Oσο δύσκολο είναι να προβλέψει κανείς την έκβαση του πολέμου στη Μέση Ανατολή άλλο τόσο επισφαλές είναι να εκτιμήσει ποιοι από τους πρωταγωνιστές θα βγουν κερδισμένοι ή χαμένοι καθώς όλοι ρισκάρουν -μαζί με τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων- το πολιτικό μέλλον και την υστεροφημία τους.
Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Mπενιαμίν Νετανιάχου, που αγωνιζόταν πέρυσι το καλοκαίρι για την πολιτική επιβίωσή του, μετά το πρώτο σοκ που προκάλεσε στο Ισραήλ η επίθεση της Χαμάς, ανέβηκε στο άτι του πολέμου και καλπάζει προς ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το Ιράν.
Ο αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ εξαπέλυσε μέσα σε έξι μήνες δύο κύματα βαλλιστικών πυραύλων εναντίον του Ισραήλ υπερασπιζόμενος τους «πληρεξούσιους» του Ιράν και θέτοντας παράλληλα σε άμεσο κίνδυνο το ισλαμικό καθεστώς, το οποίο όμως θα έχανε το κύρος του αν δεν αντιδρούσε.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διεκδικεί ρόλο προστάτη του Ισλάμ και καλλιεργεί νεο-οθωμανικά οράματα σε μια βαθιά διχασμένη Τουρκία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ συμβουλεύει το Ισραήλ να «τσακίσει» εδώ και τώρα τους μουλάδες της Τεχεράνης πριν αποκτήσουν πυρηνική βόμβα, ποντάροντας στο χάος της Μέσης Ανατολής για να κερδίσει ψήφους στην Αμερική, ένα χάος που θα κληρονομήσει αν επανέλθει στο Λευκό Οίκο.
Νετανιάχου: Το «γεράκι» που επιβίωσε από το χείλος της καταστροφής
Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε που ο νεαρός κομάντο Μπενιαμίν Νετανιάχου τραυματίστηκε από φίλια πυρά στην επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων της πτήσης Sabena 571 από τους παλαιστίνιους αεροπειρατές της οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης».
Τρία χρόνια αργότερα, ο αδελφός του Γιόναταν σκοτώθηκε σε παρόμοια επιχείρηση στο Ναϊρόμπι, ενώ ο Μπενιαμίν προσανατολίστηκε στην πολιτική, έγινε διπλωμάτης στον ΟΗΕ, ηγέτης του κόμματος Λικούντ και αναδείχθηκε ως ο μακροβιότερος πρωθυπουργός στην ιστορία του Ισραήλ, υποσχόμενος ασφάλεια στους πολίτες, μέχρι που αυτή η ασφάλεια κατέρρευσε πέρυσι τον Οκτώβριο με την αιφνιδιαστική επίθεση της Χαμάς.
Μεταθέτοντας τις ευθύνες στις υπηρεσίες ασφαλείας και στον στρατό και χωρίς να αποδέχεται την παραμικρή προσωπική ευθύνη, ο Νετανιάχου απέρριψε τις πιέσεις για παραίτηση και οδήγησε τη χώρα του στη διεύρυνση της σύγκρουσης από τη Γάζα στον Λίβανο και στο Ιράν. Επιχειρώντας να μετατρέψει μια καταστροφή σε ευκαιρία, ο Νετανιάχου αποβλέπει σε μια «νέα πραγματικότητα» στη Μέση Ανατολή, διακινδυνεύοντας όμως να σπρώξει την Τεχεράνη σε επιτάχυνση του προγράμματος και στην απόκτηση πυρηνικού όπλου εφόσον παραμείνουν άθικτα τα υπόγεια εργοστάσια.
Η δημοτικότητα του «βασιλιά Μπίμπι» έπεσε στα τάρταρα μετά τη σφαγή στα κιμπούτζ του Νότου και τους σκληρούς χειρισμούς του για τους ομήρους, όμως ανέκαμψε με τις δολοφονίες του ηγέτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια στην Τεχεράνη και του αρχηγού της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα στη Βηρυτό. Πριν ακόμα από την ιρανική πυραυλική επίθεση της 1ης Οκτωβρίου, οκτώ στους δέκα Ισραηλινούς συμφωνούσαν με την εισβολή στον Λίβανο, τέσσερις στους δέκα επιθυμούσαν μακροχρόνια κατοχή του Νότιου Λιβάνου, επτά στους δέκα ήθελαν μια επίθεση εναντίον του Ιράν εφόσον συνεχίζονταν οι προκλήσεις από την Τεχεράνη και άλλοι τόσοι δήλωναν αντίθετοι στη λύση των δύο κρατών για το Παλαιστινιακό.
Εν μέσω πολέμου, το Λικούντ του Νετανιάχου ανεβαίνει δημοσκοπικά και θα αναδεικνυόταν πρώτη δύναμη στη βουλή αν γίνονταν σήμερα εκλογές, αποσπώντας όμως ψήφους από τους ακροδεξιούς εταίρους, τους οποίους θα χρειαζόταν πάλι για να σχηματίσει κυβέρνηση. Η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία ενισχύθηκε κατά τέσσερις έδρες και έφτασε τις 68 (σε σύνολο 120) με την προσχώρηση του μικρού δεξιού κόμματος υπό τον Γκιντεόν Σάαρ, μέχρι πρότινος σφοδρό επικριτή του πρωθυπουργού.
Φίλοι και εχθροί περιγράφουν τον 75χρονο Νετανιάχου ως έναν δαιμόνιο τακτικιστή. Ακόμα και οι εσωκομματικοί αντίπαλοί του τον περιγράφουν ως έναν αδίστακτο πολιτικό που βάζει πάνω από όλα το δικό του συμφέρον. Η εμφάνισή του ενώπιον ισραηλινού δικαστηρίου, όπου αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας, έχει μετατεθεί για τις αρχές Δεκεμβρίου και ενδέχεται να πάρει νέα αναβολή.
Ο αιφνιδιασμός του Ισραήλ από την Αίγυπτο και το Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, το1973, είχαν οδηγήσει στην πτώση της κυβέρνησης της Γκόλντα Μέιρ και στην παραίτηση της ίδιας από την πρωθυπουργία όταν σίγησαν τα όπλα. Πολιτικοί αναλυτές αρχικά εκτιμούσαν ότι ανάλογη τύχη περίμενε τον Νετανιάχου όταν θα τελείωνε ο πόλεμος στη Γάζα. Ομως ο πόλεμος συμπλήρωσε έναν χρόνο, διαρκώς εξαπλώνεται και όλα δείχνουν ότι ο Μπίμπι θα παραμείνει στην πρωθυπουργία μέχρι τις επόμενες εκλογές, που – εκτός απροόπτου – θα πραγματοποιηθούν τον Οκτώβριο του 2026, δηλαδή κοντά στην τρίτη επέτειο από την εισβολή της Χαμάς.
Χαμενεΐ: Κρατά στα χέρια του την τύχη του καθεστώτος και της «αντίστασης»
Οταν ο Αλί Χοσεϊνί Χαμενεΐ πήρε στα χέρια του τα ηνία της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν τον Αύγουστο του 1989, σε ηλικία 50 ετών, ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός από τον σημερινό. Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τρεις μήνες αργότερα, ανατρέποντας τις παγκόσμιες ισορροπίες πάνω στις οποίες ανδρώθηκε και εξελίχθηκε πολιτικά ο Χαμενεΐ μέχρι να γίνει ο ανώτατος άρχων του καθεστώτος της Τεχεράνης που, 35 χρόνια αργότερα, θα εξαπέλυε πυραύλους εναντίον του Ισραήλ και πλέον απειλεί με γενικευμένο πόλεμο εφόσον μπει στο στόχαστρο των αντιποίνων του εβραϊκού κράτους.
Στενός συνεργάτης του αρχηγού της Ισλαμικής Επανάστασης αγιατολάχ Χομεϊνί, ιεροκήρυκας της Τεχεράνης, υπουργός Αμυνας, κατόπιν πρόεδρος του Ιράν για δυο θητείες (το 1981-89, στη διάρκεια του πολέμου με το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν) ο Χαμενεΐ φανατίζει επί δεκαετίες τα πλήθη με κηρύγματα για την καταστροφή του «Μεγάλου Σατανά» (ΗΠΑ) και του «Μικρού Σατανά» (Ισραήλ), για το σβήσιμο του εβραϊκού κράτους από τον χάρτη, για την κατάρρευση των σουνιτικών αραβικών καθεστώτων που είναι «μαριονέτες των ΗΠΑ». Με τις ευλογίες του δημιουργήθηκε από τους Φρουρούς της Επανάστασης ο «άξονας της αντίστασης» για τη στρατηγική περικύκλωση του Ισραήλ από τη Χαμάς στη Γάζα, τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, τους Χούθι στην Υεμένη, φιλοϊρανικές δυνάμεις στη Συρία και το Ιράκ, που χρηματοδοτήθηκαν και εξοπλίστηκαν από το Ιράν.
Τώρα έφτασε η ώρα των αποφάσεων από τις οποίες θα εξαρτηθεί το μέλλον του Ιράν, των «πληρεξουσίων» και των γειτόνων του. Αν η Τεχεράνη δεχθεί μεγάλης κλίμακας ισραηλινή επίθεση και απαντήσει πλήττοντας ταυτόχρονα το Ισραήλ και τις αμερικανικές βάσεις στην περιοχή του Περσικού Κόλπου, η Ουάσιγκτον δεν θα περιοριστεί στην ομπρέλα ασφαλείας για το εβραϊκό κράτος αλλά θα χτυπήσει και εκείνη το Ιράν των 90 εκατ. κατοίκων με ανυπολόγιστες συνέπειες για τη Μέση Ανατολή και ολόκληρο τον πλανήτη.
Ο αγιατολάχ Χαμενεΐ, που λέγεται ότι μεταφέρεται από καταφύγιο σε καταφύγιο για να γλιτώσει από τυχόν δολοφονική επίθεση του Ισραήλ, δεν είναι μόνο ένας ηλικιωμένος φανατικός σιίτης. Είναι επίσης ένας μπαρουτοκαπνισμένος ηγέτης του πολέμου με το Ιράκ και έχει επιζήσει τουλάχιστον μιας δολοφονικής απόπειρας των αντικαθεστωτικών «Μουτζαχεντίν του Λαού» το 1981, που άφησε παράλυτο το δεξί του χέρι.
Ο μακροβιότερος ηγέτης του Ιράν μετά τον σάχη Ρεζά Παχλαβί διέταξε τη συντριβή κάθε αντικαθεστωτικής φωνής, ευθύνεται για τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων κατά τις εξεγέρσεις του 2009, του 2011, του 2018 και του 2022, καθώς και για τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκεί το καθεστώς σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Δυτικές πηγές κάνουν λόγο για διαμάχη στο εσωτερικό του καθεστώτος ανάμεσα στους «σκληροπυρηνικούς» και στους «μετριοπαθείς», με τους πρώτους να θεωρούν αναπόφευκτο έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων και τους δεύτερους (ανάμεσά τους ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν) να πιέζουν για αλλαγή πορείας, αποφυγή γενικής σύρραξης και μεταρρυθμίσεις πριν να είναι πολύ αργά.
Αναμφίβολα η εξωτερική απειλή δημιουργεί συσπείρωση, όμως είναι δύσκολο να προβλεφθεί πόσο θα άντεχε το καθεστώς αν βομβαρδίζονταν οι πετρελαϊκές υποδομές και δεχόταν καίριο πλήγμα η δοκιμαζόμενη οικονομία της χώρας. Ο 85χρονος αγιατολάχ Χαμενεΐ με το μεσσιανικό, αποκαλυπτικό όραμα θα έχει τον τελευταίο λόγο.
Ερντογάν: Τον τρομάζει το «φάντασμα» ενός κουρδικού κράτους
Αν δεν είχε χυθεί τόσο αίμα, ίσως να προκαλούσαν θυμηδία οι κατηγορίες που ανταλλάσσουν ο τούρκος πρόεδρος με τον ισραηλινό πρωθυπουργό. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που κατέχει τη βόρεια Κύπρο και μέρος της Συρίας, καταγγέλλει τον Νετανιάχου για γενοκτονία των Παλαιστινίων στην ερειπωμένη Γάζα και στην κατεχόμενη Δυτική Οχθη, παρομοιάζοντάς τον με τον Χίτλερ. Ο Νετανιάχου αποκαλεί τον Ερντογάν αιμοσταγή δικτάτορα, προστάτη τρομοκρατών, σφαγέα των Κούρδων.
Δεν ήταν πάντα έτσι οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Η Τουρκία πατούσε σε δυο βάρκες από το 1949, όταν έγινε η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ έχοντας απορρίψει, δύο χρόνια νωρίτερα, το σχέδιο του ΟΗΕ για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης μετά το τέλος της βρετανικής εντολής. Η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία σηματοδότησε τη στροφή στον νεο-οθωμανισμό και την εργαλειοποίηση του Παλαιστινιακού προκειμένου να αποκτήσει η Τουρκία μεγαλύτερα ερείσματα στα εδάφη της Μέσης Ανατολής που έχασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όπου ο αραβικός εθνικισμός βρέθηκε επί δεκαετίες απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό.
Στην πρώτη πενταετία της διακυβέρνησης Ερντογάν, η Τουρκία ανέπτυξε οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις με το εβραϊκό κράτος διεκδικώντας παράλληλα μεσολαβητικό ρόλο στο Παλαιστινιακό και μέσω αυτού τον ηγετικό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο, μέχρι που ήλθαν σε σύγκρουση τα ευρύτερα στρατηγικά συμφέροντα των δύο χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο δεσμοί του Ερντογάν με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου, η κλιμάκωση της ρητορικής του απέναντι στο Ισραήλ για τη Γάζα και τη Δυτική Οχθη, οι συναλλαγές της Αγκυρας με την Τεχεράνη, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα.
Το φιτίλι άναψε με τον πόλεμο στη Γάζα την πρωτοχρονιά του 2009, όταν η ισραηλινή επιχείρηση κατά της Χαμάς εξελίχθηκε σε περιορισμένης κλίμακας εισβολή που στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 1.200 Παλαιστίνιους μέσα σε τρεις εβδομάδες. Καταγγέλλοντας την «κρατική τρομοκρατία» ο Ερντογάν δημιούργησε επεισόδιο στη συνάντηση του Νταβός, μπροστά στις κάμερες, σε βάρος του ισραηλινού προέδρου Σιμόν Πέρες.
Ακολούθησε η φονική επίθεση των ισραηλινών κομάντος στον στολίσκο του κινήματος Free Gaza και στο τουρκικό πλοίο «Μαβί Μαρμαρά» που επιχείρησε να σπάσει τον αποκλεισμό της Γάζας το 2010. Ο Νετανιάχου ζήτησε συγγνώμη από τον Ερντογάν μετά από τρία χρόνια, όμως η αποκατάσταση των σχέσεων ήταν προσωρινή και η επιδείνωσή τους ζήτημα χρόνου καθώς η Τουρκία προσέφερε μόνιμο καταφύγιο στην ηγεσία της Χαμάς και ελευθερία κινήσεων στα στελέχη της. Σημείο τριβής αποτέλεσε και το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο χαρακτήρισε «παράνομο» το Ισραήλ.
Οπως σε προηγούμενες κρίσεις, διατυπώνονται εκτιμήσεις πως η Τουρκία και ο ίδιος ο Ερντογάν θα βρεθούν στην πλευρά των ηττημένων παρότι δεν εμπλέκονται άμεσα στον πόλεμο. Ομως δεν είναι η πρώτη φορά που ο τούρκος πρόεδρος, με φραστικά πυροτεχνήματα, απευθύνεται στο εσωτερικό ακροατήριο και στους απανταχού μουσουλμάνους, ρίχνοντας παρασκηνιακά γέφυρες προς όλες τις πλευρές. Η ρητορική του εναντίον του Ισραήλ δεν θα τον εμποδίσει να διεκδικήσει ρόλο ειρηνοποιού. Εκείνο που «καίει» την Τουρκία είναι να μην ενισχυθούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, από τυχόν σεισμικές αλλαγές στη Μέση Ανατολή οι προοπτικές δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.
Τραμπ: Ποντάρει (ξανά) στην ακραία ρητορική
«Το Ισραήλ και οι Εβραίοι της Αμερικής δεν έχουν πιο αξιόπιστο φίλο από εμένα» τονίζει ο Ντόναλντ Τραμπ σε κάθε ευκαιρία υποστηρίζοντας πως αν βρισκόταν εκείνος στον Λευκό Οίκο, η Χαμάς δεν θα τολμούσε να εξαπολύσει την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, όπως δεν θα τολμούσε να εισβάλει ο Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία. Για τον Ρεπουμπλικανό πρώην πρόεδρο τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να καταφέρει το Ισραήλ ένα συντριπτικό πλήγμα στο Ιράν, να βομβαρδίσει τα πυρηνικά εργοστάσια πριν αποκτήσει το καθεστώς πυρηνικά όπλα που θα απειλούσαν την ύπαρξη του εβραϊκού κράτους, τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
Αν ο Τραμπ κερδίσει τις προεδρικές εκλογές σε τρεις εβδομάδες, θα κληρονομήσει μια διαφορετική Μέση Ανατολή από εκείνη που παρέδωσε στο τέλος της πρώτης θητείας του. Θέλει να συνεχίσει μαζί με τον φίλο του Νετανιάχου τη «νέα εποχή» που άνοιξαν το 2017 με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, μια κίνηση που ανέτρεψε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή επί δεκαετίες. Ο Τζο Μπάιντεν δεν διανοήθηκε να πάρει πίσω αυτή την αναγνώριση, εξάλλου το κράτος των ΗΠΑ έχει συνέχεια.
Αυτή τη συνέχεια δεν σεβάστηκε πάντως ο Τραμπ όταν το 2018 πήρε πίσω την υπογραφή της Ουάσιγκτον από τη διεθνή συμφωνία για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν που είχαν συνυπογράψει τρία χρόνια νωρίτερα η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία. Ο Μπάιντεν και ο προκάτοχός του Μπαράκ Ομπάμα είχαν έλθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Νετανιάχου για τη συμφωνία. Τώρα ο Τραμπ λέει πως θα ξεμπερδέψει μια και καλή με το καθεστώς της Τεχεράνης στο οποίο έδωσαν οικονομική «ανάσα» οι πολιτικοί αντίπαλοί του.
Με τα σημερινά δεδομένα το Ισραήλ δεν διαθέτει βόμβες ικανές να φτάσουν μέχρι τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις που είναι σκαμμένες βαθιά μέσα στις πλαγιές βουνών, ούτε τα μεγάλα αμερικανικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη που θα μπορούσαν να τις εξαπολύσουν. Εκτός εάν πρόκειται για μια από τις εκπλήξεις που «δεν μπορούν να φανταστούν» οι Ιρανοί, όπως προειδοποίησε το ισραηλινό επιτελείο, το οποίο διαθέτει ως έσχατο μέσο δεκάδες πυρηνικές βόμβες ικανές να καταστρέψουν ολοκληρωτικά το Ιράν. Τα σενάρια της Αποκάλυψης αποτελούν βούτυρο στο προεκλογικό ψωμί του Τραμπ και – προς το παρόν – τρομάζουν τους Αμερικανούς λιγότερο από τους Ευρωπαίους που θα υποστούν πρώτοι τις συνέπειες.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία των Εβραίων της Αμερικής (7 στους 10) παραμένει στο πλευρό των Δημοκρατικών θέτοντας ως προτεραιότητες τη δημοκρατία, τις αμβλώσεις και την οικονομία, πάνω από το Ισραήλ. Την ίδια ώρα η Κάμαλα Χάρις με λεκτικές ακροβασίες αγωνίζεται να συγκρατήσει τους δυσαρεστημένους άραβες και μουσουλμάνους ψηφοφόρους που θα μπορούσαν διά της αποχής να χαρίσουν τη νίκη στον Τραμπ σε αμφίρροπες Πολιτείες, όπως στο Μίσιγκαν και στην Τζόρτζια όπου το αποτέλεσμα θα κριθεί από μερικές χιλιάδες ψήφους.
Την ώρα που η Χάρις διαβεβαιώνει για την «ακλόνητη» στήριξη της άμυνας του εβραϊκού κράτους και ο Μπάιντεν προσπαθεί να «συγκρατήσει» τον Νετανιάχου, ο Τραμπ υπόσχεται αμέριστη υποστήριξη «στο δικαίωμα του Ισραήλ να νικήσει σε αυτόν τον πόλεμο» και τη συντριβή εκείνων που απειλούν με τζιχάντ την Αμερική.