Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει φέρει μέσα σε δύο μήνες τα πάνω κάτω στην αμερικανική πολιτική ζωή. Από αυτές τις αλλαγές δεν έχει ξεφύγει ούτε το τοπίο της ενημέρωσης, καθώς η νέα κυβέρνηση έχει αναμορφώσει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι ενημερώσεις στον Λευκό Οίκο.
Οι υποστηρικτές των αλλαγών κάνουν λόγο για μια αναγκαία προσαρμογή στα νέα δεδομένα της εποχής, με στόχο την ενίσχυση της πολυφωνίας και τον εκδημοκρατισμό της διαδικασίας.
Influencers και σχολιαστές του YouTube
Σε κάποιους, όμως, δεν έχει διαφύγει η ειρωνεία ότι η κυβέρνηση, που έχει βάλει στόχο να ξεριζώσει την έννοια της συμπερίληψης (DEI), έχει βαλθεί να αναδειχθεί σε μέγιστο υπερασπιστή της διαφορετικότητας σε ό,τι έχει να κάνει με τη δημοσιογραφία. Με αυτό το δεδομένο, οι σκεπτικιστές δεν βλέπουν ως αγαθές τις προθέσεις πίσω από την απόφαση για το άνοιγμα του Λευκού Οίκου σε influencers, παρουσιαστές podcast και σχολιαστές του YouTube που πλέον κατακλύζουν τις συνεντεύξεις Τύπου.
Στόχος, εκτιμούν, είναι να υπονομευθούν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, τα οποία αξιολογούνται ως εχθρικά γιατί ασκούν έλεγχο στην κυβέρνηση. Κάποιοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα, εκτιμώντας πως ο Τραμπ κινείται εκδικητικά απέναντι στα συστημικά μίντια με τα οποία είχε αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς από την πρώτη θητεία του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2017 ο Τραμπ είχε ρωτήσει τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στον Λευκό Οίκο εάν ήταν ευχαριστημένος από τον τρόπο με τον οποίο τον κάλυπταν τα μίντια. Σύμφωνα με την αφήγηση συνεργάτη του πρώην πρωθυπουργού, ο Τσίπρας είχε απαντήσει χαριτολογώντας «έτσι και έτσι», με τον Τραμπ να του εκμυστηρεύεται ότι προτιμάει να παρακάμπτει τους δημοσιογράφους για να επικοινωνεί αδιαμεσολάβητα με τον κόσμο μέσω του Twitter.
Τα ταραχώδη νερά της «πισίνας»
Εκ πρώτης όψεως στον Λευκό Οίκο τίποτα δεν έχει αλλάξει. Λίγο πριν από την τελευταία συνέντευξη Τύπου της εβδομάδας, οι φρουροί της μυστικής αστυνομίας που πραγματοποιούν τον έλεγχο στην πύλη του συγκροτήματος έμοιαζαν να είναι χαλαροί και να απολαμβάνουν την ηλιόλουστη μέρα. Περνώντας στον αύλειο χώρο, φαίνεται στα αριστερά ο χαρακτηριστικός κήπος του Λευκού Οίκου μαζί με την επιβλητική κεντρική είσοδο.
Ωστόσο, η ειδυλλιακή εικόνα διακόπτεται απότομα έξω από την αίθουσα της ενημέρωσης. Παραδοσιακά, 15 λεπτά πριν από τη συνέντευξη Τύπου θα ήταν αρκετά για να μπει κάποιος από την κεντρική είσοδο. Πλέον, εάν δεν έχει φτάσει μισή ώρα νωρίτερα, το πιο πιθανό είναι ότι θα αναγκαστεί να μπει από την πίσω πόρτα.
Ο λόγος είναι ότι επικρατεί το αδιαχώρητο. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ο χώρος ήταν πάντα εξαιρετικά μικρός. Η διαφορά είναι ότι λόγω της απόφασης να χαλαρώσουν τα κριτήρια για την απονομή δημοσιογραφικών διαπιστεύσεων, ο αριθμός των παρευρισκόμενων έχει εκτιναχθεί.
«Κανένας τους δεν έχει βγάλει μια είδηση»
Οι αλλαγές, όμως, εκτείνονται πέρα από τη χωροταξία και αντικατοπτρίζονται στο κλίμα που επικρατεί. Οι εκπρόσωποι της παλαιάς φρουράς δεν είναι ευχαριστημένοι, καθώς πέρα από το πρακτικό πρόβλημα του χώρου βλέπουν τους νεοφερμένους ως αβανταδόρους του προέδρου που στοχεύουν στον εντυπωσιασμό λειτουργώντας περισσότερο με όρους επικοινωνίας και λιγότερο δημοσιογραφίας.
«Παρακολουθήστε την ενημέρωση και θα δείτε ότι η (εκπρόσωπος) Καρολάιν Λέβιτ χαίρεται να απαντά τις ερωτήσεις τους. Κανένας από αυτούς δεν έχει βγάλει μια πραγματική είδηση» λέει ανταποκρίτρια που καλύπτει τον Λευκό Οίκο εδώ και έντεκα χρόνια. Στην ερώτηση γιατί επιθυμεί να μιλήσει ανώνυμα, εξηγεί ότι είναι μια «ευαίσθητη περίοδος» και πρέπει όλοι να είναι προσεκτικοί.
Μιλώντας με άλλους ανταποκριτές, μπορούμε να διακρίνουμε μια παρόμοια αίσθηση ανασφάλειας. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να μιλήσουν δημόσια για να μη θέσουν σε κίνδυνο τα προνόμια που έχουν στην κάλυψη του προέδρου.
Ένα τέτοιο προνόμιο είναι η συμμετοχή στο «pool», στη μικρή ομάδα δημοσιογράφων που ακολουθεί τον πρόεδρο. Ο όρος προέρχεται από το γεγονός ότι στην αίθουσα της ενημέρωσης βρισκόταν μια εσωτερική πισίνα που είχε κατασκευαστεί το 1933 για τον πρόεδρο Φράνκλιν Ρούζβελτ που αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Παρ’ όλο που τη δεκαετία του ’70 ο πρόεδρος Νίξον μετέτρεψε τον χώρο σε αίθουσα Τύπου για να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση για τηλεοπτικές ειδήσεις, ο όρος «pool» έχει παραμείνει ζωντανός από τότε.
Η πισίνα βρίσκεται ακόμα κάτω από το πάτωμα, με τον θρύλο μάλιστα να λέει ότι ο εκπρόσωπος του Νίξον είχε ένα κουμπί στο βήμα που θα άνοιγε το πάτωμα και θα έριχνε τους δημοσιογράφους στο νερό εάν οι ερωτήσεις τους τον δυσαρεστούσαν. Παρ’ όλο που μέχρι σήμερα τέτοιο κουμπί δεν υπάρχει, τα νερά της προεδρικής «πισίνας» μοιάζουν να είναι περισσότερο ταραγμένα ακόμη και από την περίοδο του Watergate. Ο λόγος είναι ότι η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να πάρει τον έλεγχο του «pool» από την Ένωση Συντακτών ώστε να αποφασίζει αυτή ποια μέσα θα συμμετέχουν.
Η περίπτωση του πρακτορείου Associated Press, που από τιμητικά πρώτο στις ενημερώσεις βρέθηκε να στέκεται έξω από το Μαρ-α-Λάγκο τα Σαββατοκύριακα χωρίς να μπορεί να ακολουθήσει τον πρόεδρο, εκλαμβάνεται από πολλούς ως ένα παράδειγμα προς γνώση και συμμόρφωση.
Με αυτό πιθανώς το σκεπτικό, δημοσιογράφος του CBS, όταν ρωτήθηκε να σχολιάσει αυτές τις εξελίξεις, παρέπεμψε στο τμήμα επικοινωνίας του σταθμού, λέγοντας ότι πρέπει να σταλεί επίσημο αίτημα. Όπως εξήγησε, θέλει προσοχή γιατί «δεν υπάρχουν πλέον κόκκινες γραμμές».
Η Φωνή της Αμερικής που σίγησε
Το ότι δεν υπάρχουν πλέον «κόκκινες γραμμές» φαίνεται για πολλούς στο γεγονός ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να βάλει λουκέτο στη Φωνή της Αμερικής (VOA), ένα δημόσιο δίκτυο που παράγει ειδησεογραφικό υλικό σε 50 γλώσσες με στόχο να προσφέρει έγκυρη ενημέρωση ανά τον κόσμο.
Ένας από τους δημοσιογράφους που στοχοποιήθηκε από τον σύμβουλο του Τραμπ, Ρίτσαρντ Γκρένελ, ήταν ο ανταποκριτής του VOA Στιβ Χέρμαν. Ο Γκρένελ τον κατηγόρησε ότι ενώ πληρώνεται από τους φορολογουμένους, ενεργεί εναντίον της προεδρικής ατζέντας επειδή μοιράστηκε ένα άρθρο που επέκρινε το κλείσιμο της υπηρεσίας USAID.
Μιλώντας στο «Βήμα», ο Χέρμαν εξηγεί ότι στα κοινωνικά δίκτυα μοιράζεται άρθρα συναδέλφων με πολλές διαφορετικές απόψεις, προσθέτοντας με εμφανώς αστεία διάθεση ότι η μόνη προσωπική γνώμη που έχει εκφράσει είναι ότι δεν του αρέσει ο ανανάς στην πίτσα.
Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το κλείσιμο της VOA αποτελεί ένα μέτρο εξοικονόμησης πόρων για τον προϋπολογισμό, ο Χέρμαν το απορρίπτει κατηγορηματικά. «Το κόστος για έναν ειδησεογραφικό οργανισμό που έχει επιρροή σε όλον τον κόσμο είναι μικρότερο από ένα μαχητικό αεροσκάφος. Αυτό το κενό που δημιουργείται θα καλυφθεί από το Πεκίνο, τη Μόσχα και την Τεχεράνη. Αφήνουμε ένα άδειο γήπεδο στα αυταρχικά καθεστώτα».