Στις 8 Δεκεμβρίου, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, οι HΠΑ αντάλλαξαν την μπασκετμπολίστρια Μπρίτνεϊ Γκράινερ, η οποία κρατούνταν επί εννέα μήνες σε ρωσικές φυλακές για κατοχή κάνναβης, με τον διαβόητο ρώσο έμπορο όπλων Βίκτορ Μπουτ, καταδικασμένο από το 2008 και κρατούμενο στις ΗΠΑ για λαθρεμπόριο όπλων.

Ο Μπουτ είναι πολύτιμος για τη Μόσχα εξαιτίας των στενών διασυνδέσεών του με υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους της Ρωσίας, ακόμα και με συμβούλους του προέδρου Πούτιν.

Η Μπρίτνεϊ Γκράινερ επέστρεψε στις ΗΠΑ στις αρχές Δεκεμβρίου έπειτα από εννιάμηνη παραμονή σε ρωσικές φυλακές

Οι Αμερικανοί ωστόσο, μαζί με την απελευθέρωση της Γκράινερ, διαπραγματεύονταν και την απελευθέρωση του Πολ Γουίλαν, 52 ετών, πρώην πεζοναύτη, ο οποίος το 2020 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 16 ετών με την κατηγορία της κατασκοπείας. Ο Γουίλαν συνελήφθη στη Μόσχα το 2018 και έκτοτε κρατείται σε ρωσικές φυλακές. Η Μόσχα θα ήθελε να ανταλλάξει τον Γουίλαν με τον Βαντίμ Κρασίκοφ, πρώην συνταγματάρχη των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, τον οποίο όμως κρατούν οι γερμανικές αρχές.

Οι ΗΠΑ ζήτησαν από τη σύμμαχό τους, τη Γερμανία, να συμπεριληφθεί ο Κρασίκοφ στην ανταλλαγή κατασκόπων – ο Κρασίκοφ έχει καταδικαστεί για τη δολοφονία ενός Γεωργιανού στο Βερολίνο το 2019 -, όμως οι γερμανικές αρχές αρνήθηκαν. Προκειμένου να επιτύχουν την απελευθέρωση του Γουίλαν, οι ΗΠΑ πρότειναν στη Ρωσία να τον ανταλλάξουν με τον Ρώσο Αλεξάντερ Βίνικ, ο οποίος έχει κατηγορηθεί για ξέπλυμα χρήματος, κυβερνοεπιθέσεις και εκβιασμό. Οι Ρώσοι αρνήθηκαν.

Ο Πολ Ουίλαν καταδικάστηκε από τις ρωσικές αρχές με 16 χρόνια φυλάκιση και οι ΗΠΑ προσπαθούν να πετύχουν την ανταλλαγή του

Ταξίδια, αποπομπή και σύλληψη

Ο Γουίλαν έχει τετραπλή υπηκοότητα: αμερικανική, καναδική, βρετανική και ιρλανδική. Εχει υπηρετήσει ως πεζοναύτης στο Ιράκ το 2004 και το 2006. Την περίοδο αυτή επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Ρωσία, τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, και περιέγραψε τις θετικές εμπειρίες από το ταξίδι του στην προσωπική του ιστοσελίδα, η οποία όμως καταργήθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Το 2008 αποπέμφθηκε από το σώμα των πεζοναυτών για ανάρμοστη συμπεριφορά, καθώς κατηγορήθηκε ότι είχε υποκλέψει και χρησιμοποιούσε τον κωδικό κοινωνικής ασφάλισης ενός άλλου Αμερικανού και ότι εξέδιδε ακάλυπτες επιταγές. Ο Γουίλαν ωστόσο συνέχισε να εργάζεται για την εταιρεία πληροφορικής Kelly Logistics και να ταξιδεύει στη Ρωσία μέχρι τη στιγμή της σύλληψής του από την FSB, τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, για κατασκοπεία το 2018.

Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε ότι «δυστυχώς η Ρωσία, εντελώς παράνομα, αντιμετωπίζει διαφορετικά την περίπτωση του Πολ Γουίλαν από αυτήν της Μπρίτνεϊ Γκράιμερ» και πρόσθεσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τις προσπάθειες για την απελευθέρωση του πρώην πεζοναύτη.

Παρά τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, οι Ρώσοι έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν να συνεχιστούν οι προσπάθειες ανταλλαγών κρατουμένων μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον.

Υποθέσεις από το παρελθόν

1962

O «καλλιτέχνης», o πιλότος και ο φοιτητής

Ο Φράνσις Γκάρι Πάουερς υπό κράτηση στη Ρωσία. Αργότερα ανταλλάχθηκε με τον Ρούντολφ Αμπελ

Το 1957, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, ο σοβιετικός κατάσκοπος Ρούντολφ Αμπελ (του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Γουίλιαμ Φίσερ και ήταν συνταγματάρχης της KGB) συνελήφθη στη Νέα Υόρκη ως μέλος δικτύου κατασκόπων. Ο Αμπελ παρουσιαζόταν ως καλλιτέχνης που ζούσε στο Μπρούκλιν και καταδικάστηκε τελικώς σε φυλάκιση 30 ετών. Τρία χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1960, αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροσκάφος τύπου U2, κατερρίφθη από τους Σοβιετικούς. O αμερικανός πιλότος του, Φράνσις Γκάρι Πάουερς, συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας. Τον Φεβρουάριο του 1962, καθ’ υπόδειξιν της CIA, ο δικηγόρος του Αμπελ, ο Τζέιμς Ντόνοβαν, μετέβη στο Ανατολικό Βερολίνο ενόσω χτιζόταν το Τείχος και διαπραγματεύθηκε επιτυχώς την ανταλλαγή του Πάουερς και ενός ακόμα κρατουμένου, του αμερικανού φοιτητή του Πανεπιστημίου Γέιλ, Φρέντερικ Πράιορ, με τον σοβιετικό Ρούντολφ Αμπελ. Εξαιτίας των πολιτικών διαφορών μεταξύ της ΕΣΣΔ και της τότε Ανατολικής Γερμανίας, ο μεν Πράιορ παραδόθηκε στο Checkpoint Charlie, ο δε Πάουερς, στη γέφυρα Γκλίνικε του Βερολίνου.

1985

«Πολυκοσμία» πάνω στη γέφυρα

Ο Μάριαν Ζαχάρσκι, ο διασημότερος κατάσκοπος της Πολωνίας

Στις 11 Ιουνίου 1985 έλαβε χώρα στη γέφυρα Γκλίνικε η μεγαλύτερη ως τότε επιχείρηση ανταλλαγής κατασκόπων. Είκοσι τρεις Δυτικοί, οι οποίοι κρατούνταν στην Ανατολική Γερμανία και στην Πολωνία με την κατηγορία της κατασκοπείας, απελευθερώθηκαν στο πλαίσιο ανταλλαγής με τέσσερις κατασκόπους του Ανατολικού Μπλοκ, μεταξύ των οποίων και ο Μάριαν Ζαχάρσκι, ο διασημότερος κατάσκοπος της Πολωνίας. Ο Ζαχάρσκι εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης στις ΗΠΑ καθώς είχε κριθεί ένοχος ότι άφησε να διαρρεύσουν στους Σοβιετικούς σημαντικές πληροφορίες που αφορούσαν στρατιωτική τεχνολογία (ραντάρ, αεροσκάφη τύπου stealth). Το 1994 η τότε κυβέρνηση της Πολωνίας θέλησε να διορίσει τον Ζαχάρσκι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Πολωνίας. Ωστόσο ύστερα από τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, μεταξύ άλλων και από την πλευρά των ΗΠΑ, η συγκεκριμένη πρωτοβουλία δεν ευοδώθηκε.

1986

Ο Νάταν Σαράνσκι και οι τσεχοσλοβάκοι «ήρωες»

Το ζεύγος των τσεχοσλοβάκων κατασκόπων της KGB Καρλ και Χάνα Κόχερ

Toν Φεβρουάριο του 1986, ο εβραίος σοβιετικός αντιφρονών (Ανατόλι) Νάταν Σαράνσκι είχε ήδη περάσει εννέα χρόνια σε γκουλάγκ κατηγορούμενος για κατασκοπεία υπέρ των Αμερικανών – το 1973 είχε υποβάλει αίτηση για να του δοθεί βίζα για το Ισραήλ αλλά η Μόσχα τού την αρνήθηκε. Στη συνάντηση όμως μεταξύ των προέδρων Ρέιγκαν και Γκορμπατσόφ το 1985 οι Σοβιετικοί δέχθηκαν να ανταλλάξουν τον Σαράνσκι – ο οποίος είχε εργαστεί και ως βοηθός του αντιφρονούντος πυρηνικού φυσικού Αντρέι Ζαχάροφ (τιμηθέντος με βραβείο Νομπέλ Ειρήνης το 1975) – με το ζεύγος των τσεχοσλοβάκων κατασκόπων της KGB, Καρλ και Χάνα Κόχερ, και με άλλους τρεις σοβιετικούς κατασκόπους που κρατούνταν στη Δυτική Γερμανία. Οι Κόχερ είχαν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ το 1965 και επτά χρόνια αργότερα απέκτησαν την αμερικανική υπηκοότητα. Ζούσαν στη Νέα Υόρκη σε διαμέρισμα με θέα στο Σέντραλ Παρκ και διήγαν κοσμική ζωή. Ο Καρλ Κόχερ ήταν γλωσσολόγος, μιλούσε τέσσερις γλώσσες, είχε εκπαιδευθεί στο να περνά τη δοκιμασία του ανιχνευτή ψεύδους και εργαζόταν ως αναλυτής στη CIA. Κατείχε διδακτορικό στη Φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο Columbia και ο αξιωματικός της KGB, o συνταγματάρχης Αλεξάντερ Σοκολόφ, στον οποίο αναφερόταν, χαρακτήριζε τον Κόχερ «σούπερ κατάσκοπο». Η σύζυγός του Κόχερ, η Χάνα, ασχολούνταν με το εμπόριο διαμαντιών στη Νέα Υόρκη, ώστε να μπορεί να δικαιολογεί τις συχνές μετακινήσεις της από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, μεταφέροντας μεγάλα χρηματικά ποσά.

2010

Οι «συνηθισμένοι πολίτες» και ο «προδότης»

Ο Σεργκέι Σκριπάλ ήταν ένας από τους τέσσερις Ρώσους που αφέθηκαν να πάνε στη Δύση σε αντάλλαγμα της απελευθέρωσης 10 κατασκόπων της Ρωσίας

Το 2010 το FBI εντόπισε την ύπαρξη δικτύου 10 ρώσων κατασκόπων οι οποίοι δρούσαν στις ΗΠΑ ως «συνηθισμένοι πολίτες», προσπαθώντας να εισχωρήσουν σε κύκλους υψηλά ισταμένων προσώπων και να αποσπάσουν κρατικά μυστικά. Ανάμεσά τους ήταν η φωτογενής Αννα Τσάπμαν (της οποίας το πραγματικό όνομα ήταν Αννα Κουσένκο), η οποία εμφανιζόταν ως κοσμική και επικεφαλής κτηματομεσιτικής επιχείρησης. Η Ρωσία δέχθηκε να ανταλλάξει τους 10 κατασκόπους με τέσσερις Ρώσους, οι οποίοι κατηγορούνταν για κατασκοπεία εναντίον της πατρίδας τους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Σεργκέι Σκριπάλ, ο οποίος το 2018 μαζί με την κόρη του Γιούλια έγιναν πρωτοσέλιδο στον διεθνή Τύπο καθώς βρέθηκαν δηλητηριασμένοι από πράκτορες της Ρωσίας με το νευροπαραλυτικό αέριο Νοβιτσόκ στην πόλη Σόλσμπερι της Βρετανίας. Ο Σκριπάλ και η κόρη του επέζησαν. Οσο για την Αννα Τσάπμαν, έγινε μοντέλο και τηλεπαρουσιάστρια στη Ρωσία κατηγορώντας τον Σκριπάλ ως προδότη.

Στη λογοτεχνία

«Κανένας δεν περνάει πρώτος»

Τζόζεφ Κέινον, «The Berlin Exchange» (Simon & Schuster, 2022)

Βερολίνο, 1963

«Η ανταλλαγή, είχε αποφασιστεί, θα γινόταν στο φυλάκιο της Ινβαλίντενστράσε. Οι εφημερίδες είχαν πια στον νου τους τη γέφυρα του Γκλίνικε ευελπιστώντας σε άλλη μια ανταλλαγή σαν εκείνη του Πάουερς με τον Αμπελ. Το διεθνές πέρασμα στο φυλάκιο Τσάρλι θα ήταν γεμάτο κόσμο με όλα τα αυτοκίνητα που θα έβγαιναν από τον αμερικανικό τομέα με βίζες ημερήσιας διάρκειας. Η Ινβαλίντενστράσε είχε το πλεονέκτημα της διακριτικότητας. Ηταν απόμερη, προορισμένη για τους λίγους Δυτικογερμανούς που πήγαιναν ανατολικά. […]

Οι άνδρες στην άλλη πλευρά είχαν μπει πια σε μια γραμμή, σαν ομάδα που λάμβανε θέσεις, τα ρούχα τους τόσο παρόμοια που θα μπορούσαν να ήταν στολές: γκρίζα φαρδιά αδιάβροχα, κασκόλ, γυαλιά χωρίς σκελετό. Εκτός από τον τελευταίο, που ήταν καλοντυμένος με το καμηλό παλτό και τα μαύρα κοκάλινα γυαλιά του, μια εικόνα μόδας που έμοιαζε σουρεαλιστική μέσα στην κατήφεια του πρωινού. Αλλά και τι δεν ήταν σουρεαλιστικό στο Βερολίνο; […]

«Τώρα», είπε ο Μακ Γκρέγκορ, και άρχισε να βαδίζει. «Μη βιάζεσαι. Θέλουμε να είμαστε εκεί την ίδια στιγμή. Οταν φτάσεις στην μπάρα, θα τη σηκώσουν και θα συνεχίσεις. Οι άλλοι θα σε προσπεράσουν βγαίνοντας. Οπότε, κανένας δεν περνάει πρώτος. Ούτε και γίνονται εξυπνάδες».

«Ποτέ;».

«Μπα. Ετσι είναι αυτοί. Τα κάνουν όλα σύμφωνα με τους τύπους».

Τώρα ήταν πάνω από το νερό, το τείχος ήταν μπροστά τους. Πίσω του, ένα βαρύ κτίριο των αρχών του αιώνα με μέγεθος που θα ταίριαζε σε υπουργείο και την όψη του άτρωτη από βόμβες. Με ογκώδεις θύρες και προστώα, ήταν φτιαγμένο για να αντέχει. Στα χρόνια της αυτοπεποίθησης. Ο άνθρωπος με το καμηλό παλτό σταμάτησε, όπως και ο Μακ Γκρέγκορ, και οι τρεις με τα αδιάβροχα συνέχισαν μόνοι τους. Τρεις για έναν. Η μπάρα σηκώθηκε και ο Μάρτιν διέσχισε το πέρασμα ενώ οι άλλοι τον προσπερνούσαν από αριστερά. Κανείς δεν βιαζόταν, υπήρχε μια ανησυχία, σαν όλοι να περίμεναν κάτι να πάει στραβά την τελευταία στιγμή. Και μετά εκείνοι ήταν στη Δύση και ο Μάρτιν στο Ανατολικό Βερολίνο, ελεύθερος».

*Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Τζόζεφ Κέινον «The Berlin Exchange» (Simon & Schuster, 2022).

Στο σινεμά

Η γέφυρα, ο Σπίλμπεργκ και η Ιστορία

O Μαρκ Ράιλανς και ο Τομ Χανκς από τη «Γέφυρα των κατασκόπων» του Στίβεν Σπίλμπεργκ

Τζέιμς Ντόνοβαν: «Τι νομίζεις ότι θα συμβεί όταν θα φτάσεις σπίτι;».
Ρούντολφ Αμπελ: «Νομίζω ότι θα πιω μια βότκα».
Τζέιμς  Ντόνοβαν (χαμογελώντας αμήχανα): «Ναι… Ομως, Ρούντολφ… δεν υπάρχει η πιθανότητα…».
Ρούντολφ Αμπελ: «Οι δικοί μου να με σκοτώσουν;».
Τζέιμς Ντόνοβαν: «Ναι… Δεν ανησυχείς;».
Ρούντολφ Αμπελ: «Θα βοηθούσε;».

Είναι η κλιμάκωση της ταινίας «Η γέφυρα των κατασκόπων» (Bridge of spies, 2015) του Στίβεν Σπίλμπεργκ,  η σκηνή στην οποία  βλέπουμε τον Τζέιμς Μπ. Ντόνοβαν, δικηγόρο ειδικό στις ασφάλειες, σύζυγο, πατέρα και για ένα μικρό διάστημα της ζωής του κατάσκοπο, να συνοδεύει τον ρώσο κατάσκοπο Ρούντολφ Αμπελ στη γέφυρα Γκλίνικε του Βερολίνου όπου πρόκειται να τον παραδώσει στους Ρώσους για να πάρει, στη θέση του, τον συλληφθέντα από εκείνους Αμερικανό Φράνσις Γκάρι Πάουερς – έναν πιλότο της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, του οποίου το κατασκοπευτικό αεροπλάνο U-2 καταρρίφθηκε πάνω από τη Σοβιετική Ενωση το 1960.

Η ιστορία είναι βεβαίως πραγματική αλλά, μέχρι που ανέλαβε ο Σπίλμπεργκ την κινηματογραφική μεταφορά της, σχετικά ξεχασμένη. Στις ΗΠΑ, όπου συνελήφθη το 1957, ο Αμπελ με δικηγόρο τον Ντόνοβαν δικάστηκε για προδοσία και μόνη πιθανότητα διεξόδου του από την ηλεκτρική καρέκλα ήταν να δοθεί στους Ρώσους ως ανταλλαγή του Πάουερς. Και όλα αυτά σήμαναν σκληρές διαπραγματεύσεις πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα σε μια ταινία που αποτυπώνει έξοχα το φόντο του τρόμου του Ψυχρού Πολέμου και της παράνοιας που τόσο άδικα είχε προκαλέσει.

Ο Ντόνοβαν χρειάστηκε την προστασία της αστυνομίας γιατί είχε λάβει πολλά μηνύματα απειλής και μίσους (κάποιος μάλιστα πυροβόλησε στο σπίτι του). Η οποιαδήποτε ιδέα για την υπεράσπιση «κόκκινου» κατασκόπου θεωρούνταν εξωφρενική. Σύμφωνα όμως με την ταινία του Σπίλμπεργκ, που στηρίζεται εν πολλοίς στην πραγματικότητα, αυτό δεν εμπόδισε την ανάπτυξη μιας στοργικής φιλίας ανάμεσα στους Ντόνοβαν και Αμπελ και αυτή, τελικά, είναι η καρδιά της ταινίας.

Μόνος εναντίον όλων, ο Ντόνοβαν θα τολμήσει να σηκώσει κεφάλι στο σύστημα για να υπερασπιστεί την ηθική και το δίκαιο – η επιτομή του «σπιλμπεργκικού» ήρωα και ο Τομ Χανκς η ιδανική περίπτωση ηθοποιού ώστε το όραμα του Σπίλμπεργκ να αποκρυσταλλωθεί αξιοπρεπώς σε ένα σύγχρονο παραμύθι.

Ωστόσο η μερίδα του λέοντος, όπως και ένα Οσκαρ Β’ ρόλου, θα πήγαινε τελικά στον Μαρκ Ράιλανς, τον εκπληκτικό αυτόν βρετανό ηθοποιό που αγγίζοντας την τελειότητα υποδύεται τον Αμπελ με χιούμορ, αυτοσαρκασμό, έτοιμο να δεχθεί τη μοίρα του. (ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ)