαίνει στην πολιτική σκηνή μπαίνει κάτω από τον μεγεθυντικό φακό της δημοσιότητας. Ιδίως όταν ο πρωταγωνιστής μιας βοντβίλ εκδοχής της πολιτικής, όπου όλα βυθίζονται στην αντιφατικότητα και στην απουσία κανόνων, είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Την προηγούμενη εβδομάδα δύο γεγονότα κυριάρχησαν στην αμερικανική ειδησεογραφία: τα χάχανα των ξένων ηγετών στην ομιλία του Τραμπ στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ – «Ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε προεκλογικό αγώνα υποστηρίζοντας ότι «ο κόσμος γελάει με εμάς». Τώρα γελάει στ’ αλήθεια – με εκείνον», έγραψαν οι «New York Times». Και η ταυτόχρονη δημόσια ακρόαση στη Γερουσία του εκλεκτού του αμερικανού προέδρου για το Ανώτατο Δικαστήριο Μπρεντ Κάβανο και της καθηγήτριας Κριστίν Μπλάσεϊ Φορντ, που τον κατηγορεί για σεξουαλική επίθεση – ένα γεγονός που καθήλωσε την Ουάσιγκτον μπροστά σε τηλεοπτικές οθόνες και σε γιγαντοοθόνες ολόκληρη την Πέμπτη, όχι μόνο τις εννέα ώρες που διήρκεσε η ακρόαση.
Αυτές τις ημέρες το Γραφείο Ξένου Τύπου του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών οργάνωσε μια επίσκεψη ενημέρωσης με θέμα τα fake news και την παραπληροφόρηση καλώντας δημοσιογράφους από όλον τον κόσμο. Κάποιες παρουσιάσεις πραγματοποιήθηκαν στο επιβλητικό κτίριο του 14ου δρόμου, όπου επικράτησε η αμήχανη διπλωματία με την οποία τα στελέχη του απέφευγαν να αναμείξουν τον Τραμπ και τον τρόπο που ενεργεί ως πρόεδρος στη συζήτηση.
Σκληρή κριτική
Οι ομιλητές όμως δεν μάσησαν τα λόγια τους, άλλωστε ορισμένοι ήταν διακεκριμένοι δημοσιογράφοι, όπως ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Αλαν Μίλερ, ο οποίος παρατήρησε ότι οι δημοσιογράφοι δεν ενδιαφέρθηκαν να εξηγήσουν επαρκώς στο κοινό τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται και γι’ αυτό έχουν γίνει θύματα εύκολων επιθέσεων από πολιτικούς ηγέτες σε όλον τον κόσμο. ‘Η ο Σαλ Ρίζο, ένας εκ των τριών δημοσιογράφων της «Washington Post» που δημιούργησαν την ενότητα «The fact checker», αποκαλύπτοντας τα ψέματα των πολιτικών αλλά τελευταία ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τον Ντόναλντ Τραμπ, για τον οποίο κατέγραψαν ότι από την αρχή της θητείας του έκανε περισσότερους από 5.000 ψευδείς ή αστήρικτους ισχυρισμούς.
Η «Washington Post» και οι «New York Times» έχουν ανακηρυχθεί από τον Τραμπ «εχθροί του λαού».
Το γεγονός ότι σε επίσημο χώρο του State Department διατυπωνόταν τόσο σκληρή κριτική για τον αμερικανό πρόεδρο προκάλεσε έκπληξη σε όλους τους συμμετέχοντας, ιδίως σε δημοσιογράφους από χώρες όπως η Βενεζουέλα, η Βραζιλία, η Ουγγαρία, στις οποίες η ελευθερία του Τύπου κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι. Φαίνεται ότι το κατεστημένο της Ουάσιγκτον που πολεμά ο «τραμπισμός» έχει ισχυρά δημοκρατικά αντισώματα.
Η Εθνική Λέσχη Τύπου
Επιπλέον, τέσσερις ορόφους πιο πάνω στο ίδιο κτίριο βρίσκεται η Εθνική Λέσχη Τύπου, ένας εντυπωσιακός χώρος με πολλά φωτογραφικά και άλλα ενθύμια από τα επιτεύγματα των διακεκριμένων μελών του από το 1908 που ιδρύθηκε μέχρι σήμερα αλλά και από επισκέψεις προέδρων, βασιλέων, υπουργών, μεγιστάνων των επιχειρήσεων, διάσημων καλλιτεχνών και αθλητών. Στη Λέσχη μπορεί να πέσει κανένας πάνω σε μυθικά πρόσωπα της δημοσιογραφίας, όπως ο Μπομπ Γούντγουοντ, το τελευταίο βιβλίο του οποίου με τίτλο «Fear: Trump in the White House» έχει γίνει σημείο αναφοράς στην Αμερική.
Την περασμένη Πέμπτη η Εθνική Λέσχη Τύπου φιλοξένησε το Spelling Bee, έναν φιλικό διαγωνισμό συλλαβισμού και ορθογραφίας μεταξύ δημοσιογράφων και πολιτικών, ο οποίος οργανώθηκε για πρώτη φορά το 1913 με τον πρόεδρο Γούντροου Γουίλσον στο ακροατήριο. «Δεν φιλοδοξούμε να έχουμε σήμερα μαζί μας τον πρόεδρο Τραμπ», ήταν το εναρκτήριο σχόλιο του οικοδεσπότη, το οποίο προσδιόρισε τον διασκεδαστικό χαρακτήρα της βραδιάς. «Να δώσουμε ονόματα στις δύο ομάδες;» πρότεινε στη συνέχεια. «Βεβαίως» απάντησε ένας από τους διαγωνιζομένους, ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών Τζέιμι Ράσκιν από το Μέριλαντ. «Να είμαστε οι εκπρόσωποι του λαού εναντίον των εχθρών του λαού», προκαλώντας τρανταχτά γέλια και δυνατό χειροκρότημα.
Αυτή η διασκεδαστική πλευρά της παράδοξης πολιτικής σκηνής στην Ουάσιγκτον συμβαδίζει με την απόλυτα σοβαρή, στην οποία εγείρονται σημαντικά ερωτήματα για την ασφάλεια και τη θωράκιση της χώρας απέναντι σε σειρά κινδύνων, πολλοί εκ των οποίων συνδέονται με το διαδίκτυο και τον κυβερνοχώρο. Η έρευνα για την ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές, η υποκλοπή των email του Δημοκρατικού Κόμματος, το σκάνδαλο Cambridge Analytica και οι προειδοποιήσεις για πιθανή ρωσική παρέμβαση στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου καλλιεργούν κλίμα αβεβαιότητας, μια ατμόσφαιρα τοξική.
Ρώσοι και προκλήσεις
Στο State Department συγκρίνουν τη σημερινή κατάσταση με την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η Μόσχα, επισημαίνουν οι Τζόναθαν Χένικ και Τζιν Φίσελ από το Global Engagement Center, το οποίο ειδικεύεται στην αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης σε παγκόσμιο επίπεδο, χρησιμοποιεί τις ίδιες τεχνικές με την ΕΣΣΔ αλλά τεχνολογικά εξελιγμένες. Ο στόχος, προσθέτουν, είναι μέσω της αναστάτωσης να φανεί το ρωσικό καθεστώς ρωμαλέο και ικανό να παίξει παγκόσμιο ρόλο. Παρότι θεωρούν ότι προς το παρόν πρόκειται περισσότερο για παιχνίδι εντυπώσεων, δεν υποτιμούν την πρόκληση, διότι η διασπορά των ψευδών ειδήσεων είναι μεγάλη, ταχύτατη, στηρίζεται σε χαμηλού κόστους τεχνολογία και όταν εντοπίζονται οι πηγές διάδοσής τους κλείνουν και ανοίγουν αυτόματα σε άλλο μέρος του πλανήτη, συνεχίζοντας τη δραστηριότητά τους.
Στην Αμερική έχει ξεκινήσει μια μεγάλη εκστρατεία ενημέρωσης και εκπαίδευσης της κοινής γνώμης, στην οποία συμμετέχουν επίσημοι φορείς και ανεξάρτητες οργανώσεις, σχετικά με θέματα παραπληροφόρησης και άμυνας απέναντι στα fake news και τις απόπειρες παραπλάνησης ή χειραγώγησης. Το σκεπτικό είναι ότι ο κάθε πολίτης που χρησιμοποιεί μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί μέρος του προβλήματος κάθε φορά που μεταδίδει απερίσκεπτα μια «είδηση». Η πρόσφατη έρευνα του ΜΙΤ, στην οποία αναλύθηκαν 126.000 θέματα που διαδόθηκαν μέσω twitter για περισσότερο από δέκα χρόνια, έδειξε ότι μια ψεύτικη ιστορία έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει viral (δημοφιλής) και ότι φθάνει σε 1.500 χρήστες έξι φορές πιο γρήγορα από μια αληθινή και ότι από όλες τις ψευδείς ειδήσεις αυτές που αφορούν την πολιτική έχουν την καλύτερη επίδοση.
Οι δημοσκοπήσεις στην Αμερική καταγράφουν έναν πρωτοφανή διχασμό μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών, κάτι που αποτυπώνεται στη συμπεριφορά τους ως χρηστών των social media. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η Κατερίνα Μάτσα από το ερευνητικό κέντρο Pew, περίπου τα 2/3 των Αμερικανών ενημερώνονται από τα social media, κυρίως από το Facebook, μολονότι το 57% ομολογεί ότι γνωρίζει ότι μπορεί να είναι ανακριβή. Οι Ρεπουμπλικανοί (72%) εμφανίζονται πιο δύσπιστοι από τους Δημοκρατικούς (46%) απέναντι σε όσα κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο, ενημερώνονται μαζικά από το Fox News και δηλώνουν κόπωση από τον βομβαρδισμό ειδήσεων που δέχονται.
Οι νέοι απορρίπτουν επιβολή περιοριστικών ρυθμίσεων
Σύμφωνα με άλλα στοιχεία του ερευνητικού κέντρου Pew, αρκετοί πιστεύουν ότι τα social media βελτιώνουν την κατανόησή τους για τα γεγονότα, με το ποσοστό να φθάνει το 48% για τους χρήστες 18-29 ετών. Η πλειονότητα (58%, πολλοί εκ των οποίων νεότερων ηλικιών) απορρίπτει το ενδεχόμενο να επιβάλει η κυβέρνηση περιοριστικές ρυθμίσεις, δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις τεχνολογικές εταιρείες, από τις οποίες ζητούν να λάβουν μέτρα περιορισμού των ψευδών ειδήσεων – οι νεότεροι σε ποσοστό 65% αντιτίθενται σε αυτό. Σε αυτό το νέο και διαρκώς εξελισσόμενο περιβάλλον δραστηριοποιούνται διάφορες οργανώσεις, όπως το News Literacy Project, το οποίο ίδρυσε ο Αλαν Μίλερ για να εκπαιδεύσει τους μαθητές πώς να μην είναι παθητικοί δέκτες διαδικτυακών ειδήσεων, το εργαστήριο του Newseum, τμήμα του Freedom Forum Institute, στο οποίο διδάσκονται σε ανηλίκους και ενηλίκους τεχνικές αντιμετώπισης των fake news.