«Οι προσδοκίες της διεθνούς κοινότητας για την εαρινή αντεπίθεση της Ουκρανίας είναι ενδεχομένως πολύ υψηλές. Οι περισσότεροι άνθρωποι αναμένουν… κάτι τεράστιο». Οι, εκ πρώτης όψεως, «ηττοπαθείς» αυτές δηλώσεις για την πολυσυζητημένη εαρινή ουκρανική αντεπίθεση ανήκουν στον υπουργό Αμυνας της Ουκρανίας, τον Aλεξέι Ρέζνικοφ. Ομως οι δηλώσεις του δεν μαρτυρούν ηττοπάθεια – ο υπουργός διευκρίνισε ότι η αντεπίθεση έχει προετοιμαστεί κατά 90% και μπορεί να αρχίσει άμεσα -, αλλά την πίεση που δέχεται η Ουκρανία από τους συμμάχους της στη Δύση για να παρουσιάσει νίκες έναντι της Ρωσίας. Νίκες τις οποίες οι δυτικοί ηγέτες θα μπορέσουν να «πουλήσουν» στις χώρες τους ώστε να μην κινδυνέψει το μέχρι σήμερα αρραγές μέτωπο της Δύσης εναντίον της Ρωσίας, και κυρίως να συνεχιστεί απρόσκοπτα η αποστολή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς το Κίεβο.
Σε κρίσιμο στάδιο ο πόλεμος
Δεκαπέντε σχεδόν μήνες μετά τη ρωσική εισβολή, οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι ο πόλεμος, με το τέλος του χειμώνα και τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών, εισέρχεται σε κρίσιμο στάδιο. Αναπόσπαστο τμήμα του οποίου αποτελεί η αντεπίθεση των Ουκρανών. Σε τι συνίσταται όμως αυτή η αντεπίθεση; Η «Washington Post» παρουσίασε σχετικά σενάρια. Σύμφωνα με το πρώτο, η Ουκρανία κατορθώνει να «εμποδίσει» τη χερσαία σύνδεση μεταξύ της Ρωσίας και της, υπό ρωσική κατοχή, Κριμαίας, καταλαμβάνοντας το αντίστοιχο έδαφος και στερώντας έτσι από τους Ρώσους τη δυνατότητα να ενισχύουν τις δυνάμεις τους στην περιοχή της Ζαπορίζια (όπου βρίσκονται οι πυρηνικές εγκαταστάσεις της Ουκρανίας τις οποίες η Μόσχα ελέγχει από τις 4 Μαρτίου 2022) και απομονώνοντας τα ρωσικά στρατεύματα στην κριμαϊκή χερσόνησο.
Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, η Ουκρανία ανακτά τον έλεγχο σημαντικών υποδομών, συμπεριλαμβανομένων και των εγκαταστάσεων της Ζαπορίζια, των μεγαλύτερων πυρηνικών εγκαταστάσεων στην Ευρώπη, οι οποίες βρίσκονται κοντά στην πόλη Ενερχοντάρ, αλλά και τον έλεγχο του υδροηλεκτρικού εργοστασίου στην Καχόβκα, στο νότιο τμήμα της Χερσώνας. Σύμφωνα με το τρίτο σενάριο, η Ουκρανία θα μπορούσε να επιχειρήσει να ανακτήσει τον έλεγχο της Μελιτόπολης, την οποία η Ρωσία έχει ορίσει ως πρωτεύουσα της κατεχόμενης περιοχής της Ζαπορίζια, και κατόπιν να προσπαθήσει να «εμποδίσει» τη χερσαία σύνδεση μεταξύ της Ρωσίας και της Κριμαίας. Οι Ουκρανοί θα μπορούσαν επίσης, σύμφωνα με ένα τέταρτο σενάριο, να επιτεθούν απ’ ευθείας στην Κριμαία, ίσως με ναυτική επιχείρηση και απόβαση στρατευμάτων στις ακτές της χερσονήσου. Εικόνες από δορυφόρους δείχνουν χαρακώματα που εκτείνονται σε μεγάλο μήκος, τα οποία έχουν σκάψει οι Ρώσοι εν αναμονή ενδεχόμενης ουκρανικής επίθεσης.
Σύμφωνα με ένα πέμπτο σενάριο, οι Ουκρανοί θα μπορούσαν να αντεπιτεθούν στο Μπαχμούτ στα ανατολικά, όπου διεξάγονται από μήνες σφοδρές συγκρούσεις για τον έλεγχο της πόλης, ή ακόμη να επιτεθούν από το Κουπιάνσκ, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν τον έλεγχο εδαφών στην περιοχή του Λουχάνσκ.
Ανεξαρτήτως της μορφής που θα λάβει η αντεπίθεση, είναι γεγονός ότι ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τους Ουκρανούς. Πέραν της ανησυχίας για να επιτύχει και να παρουσιάσει στρατιωτικές νίκες – «όσες περισσότερες νίκες πετύχουμε στα πεδία των μαχών, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι θα συνεχίζουν να πιστεύουν σε μας και να μας ενισχύουν» δήλωσε ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι σε πρόσφατη συνέντευξή του στη «Washington Post» -, το Κίεβο έχει στραμμένο το βλέμμα του και στην Ουάσιγκτον και στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024.
Η ανησυχία είναι δικαιολογημένη καθώς, σε περίπτωση νίκης των Ρεπουμπλικανών, η στήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία θα είναι σαφώς πιο περιορισμένη. Μιλώντας στους «New York Times», o Τόμας Γκρέιαμ, του think tank Council on Foreign Relations και πρώην σύμβουλος του προέδρου Τζορτζ Μπους για τη Ρωσία, τονίζει ότι «προφανώς οι Ουκρανοί σκέφτονται τις αμερικανικές εκλογές του 2024, το αποτέλεσμα των οποίων ουδείς μπορεί να προδικάσει. Επίσης δεν είναι σαφές κατά πόσον ο αμερικανικός λαός θα εξακολουθήσει να στηρίζει επί μακρόν την Ουκρανία. Υπό αυτή την έννοια, το Κρεμλίνο και ο Πούτιν πιστεύουν ότι ο χρόνος είναι με το μέρος τους». Σύμφωνα με έρευνα του Center for Strategic and Ιnternational Studies (CSIS), στο πλαίσιο της οποίας μελετήθηκαν οι πολεμικές συγκρούσεις από το 1946 μέχρι σήμερα, όταν μια σύρραξη εισέρχεται στον δεύτερο χρόνο, τότε είναι πιθανό να διαρκέσει δέκα χρόνια κατά μέσο όρο.
«Δεν έχει κίνητρο να το τελειώσει»
«Ο Πούτιν δεν έχει κίνητρο να τελειώσει τώρα τον πόλεμο, εκτός και αν υποχρεωθεί. Η παράταση του πολέμου τον βοηθά να παραμένει στην εξουσία» υποστηρίζει η πολιτική αναλύτρια Αντρια Κένταλ-Τέιλορ στους «ΝΥΤ». Τυχόν διαπραγματεύσεις οι οποίες θα προκύψουν μετά από στρατιωτική ήττα της Ρωσίας και συνθηκολόγηση, θα αποδυναμώσουν την ισχύ του Πούτιν στο εσωτερικό. Η μόνη εξαίρεση για να συμφωνήσει ο Πούτιν σε διαπραγματεύσεις είναι αν μέσω αυτών κερδίσει κάτι το οποίο θα μπορέσει να παρουσιάσει στον ρωσικό λαό ως νίκη.
Η Ρωσία μπορεί να τραβήξει σε μάκρος τη σύρραξη, και λόγω της αριθμητικής της υπεροχής. Σύμφωνα με ευρωπαίους αξιωματούχους, ο ρώσος υπουργός Αμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, φέρεται αποφασισμένος να παρατείνει τη σύρραξη επιστρατεύοντας ακόμη περισσότερους άνδρες, ενώ οι έφεδροι σύμφωνα με τον ίδιο μπορούν να φτάσουν και τα 25 εκατομμύρια.