«Ισχυρή λαϊκή εντολή για αλλαγή» έχει λάβει από την κάλπη της 8ης Ιουλίου, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο νέος πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, προκειμένου να πραγματοποιήσει «το σημαντικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που υποσχέθηκε το κόμμα των Εργατικών» λέει στο «Βήμα» ο Μάθιου Γκόντγουιν, ερευνητής στο Tony Blair Institute for Global Change, παρότι συμφωνεί με όσους υποστηρίζουν ότι οι ψηφοφόροι δεν «ηλεκτρίστηκαν» με τον Στάρμερ όσο με τον Τόνι Μπλερ το 1997.

Η κυβέρνηση Στάρμερ είναι ισχυρή;

«Έχει ισχυρή εντολή από τους ψηφοφόρους, από τις μεγαλύτερες των τελευταίων δεκαετιών. Ο πρωθυπουργός έλαβε εντολή για να πραγματοποιήσει το σημαντικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που υποσχέθηκε το κόμμα. Υπήρχαν ζητήματα με την ήττα ορισμένων υποψηφίων του Εργατικού Κόμματος από ανεξάρτητους, αλλά ο μικρός αριθμός ανεξάρτητων βουλευτών που εκλέχθηκαν είναι απίθανο να αποδυναμώσει την εντολή της κυβέρνησης».

Θα μπορούσε ο Στάρμερ να εξελιχθεί σε έναν νέο Τόνι Μπλερ;

«Έχουν γίνει παραλληλισμοί μεταξύ του 2024 και της νίκης των Νέων Εργατικών το 1997, υπό τον σερ Τόνι Μπλερ, κυρίως λόγω της πειστικής πλειοψηφίας του Εργατικού Κόμματος και της απότομης πτώσης της υποστήριξης των Συντηρητικών. Ωστόσο, οι παρατηρητές έχουν δίκιο όταν λένε ότι οι ψηφοφόροι δεν «ηλεκτρίστηκαν» τόσο με τον Στάρμερ όσο με τον Μπλερ».

Θα συνεχιστεί η δημοσιονομική πειθαρχία;

«Η νέα κυβέρνηση των Εργατικών είναι πολύ περιορισμένη από τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και τις γεωπολιτικές προκλήσεις. Ο πρωθυπουργός και η υπουργός Οικονομικών διεξήγαγαν μια πολύ πειθαρχημένη προεκλογική εκστρατεία, αναφορικά με τις δεσμεύσεις τους. Για παράδειγμα, δεν δεσμεύτηκαν σε ένα σφικτό χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Η προηγούμενη κυβέρνηση άφησε εξάλλου ελάχιστα περιθώρια ελιγμών στη νέα όσον αφορά τις δαπάνες, οπότε πιστεύω ότι η δημοσιονομική πειθαρχία θα συνεχιστεί. Για να μπορέσει η κυβέρνηση να επενδύσει ουσιαστικά, η οικονομία της χώρας πρέπει να αναπτυχθεί, επομένως δικαίως αυτή είναι η προτεραιότητα της νέας υπουργού Ρέιτσελ Ριβς».

Θα επιχειρήσει η κυβέρνηση Στάρμερ να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία του Brexit;

«Έχουμε πλέον μια κυβέρνηση που θα είναι σε θέση να ανοικοδομήσει και να ενισχύσει τη σχέση με την ΕΕ, μετά την αναταραχή των χρόνων διακυβέρνησης των Συντηρητικών. Tο Ηνωμένο Βασίλειο φιλοξένησε πρόσφατα τη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, εκ παραλλήλου με μια συντονισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία στενότερης συμφωνίας για την ασφάλεια. Όσον αφορά τις οικονομικές σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, η κυβέρνηση θα δώσει προτεραιότητα στην ευθυγράμμιση της κτηνιατρικής πολιτικής, πέρα από άλλα ζητήματα. Η κυβέρνηση Στάρμερ θεωρώ ότι έχει περιθώρια να είναι δημιουργική στις σχέσεις της με τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο του Ηνωμένου Βασιλείου».

Αναμένονται αλλαγές στην προσφυγική πολιτική;

«Στο προσφυγικό ζήτημα, η νέα κυβέρνηση των Εργατικών θα πρέπει να δράσει γρήγορα καθώς παραμένει βασικό μέλημα των ψηφοφόρων. Τα καλά νέα για τον Στάρμερ είναι ότι μπορεί να αναπτύξει μια πιο παραγωγική και συνεργατική σχέση με τη Γαλλία και άλλους ευρωπαίους συμμάχους, με σκοπό την εξάρθρωση των συμμοριών λαθρεμπόρων που βρίσκονται στην καρδιά του προβλήματος».

Στην εξωτερική πολιτική;

«Δεν θα περίμενα μεγάλες αλλαγές σε θέματα όπως η Ουκρανία και η κρίση στη Μέση Ανατολή. Θα δούμε μεγαλύτερη εστίαση στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών είναι σε θέση να ενισχύσει αυτούς τους δεσμούς».

Θα αμβλυνθεί η πόλωση που τροφοδότησε ο πρώην πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ;

«Η πόλωση της πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένει πρόκληση. Ο Στάρμερ έκανε ανοιχτή εκστρατεία όντας μετριοπαθής. Πιστεύω ότι ο πολιτικός τόνος θα αλλάξει με τον νέο πρωθυπουργό, θα είναι λιγότερο ανταγωνιστικός από όσο η προηγούμενη κυβέρνηση. Ο Στάρμερ σαφώς δεν έχει καμία επιθυμία να διχάσει με βάση τα αποκαλούμενα ζητήματα «πολιτιστικού πολέμου», το οποίο είναι ευπρόσδεκτο».

Θα καταφέρουν οι Συντηρητικοί να ανασυνταχθούν στη διάρκεια της διακυβέρνησης των Εργατικών;

«Το Συντηρητικό Κόμμα χρειάζεται μια περίοδο αναστοχασμού. Είχε πέντε πρωθυπουργούς από το 2010, αντανακλώντας όλο το φάσμα της δεξιάς πτέρυγας της πολιτικής. Πλέον το κόμμα πρέπει να καθορίσει ποιοι είναι οι ψηφοφόροι του, ποιες σοβαρές απαντήσεις μπορεί να προσφέρει στις προκλήσεις της Βρετανίας και να αποφασίσει αν θέλει να είναι πηγή διχασμού ή πηγή ενότητας. Σε αντίθεση με άλλους, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο τα μέλη των Τόρις να αφιερώσουν χρόνο για να συζητήσουν αυτά τα ζητήματα εσωτερικά και να εκλέξουν έναν ηγέτη με τον οποίο θα μπορέσουν να ορθώσουν στους Εργατικούς μια πρόκληση στις εκλογές του 2029. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία απαιτεί ισχυρή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση».

Μιλώντας για τις προϋποθέσεις της δημοκρατίας, η χαμηλότερη συμμετοχή από το 2001 στις κάλπες της 8ης Ιουνίου – υπολογίζεται στο 59% – σας προβληματίζει;

«Η χαμηλή προσέλευση στις κάλπες είναι προβληματική για τη δημοκρατία μας γενικότερα. Ωστόσο, με δεδομένο το πειστικό προβάδισμα των Εργατικών για πολλούς μήνες πριν από τις εκλογές, η χαμηλή συμμετοχή δεν ήταν εντελώς απροσδόκητη. Πολλοί ψηφοφόροι αναμφίβολα υπέθεσαν ότι οι αναμετρήσεις στην εκλογική τους περιφέρεια είχαν προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Η προηγούμενη κυβέρνηση προέβαλε νέες απαιτήσεις για την ταυτοποίηση των ψηφοφόρων και είμαι βέβαιος ότι, δυστυχώς, αυτό επηρέασε την ικανότητα ορισμένων ανθρώπων να ψηφίσουν. Το Εργατικό Κόμμα δεσμεύτηκε να μειώσει την ηλικία ψήφου και να αλλάξει τις απαιτήσεις εγγραφής των ψηφοφόρων, τα οποία αναμφίβολα θα συμβάλουν στη συμμετοχή στις επόμενες εκλογές εάν τεθούν σε ισχύ».