Η προεκλογική ατμόσφαιρα στις ΗΠΑ φέρει τη σφραγίδα της πόλωσης. Την ηλεκτρίζουν δυο βασανιστικά και για τα δύο στρατόπεδα ερωτήματα: Θα καταδικαστεί τελικά ο Τραμπ; Και αν ναι, θα συνεχίσει απρόσκοπτα ως υποψήφιος για την προεδρία; «Ρεπορτάζ εμφανίζουν τις κατηγορίες για την Τζόρτζια ως σοβαρή πιθανότητα καταδίκης του, επειδή υπόκεινται στους νόμους περί εκβιασμού. Αν απλώς κατηγορηθεί αλλά δεν καταδικαστεί, δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να τον εμποδίσει νομικά να είναι υποψήφιος» υποστηρίζει στο «Βήμα» ο Τζόρνταν Μπόουλς, αμερικανός ψηφοφόρος από την Αϊοβα, που θεωρεί ότι το μείζον ερώτημα είναι έτερο: «Μπορεί ο Τραμπ, ο πρώτος στα χρονικά πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ στον οποίο απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ποινική υπόθεση από τη Δικαιοσύνη, να δώσει χάρη στον εαυτό του αν εκλεγεί εκ νέου πρόεδρος;». Στις ΗΠΑ μόνο ένας επόμενος πρόεδρος (Τζέραλντ Φορντ) έχει δώσει χάρη σε προηγούμενο (Ρίτσαρντ Νίξον). Ποτέ ένας εν ενεργεία πρόεδρος στον εαυτό του.

Πέρα από το καθαρά νομικό σκέλος, ο Μπόουλς, που παρακολούθησε το debate των υποψηφίων για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών την Τετάρτη, θεωρεί ότι «ο Ρον Ντε Σάντις, παρότι φαινόταν ότι είχε περισσότερες πιθανότητες να συγκρουστεί με τον Τραμπ, ήδη παραπαίει». Πιστεύει ότι το «αληθινό ζήτημα με τον Τραμπ δεν είναι πολιτικό. Είναι ηθικής τάξεως. Διότι είναι ο ηγέτης μιας ακραία χριστιανοεθνικιστικής εκτροπής. Είναι θλιβερό να παρακολουθείς την ακραία βάση των Ρεπουμπλικανών να βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια φανατισμένη χριστιανική και εθνικιστική ατζέντα» υποστηρίζει, αποδοκιμάζοντας ωστόσο και την επιλογή του Μπάιντεν να υιοθετήσει «μια μάλλον φαιδρή» προεκλογική τακτική, «αγκαλιάζοντας ακόμη και το meme «Dark Brandon», που τον απεικονίζει ως ισχυρό και αποφασιστικό ηγέτη-υπερήρωα».

Αν και παραδέχεται ότι η συγκεκριμένη τακτικιστική επιλογή αποδεικνύει ότι «ο Μπάιντεν αναμένει να είναι όντως υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, απέναντί του, παρ’ όλα τα νομικά εμπόδια, ο Τραμπ». Και ναι μεν ο αμερικανός συνομιλητής μας εκτιμά ότι «ο Τραμπ θα ηττηθεί στις προεδρικές εκλογές», αλλά αυτό «σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί από δύο παράγοντες: τους νεότερους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών και τους περιθωριοποιημένους εσωκομματικά μειοψηφούντες ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικανών».