Μέχρι το περασμένο φθινόπωρο η Γερμανίδα Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έμοιαζε να έχει εξασφαλίσει τη δεύτερη θητεία της στην επίζηλη θέση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σήμερα, λιγότερο από δύο μήνες πριν από τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, η επανεκλογή της δεν είναι διόλου σίγουρη. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι διεργασίες εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης για την ηγεσία της ΕΕ είναι πυρετώδεις και, περισσότερο ή λιγότερο, παρασκηνιακές.
Για την ανάδειξη του προέδρου της Κομισιόν, σε αυτές τις ευρωεκλογές, η ΕΕ επιχειρεί να αναβιώσει το αμφιλεγόμενο σύστημα των «spitzenkandidaten». Υπενθυμίζεται ότι το σύστημα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις ευρωεκλογές του 2014, όταν αξιοποιήθηκε άρθρο της Συνθήκης της Λισαβόνας (2009), σύμφωνα με το οποίο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προτείνει στο Ευρωκοινοβούλιο έναν υποψήφιο για το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν, ο οποίος στη συνέχεια εκλέγεται από το Ευρωκοινοβούλιο.
Το σκεπτικό ήταν το εξής: κάθε κόμμα προτείνει έναν «κορυφαίο υποψήφιο», έναν «spitzenkandidat» όπως λέγεται στα γερμανικά, για το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν και οι ψηφοφόροι, με την ψήφο τους σε ένα συγκεκριμένο κόμμα, εκφράζουν ταυτόχρονα την υποστήριξή τους στον εν λόγω υποψήφιο, στέλνοντας και μήνυμα στις εθνικές κυβερνήσεις.
Στόχος του συστήματος ήταν να τονιστεί η ευρωπαϊκή διάσταση των εκλογών, να αυξηθεί – χάρη στην προσωποποίηση της προεκλογικής εκστρατείας – η συμμετοχή των ψηφοφόρων και να ενισχυθεί η δημοκρατική νομιμοποίηση της Κομισιόν. Το 2014 το σύστημα λειτούργησε και ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, spitzenkandidat του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) που κέρδισε τις ευρωεκλογές, επελέγη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ενεκρίθη από το Ευρωκοινοβούλιο και έγινε πρόεδρος της Κομισιόν.
Στις ευρωεκλογές του 2019, ωστόσο, οι ηγέτες της ΕΕ απέρριψαν όλους τους spitzenkandidaten και επέλεξαν, απρόσμενα, την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τότε υπουργό Αμυνας της Γερμανίας, για την προεδρία της Κομισιόν. Ο διορισμός της εξόργισε το Ευρωκοινοβούλιο που τον επικύρωσε με πλειοψηφία μόλις εννέα ψήφων.
Oι ενστάσεις των ευρωβουλευτών αφορούσαν τις ελλείψεις και αντιφάσεις του συστήματος των spitzenkandidaten, το οποίο μιμείται τους τρόπους λειτουργίας της εθνικής πολιτικής, ωστόσο η εφαρμογή του σε επίπεδο ΕΕ είναι δύσκολη. Επιπλέον, οι spitzekandidaten καλούνται να υιοθετήσουν πλήρως την κομματική πολιτική και στην προεκλογική εκστρατεία να υπερασπιστούν ένα κοινό μανιφέστο. Ωστόσο, μόλις ένας εξ αυτών προταθεί ως πρόεδρος της Κομισιόν, θα πρέπει να πολιτευθεί ως ανεξάρτητος.
Το «τρίγωνο της Βαϊμάρης»
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι εφέτος η spitzenkandidat του ΕΛΚ. Η υποψηφιότητά της όμως προσκρούει σε πολλά εμπόδια. Κατ’ αρχάς στην αναβίωση του «τριγώνου της Βαϊμάρης», της συμμαχίας μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και Πολωνίας. Σύμφωνα με τη «Repubblica», η σύμπνοια του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, του γερμανού καγκελαρίου Ολαφ Σολτς και του πολωνού πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ αποσκοπεί στο να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο νέας θητείας της.
Ο καθένας εκ των τριών ηγετών έχει τις δικές του ενστάσεις: ο Μακρόν θα ήθελε έναν πιο στιβαρό υποψήφιο, ο σοσιαλδημοκράτης Σολτς δεν ενθουσιάζεται με μια δεύτερη θητεία της δεξιάς συμπατριώτισσάς του και ο φιλελεύθερος Τουσκ δεν της συγχωρεί την επιείκειά της σε δεξιούς ηγέτες όπως η ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, η οποία δεν έχει διακόψει τις σχέσεις της με τον ακροδεξιό Βίκτορ Ορμπαν, τον φιλορώσο πρωθυπουργό της Ουγγαρίας. Από την πλευρά της, η Μελόνι εξετάζει το ενδεχόμενο να προτείνει την υποψηφιότητα του Μάριο Ντράγκι, πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας και πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν.
Οσμή σκανδάλων
Η Φον ντερ Λάιεν βαρύνεται επίσης με σοβαρά σκάνδαλα, όπως το Pfizergate και το Piepergate. To πρώτο αφορά τη διαπραγμάτευσή της, την άνοιξη του 2021, με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer Αλμπερτ Μπουρλά για την αγορά εμβολίων κατά του κορωνοϊού αξίας 20 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η διαπραγμάτευση ελέγχεται ήδη από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (ΕΡΡΟ).
Το Piepergate αφορά τον αμφιλεγόμενο, πρόσφατο, διορισμό του Μάρκους Πίπερ, γερμανού χριστιανοδημοκράτη, στη νεοσυσταθείσα θέση του εκπροσώπου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τέσσερις επίτροποι – ο Ισπανός Ζοζέπ Μπορέλ, επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ο Γάλλος Τιερί Μπρετόν, επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς, ο Ιταλός Πάολο Τζεντιλόνι, επίτροπος Οικονομίας, και ο Λουξεμβουργιανός Νικολά Σμιτ, επίτροπος για την Απασχόληση – κατηγορούν την πρόεδρο για αδιαφάνεια στον διορισμό του Πίπερ.
Ο Σμιτ είναι επίσης ο spitzenkandidat των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών (PES). Η ομάδα των Ευρωπαίων Πρασίνων επέλεξε ως spitzenkandidaten τη Γερμανίδα Τέρι Ράιντκε και τον Ολλανδό Μπας Αϊκχουτ. Η Γερμανίδα Μαρί-Αγκνες Στρακ Τσίμερμαν είναι η spitzenkandidat της ομάδας Renew Europe (Ευρωπαίοι Φιλελεύθεροι), ενώ ο Δανός Αντερς Βίστισεν θα εκπροσωπήσει την ακροδεξιά ομάδα Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID).
Η διάψευση και η δήλωση
Ανεξαρτήτως πάντως του πολιτικού που θα εκλεγεί στο αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν, ο οποίος αναμένεται ότι θα προέλθει από το ΕΛΚ, παραμένει γεγονός ότι ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μολονότι ο ίδιος διέψευσε για ακόμη μια φορά (στη συνέντευξη της Πέμπτης) το ενδεχόμενο μετακίνησής του σε κάποια από τις θέσεις των ευρωπαϊκών οργάνων. Στην ίδια συνέντευξη, πάντως, δήλωσε πως «αυτή η συζήτηση είναι και λίγο κολακευτική. Δεν συνηθίζεται ένας έλληνας πρωθυπουργός να συζητείται για κάποιες θέσεις στην Ευρώπη. Δεν το είχαμε ξαναδεί αυτό».