Οταν τον Σεπτέμβριο του 1940 ο γερμανοεβραίος μαρξιστής φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν έφτανε στην ισπανική παραθαλάσσια κωμόπολη του Πορτ Μπου στην Καταλωνία, μαζί με άλλους κυνηγημένους συνοδοιπόρους του, βρισκόταν ήδη επτά χρόνια στην εξορία. Μετά την ανάρρηση του Χίτλερ στην καγκελαρία είχε αναζητήσει προσωρινά καταφύγιο σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, πριν καταλήξει στο αγαπημένο του Παρίσι, την πόλη των στοών που τόσο τον γοήτευσαν διανοητικά ως αφετηρία ανάλυσης της νεωτερικότητας και της ευρωπαϊκής συγκυρίας του 19ου αιώνα. Δεν άργησε, ωστόσο, να συνειδητοποιήσει ότι η ναζιστική λαίλαπα θα έφτανε κάποια στιγμή ξανά στο κατώφλι του. Κατάφερε να εγκαταλείψει τη γαλλική πρωτεύουσα μόλις μία μέρα πριν οι δυνάμεις του Χίτλερ εισέλθουν σε αυτή. Μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχε εξασφαλίσει, ύστερα από μεγάλη αναμονή και αρκετές δυσκολίες, την ταξιδιωτική βίζα για τον πολυπόθητο τόπο προορισμού του, την Αμερική.
Η σκοτεινή Ευρώπη
Η διαδρομή στα γαλλο-ισπανικά σύνορα μέσα από τα Πυρηναία, μια ολόκληρη ημέρα πεζοπορία με έντονο βηματισμό, ήταν ιδιαίτερα απαιτητική και η εύθραστη κατάσταση της υγείας του τον ανάγκαζε να διακόπτει απότομα την πορεία του σχεδόν κάθε δέκα λεπτά για να πάρει τις αναγκαίες ανάσες. Η άφιξη στο ξενοδοχείο De Francia, ωστόσο, έμοιαζε μάλλον με εφιάλτη παρά με κάποιου είδους εκπλήρωση. Η αστυνομία του φρανκικού καθεστώτος ανακοίνωσε στους άρτι αφχθέντες ότι επρόκειτο να τους απελάσει άμεσα πίσω στη Γαλλία. Ευτυχώς, η εντολή άλλαξε την επόμενη μέρα. Για όλους, πλην του Μπένγιαμιν. Ο κορυφαίος ίσως κριτικός κουλτούρας της γενιάς του, φοβούμενος ότι θα καταλήξει στα χέρια της Γκεστάπο, είχε αποφασίσει τη νύχτα να αφαιρέσει τη ζωή του. Βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του δωματίου του από υπερβολική δόση μορφίνης.
Η περίπτωση του Μπένγιαμιν δεν ήταν μεμονωμένη. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 πλήθος γερμανών διανοητών επιχείρησαν – και ευτυχώς εκείνοι τα κατάφεραν – να εγκαταλείψουν τη σκοτεινή ήπειρο για την άλλη όχθη του Ατλαντικού. Και η αλήθεια είναι ότι τα αμερικανικά ακαδημαϊκά ιδρύματα τους υποδέχθηκαν ασμένως. Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στα ονόματα που είναι αφιερωμένες ορισμένες έδρες των μεγαλύτερων πανεπιστημίων στις ΗΠΑ για να αντιληφθεί το μέγεθος της επίδρασης που είχαν οι στοχαστές αυτοί στο αμερικανικό ακαδημαϊκό σύστημα και, δι’ αυτού, στην αμερικανική πολιτική και κοινωνική σκέψη.
Οι ιστορικοί παραλληλισμοί έχουν πάντοτε δύο όψεις. Από τη μια μεριά, μπορούν να μας βοηθήσουν να εντάξουμε μια νέα κατάσταση σε ένα γνώριμο πλαίσιο, ώστε να αντλήσουμε κατευθύνσεις και σχήματα κατανόησης. Από την άλλη μεριά, όμως, στο μέτρο που αυτή η διαδικασία αποτελεί τροχοπέδη για να αναδείξουμε τα καινούργια στοιχεία αυτής της κατάστασης, καθίσταται βαθιά προβληματική. Υπό αυτή την έννοια αποτελεί μάλλον μια θεωρητική ευκολία, γι’ αυτό και οι ιστορικοί συνιστούν σθεναρά να τους αποφεύγουμε.
Κρατώντας κανείς τα παραπάνω στο μυαλό του, η πρόσφατη απόφαση επιφανών μελετητών του φασισμού και του αυταρχισμού να εγκαταλείψουν τη χώρα που κάποτε αποτέλεσε προορισμό πολιτικών εξόριστων και διωκόμενων Ευρωπαίων, τις ΗΠΑ, επικαλούμενοι ζητήματα ακαδημαϊκής ελευθερίας και τάσεις αντιδημοκρατικής διολίσθησης, δεν μπορεί παρά να γεννά περίεργα συναισθήματα και άβολους συνειρμούς. Προορισμός τους ο Καναδάς, που σήμερα μοιάζει να βρίσκεται πιο κοντά στην Ευρώπη παρά στην Αμερική.
Φυγή από τη νέα Αμερική
Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη του Τζέισον Στάνλεϊ, συγγραφέα βιβλίων όπως το «How Fascism Works: The Politics of Us and Them» ή το «Erasing History: How Fascists Rewrite the Past to Control the Future», ο οποίος ανοιχτά δήλωσε ότι δε θέλει τα παιδιά του να μεγαλώσουν σε μια χώρα «που κλίνει προς μια φασιστική δικτατορία». Δεν δίστασε μάλιστα σε δηλώσεις του να κάνει ευθεία αναφορά στο κύμα των γερμανών εξορίστων της δεκαετίας του ’30: «Εν μέρει, είναι σαν να φεύγεις από τη Γερμανία το 1932, το 1933 ή το 1934. Υπάρχει μια αντήχηση: η γιαγιά μου έφυγε από το Βερολίνο με τον πατέρα μου το 1939, οπότε είναι υπό μια έννοια μια οικογενειακή παράδοση».
Οι άλλες δύο περιπτώσεις, εκείνη του κορυφαίου ίσως σήμερα αμερικανού ιστορικού και μελετητή μορφών σύγχρονης τυραννίας, του Τίμοθι Σνάιντερ, και της καθηγήτριας Ιστορίας των Ιδεών και συζύγου του Σνάιντερ, της Μάρσι Σορ, δεν είναι τόσο καθαρές. Ο ίδιος ο Σνάιντερ, διά εκπροσώπου του, ανέφερε ότι οι λόγοι της μετεγκατάστασής του στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο ήταν προσωπικοί, η δε απόφασή του ελήφθη πριν από τις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές.
Ωστόσο, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του ιστοτόπου Inside Higher Ed, η Σορ υποστήριξε ότι «όπως συμβαίνει συχνά, το προσωπικό και το πολιτικό αλληλοδιαπλέκονται. Μπορεί πιθανώς να μετακομίζαμε ούτως ή άλλως, αλλά η τελική μας απόφαση ελήφθη μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου. Ενιωσα ότι αυτή τη φορά, με τη δεύτερη εκλογή του Τραμπ, τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα» ανέφερε και πρόσθεσε: «Τα θεσμικά αντίβαρα έχουν αποδιαρθρωθεί. Η χώρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Φοβάμαι ότι θα υπάρξει εμφύλιος πόλεμος και δεν θέλω να φέρω τα παιδιά μου σε μια τέτοια κατάσταση. Δεν αισθάνομαι επίσης ότι το Yale ή άλλα αμερικανικά πανεπιστήμια θα καταφέρουν να προστατεύσουν τους φοιτητές και το ακαδημαϊκό προσωπικό».
Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσει κανείς το ακριβές μέγεθος της ανησυχίας που προκαλούν στο αμερικανικό ακαδημαϊκό και ερευνητικό προσωπικό οι παρεμβάσεις της διοίκησης Τραμπ στην εκπαίδευση και την έρευνα (μεταξύ αυτών η αναστολή ομοσπονδιακών κονδυλίων ή η σύνδεσή τους με όρους όπως η καταστολή των διαδηλώσεων, τα αυξημένα μέτρα ασφάλειας ή ο «εσωτερικός έλεγχος» ακαδημαϊκών προγραμμάτων, όπως για παράδειγμα εκείνα που αφορούν τη Μέση Ανατολή ή όσα σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή). Τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας του περιοδικού «Nature» είναι, ωστόσο, ενδεικτικά. Σχεδόν 1.200 από τους 1.600 επιστήμονες-ερευνητές που απάντησαν σε σχετικές ερωτήσεις ανέφεραν πως εξετάζουν το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν τις ΗΠΑ, με δημοφιλέστερους τόπους προορισμού τον Καναδά και την Ευρώπη.
«Πατήστε το φρένο!»
Μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του Μπένγιαμιν, μια άλλη σπουδαία γερμανοεβραία φιλόσοφος, η Χάνα Αρεντ, θα περνούσε και εκείνη τα γαλλο-ισπανικά σύνορα στο Πορτ Μπου με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Στις αποσκευές της κουβαλούσε ένα χειρόγραφο που της είχε εμπιστευθεί ο Μπένγιαμιν με τίτλο «Για την έννοια της ιστορίας». Το κείμενο αποτελούσε μια σφοδρή επίθεση στο περίφημο «δόγμα της προόδου», που υποστήριζε μεγάλο τμήμα της προοδευτικής ιντελιγκέντσιας της εποχής.
Το «τρένο της ιστορίας», προειδοποιούσε αντιθέτως ο Μπένγιαμιν λίγο πριν η ανθρωπότητα εισέλθει στην πιο μαύρη περίοδο της ιστορίας της, δεν κατευθύνεται προοδευτικά προς έναν τόπο ευημερίας αλλά προς την καταστροφή. Γι’ αυτό, συνέχιζε, πρέπει να πατήσουμε φρένο στην εξέλιξη και όχι γκάζι. Κάτι αντίστοιχο θα απαντούσε πιθανότατα ο συγγραφέας των περίφημων θέσεων για την ιστορία και σε εκείνους που σήμερα υποστηρίζουν, έμμεσα ή άμεσα, κατά το μάλλον ή το ήττον, ότι η τρέχουσα αναταραχή θα οδηγήσει κάποια στιγμή, σχεδόν νομοτελειακά, χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε και πολλά, σε μια νέα βιώσιμη ισορροπία: «Πατήστε το φρένο!».