«Εχει αλλάξει πολύ η Αθήνα» μου λέει ο Τζέιμς Γουντ ενώ ετοιμαζόμαστε για τη συνέντευξή μας. Στο τελευταίο του ταξίδι εδώ, στη διάρκεια μιας δίμηνης περιήγησης με φίλους στην Ευρώπη, ο δεκαοκτάχρονος Τζέιμς έγραφε τις καρτ ποστάλ του στην Ακρόπολη που είχε μόλις σαράντα επισκέπτες. Τώρα συνάντησε σμήνη τουριστών.
Βρίσκεται στην Ελλάδα με τη σύζυγό του, την αμερικανή μυθιστοριογράφο Κλερ Μεσούντ, με την οποία συμμετείχαν στη 19η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση βιβλίων τους στα ελληνικά, και επισκέφθηκαν τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας προτού καταλήξουν στην Αθήνα. Mεγαλωμένος στο Ντάραμ της Βρετανίας, σε μια οικογένεια Ευαγγελιστών, απόφοιτος του Κέιμπριτζ, από τους νεαρότερους κριτικούς λογοτεχνίας του «Guardian», ακολούθησε το 1995 πορεία δυτικά καταλήγοντας στη Νέα Υόρκη. Αρχισυντάκτης του περιοδικού New Republic ως το 2007 και στη συνέχεια κριτικός λογοτεχνίας στον New Yorker, διδάσκει επίσης πρακτική της λογοτεχνικής κριτικής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
«Κριτική με τη δίψα του συγγραφέα»
Εχει στο βιογραφικό του πέντε βιβλία κριτικής και δύο μυθιστορήματα. Στα ελληνικά μόλις κυκλοφόρησε το Πώς δουλεύει η λογοτεχνία (μτφ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδ. Αντίποδες, 2023), ένα βιβλίο για τις τεχνικές του μυθιστορήματος. Γραμμένο απολαυστικά, με τρόπο υβριδικό, ανάμεσα σε λογοτεχνικό ημερολόγιο, αποσπασματική αυτοβιογραφία και σημειώσεις πανεπιστημιακής διδασκαλίας, οργανωμένο σε σύντομες αριθμημένες ενότητες, το βιβλίο σε προκαλεί να ρωτήσεις ποιοι κριτικοί έχουν επηρεάσει τη δική του γραφή. «Με ενδιαφέρει η κριτική που προσεγγίζει το μυθιστόρημα από μέσα» απαντά, «και οι κριτικοί που έχουν προσεγγίσει το είδος με τη δίψα του συγγραφέα, όπως ο Ρολάν Μπαρτ και ο Μίλαν Κούντερα – έστω κι αν ο Μπαρτ δεν ήταν μυθιστοριογράφος».
Οι πρώτες του σπουδές ήταν στη μουσική, αλλά το κριτικό ενδιαφέρον του το κέρδισε η πεζογραφία και όχι η ποίηση. «Η μουσική ήταν πράγματι η πρώτη μου αγάπη, έφηβος προσπάθησα να γράψω ποιήματα και ως κριτικό θα έλεγα ότι με ελκύει το ποιητικό στοιχείο στο μυθιστόρημα: το ύφος. Με γοητεύει αυτή η ένταση ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο, που, ιστορικά μιλώντας, είναι η ένταση ανάμεσα στον φορμαλισμό και στον ρεαλισμό, στο τι σου μεταφέρει η λογοτεχνία από τον κόσμο και στο πώς κατασκευάζει αυτόν τον κόσμο».
Βρισκόμαστε ήδη στην καρδιά της σκέψης ενός κριτικού που θεωρείται θιασώτης του ρεαλισμού με κορυφαίο παράδειγμα τον Φλομπέρ. «Υπάρχουν πολλοί ρεαλισμοί τον 19ο αιώνα» διευκρινίζει ο Γουντ, ξεχωρίζοντας τον ποιητικό ρεαλισμό του Μέλβιλ και τον παράδοξο ρεαλισμό του Γκόγκολ. Και ο ρεαλισμός του 21ου αιώνα; Συμφωνεί ότι είναι η κυρίαρχη τάση στο μυθιστόρημα των τελευταίων δεκαετιών ίσως και λόγω της παγκόσμιας κυριαρχίας της αγγλικής γλώσσας και των τρόπων του αμερικανικού μυθιστορήματος; «Ναι, νομίζω ότι ισχύει» απαντά. «Στο μεταπολεμικό Παρίσι, το κέντρο της αβανγκάρντ στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία και στην κριτική θεωρία, αυτοί οι τρεις κόσμοι αλληλοπλέκονται θαυμάσια δίνοντας μια έμφαση στη μορφή και ασκώντας κριτική στον ρεαλισμό. Η επίδρασή τους ανιχνεύεται στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία της δεκαετίας του 1960, ακόμη και στην Αμερική, με συγγραφείς όπως ο Τόμας Πίντσον. Το ότι αυτή η τάση αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά στην Αμερική από μια πολύ έντονη ροπή στον ρεαλισμό – που δεν είχε χαθεί άλλωστε ποτέ από το προσκήνιο – νομίζω ότι πηγάζει από το γεγονός ότι η Αμερική είναι μια μεγάλη, περίπλοκη, τρελή κοινωνία και οι συγγραφείς νιώθουν πάντοτε την ανάγκη να γεμίζουν το μυθιστόρημα με αυτήν σκιαγραφώντας την, περιγράφοντάς την, εξηγώντας την. Γι’ αυτό όταν μιλάμε για το περίφημο «μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα» συνήθως έχουμε στον νου ογκώδη ρεαλιστικά μυθιστορήματα».
Στην αμερικανική λογοτεχνική ζωή αυτή είναι, εκτιμά, μια εσωτερική πίεση προς τον ρεαλισμό, η οποία στις μέρες μας «ενισχύεται αφενός από την εξάπλωση του υβριδικού ρεαλιστικού «μυθιστορήματος της μετανάστευσης» -κορεατικό-αμερικανικό μυθιστόρημα, νιγηριανό-αμερικανικό μυθιστόρημα κ.ο.κ. –, με πολύ ενδιαφέροντα βιβλία, όπου όμως η έμφαση είναι στο τι έχεις να πεις, ποια είναι η δική σου εμπειρία της Αμερικής, συνεπώς το περιεχόμενο αποκτά μεγαλύτερη σημασία από τη μορφή και καταλήγουν να είναι ρεαλιστικά. Αφετέρου, έχουμε τώρα και το ενδιαφέρον για την ταυτότητα – που είναι σε κάποιον βαθμό υποκατηγορία του «μυθιστορήματος της μετανάστευσης» – το οποίο επίσης οδηγεί τη μυθοπλασία προς τον ρεαλισμό. Είναι μια τάση της εποχής ιστορικά αναπόφευκτη και ένα μέρος μου λυπάται που η τάση αυτή, μέσω της παγκόσμιας κυριαρχίας της αγγλικής γλώσσας και της οπτικής της αμερικανικής εκδοτικής βιομηχανίας, επηρεάζει την παραγωγή του μυθιστορήματος σε διαφορετικές χώρες».
Καλό μυθιστόρημα για τον ίδιο είναι εκείνο στο οποίο ο συγγραφέας τον πείθει «ότι μπορεί πραγματικά να γράψει, γιατί διαβάζοντας τους νέους συγγραφείς αλλά και τα γραπτά των φοιτητών μου διαπιστώνω ότι αυτό που αποκαλώ «το μεγαλείο και η ταυτότητα της πρότασης» έχει αρχίσει να φθίνει. Θα το πω καθαρά: Κατά τη γνώμη μου, οι συγγραφείς δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να συνθέσουν μακρές ή περίπλοκες προτάσεις, που να εμπεριέχουν το παιγνιώδες, την ειρωνεία. Συναντούμε όλο και περισσότερο απλές, κύριες προτάσεις, αυτές που θα περιμέναμε να προκύψουν από την κουλτούρα των μηνυμάτων και των έξυπνων τηλεφώνων. Ως αναγνώστης και κριτικός αναζητώ ακόμη το στοιχείο της λογοτεχνικότητας που διακρίνει μια γραπτή πρόταση από μια προφορική και στα σύγχρονα μυθιστορήματα εξακολουθώ να ψάχνω για ένα σημάδι ότι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για τη γλώσσα».
Η σημασία της κριτικής και το Brexit
Η διάδοση και ο πολλαπλασιασμός των κριτικών απόψεων μέσω του Διαδικτύου κάνει ακόμα πιο σημαντική και επιτακτική την ύπαρξη σοβαρής κριτικής, υποστηρίζει ο Γουντ, «που με γνώση και εμπειρία μπορεί να επισημάνει κάτι, να πει αυτή εδώ η παράγραφος είναι σημαντική. Αυτό το παιδαγωγικό στοιχείο της κριτικής είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο σημαντικό από τη διατύπωση μιας αξιολόγησης» και προσπαθεί στα μαθήματά του στο Χάρβαρντ να εκπαιδεύει το μάτι και το αφτί των φοιτητών του «ώστε να εντοπίσουν την καρδιά μιας μεταφοράς μέσα σε μια πρόταση».
Μου περιγράφει το ακροατήριο. Είναι κυρίως νεαρές γυναίκες, με πάθος για τη λογοτεχνία, την οποία παρακολουθούν σε μαθήματα επιλογής ενώ σπουδάζουν Πληροφορική, Στατιστική, Βιολογία ή άλλες πρακτικές και «χρήσιμες» επιστήμες. Η σπουδή της λογοτεχνίας έχει κι αυτή πρακτικές εφαρμογές, υπογραμμίζει ο Γουντ, τις οποίες ξεχνούμε: «Σε μαθαίνει να διαβάζεις και ως εκ τούτου έχει μεγάλη χρησιμότητα στην καθημερινή ζωή, ειδικά σήμερα που μας περιβάλλουν κείμενα κάθε είδους: διαφημίσεις, νόμοι, ομιλίες πολιτικών, μουσικά βίντεο, τηλεοπτικές εκπομπές. Ολα αυτά, μεταφορικά μιλώντας, είναι κείμενα που πρέπει να διαβάσουμε και να αποκωδικοποιήσουμε, οπότε κατά μια έννοια γινόμαστε όλοι σημειολόγοι».