Τη σημασία που έχει η Ταϊβάν για την Κίνα και τις ΗΠΑ αναλύει στο «Βήμα» της Κυριακής ο Γιώργος Τζογόπουλος, Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ, λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Νίκαιας και συγγραφέας του βιβλίου «The Miracle of China: The New Symbiosis with World» το οποίο κυκλοφορεί από τον Springer.
Αν υπάρχει ένα βασικό θέμα το οποίο κυριαρχεί στις σινοαμερικανικές συζητήσεις από το 1971 και μετά, αυτό είναι η Ταϊβάν. Τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν τη διαδικασία σύναψης διπλωματικών σχέσεων με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, για να επιτύχουν την υποστήριξη της τελευταίας εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Ακολούθως, την αναγνώρισαν ως μοναδική εκπρόσωπο της Κίνας και αποδέχθηκαν να πάρει τη θέση της Ταϊβάν στα Ηνωμένα Εθνη. Ταυτόχρονα, η αρχή της μίας Κίνας έγινε το θεμέλιο των σινοαμερικανικών σχέσεων και των σχέσεων Κίνας – Δύσης γενικότερα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, θα συνέχιζαν την παροχή βοήθειας στην Ταϊβάν, μεταξύ άλλων στρατιωτικής, πάνω στη βάση του σχετικού νόμου του 1979. Με την πάροδο των ετών, ιδίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το ενδεχόμενο ένωσης της ηπειρωτικής Κίνας με την Ταϊβάν εξελίχθηκε σε πεδίο σινοαμερικανικής αντιπαράθεσης. Το Πεκίνο αξιολογεί το θέμα ως εσωτερική του υπόθεση, για τη διαχείριση της οποίας είναι διατεθειμένο να ασκήσει στρατιωτική βία σε περίπτωση αποσχιστικής διάθεσης από την πλευρά της Ταϊπέι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο εμπλοκής τους σε περίπτωση πολέμου.
Η επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν ερμηνεύεται από την Κίνα ως αμφισβήτηση της αρχής της μίας Κίνας και παραβίασης της εθνικής της κυριαρχίας. Η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει την κινεζική πως απλώς επρόκειτο για προσωπική επιλογή της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Πέρα από το ζήτημα της Ταϊβάν αυτό καθεαυτό, το μεγάλο πρόβλημα για το διεθνές σύστημα είναι η αδυναμία ουσιαστικής συνεννόησης Ηνωμένων Πολιτειών – Κίνας, αν και οι δίαυλοι επικοινωνίας υπάρχουν. Η Πελόζι επισκέφθηκε την Ταϊβάν λίγες μέρες μόλις μετά την τηλεδιάσκεψη των προέδρων Μπάιντεν – Σι. Η ιστορία των διεθνών σχέσεων διδάσκει πως το ενδεχόμενο πολέμου υπάρχει. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως τα παραδείγματα ειρηνικής επίλυσης διαφορών είναι λίγα.