Αν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για τη στενή σχέση του νέου ισχυρού άνδρα της Δαμασκού με την Αγκυρα, ο πολέμαρχος Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι τη διέλυσε λίγες ημέρες μετά την ανατροπή του καθεστώτος.
Εχοντας αλλάξει τη στρατιωτική φορεσιά με πολιτικά, ψαλιδίζοντας τη γενειάδα και αντικαθιστώντας το πολεμικό ψευδώνυμο με το πραγματικό του όνομα, ο Αχμέντ αλ Σαράα οδήγησε ο ίδιος τη μαύρη λιμουζίνα με την οποία «ξενάγησε» στη Δαμασκό τον καθήμενο στη θέση του συνοδηγού, πρώτο υψηλό επισκέπτη από το εξωτερικό, αρχηγό των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών Ιμπραχίμ Καλίν.
Τα κέρδη και οι κίνδυνοι για την Αγκυρα
Οι δύο άνδρες προσευχήθηκαν στο Μεγάλο Τέμενος της Δαμασκού όπου φυλάσσεται – κατά τη χριστιανική και ισλαμική παράδοση – η κάρα του Ιωάννη του Βαπτιστή. Στο συγκρότημα υπάρχει επίσης το μαυσωλείο του Σαλαδίνου, καθώς και οι τάφοι των τριών πρώτων πιλότων της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας που έπεσαν εκτελώντας αποστολή το 1914, όταν ολόκληρη η Μέση Ανατολή ήταν ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία.
Ο υψηλός συμβολισμός της επίσκεψης Καλίν προκάλεσε οργή στις αραβικές πρωτεύουσες που διατηρούν δεσμούς με συριακές οργανώσεις, χρηματοδότησαν την αντίσταση στον Μπασάρ αλ Ασαντ, επένδυσαν πολιτικά και διεκδικούν μερίδιο στη νέα Συρία (και στην ανοικοδόμησή της).
Προς το παρόν, η Αγκυρα βγαίνει πολλαπλά κερδισμένη από την ανάμειξή της στη Συρία, όμως όσο αυτή η εμπλοκή μεγαλώνει άλλο τόσο μεγαλώνει το τουρκικό ρίσκο. Τα εύσημα του Ντόναλντ Τραμπ προς τον «πολύ έξυπνο και σκληρό» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που έφερε εις πέρας μια «μη φιλική κατάληψη χωρίς να χαθούν πολλές ζωές», έγιναν δεκτά με συγκρατημένο ενθουσιασμό στην Αγκυρα.
Πρώτον, γιατί ο Τραμπ δεν έχει αναλάβει ακόμη προεδρικά καθήκοντα. Δεύτερον, επειδή είναι άγνωστο προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα της Ουάσιγκτον στο κουρδικό ζήτημα, αν θα αποσυρθούν όλες οι αμερικανικές μονάδες από τη Συρία (όπως έχει εξαγγείλει ο Τραμπ) ή αν θα παραμείνουν κάποιες επίλεκτες μονάδες για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας (του Ισλαμικού Κράτους).
H Τουρκία του Ερντογάν, του οποίου «η μισή καρδιά βρίσκεται στο Αφρίν, στο Χαλέπι, στη Χομς και στη Δαμασκό» και ασφυκτιά στα σύνορα που της επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάννης, βιάζεται να αποκτήσει διεθνή αναγνώριση το νέο καθεστώς της Δαμασκού ώστε να προχωρήσουν από κοινού σε ανακήρυξη ΑΟΖ, επιχειρώντας μάλιστα να βάλει στο παιχνίδι και το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος. Σε δεύτερο χρόνο, εφόσον εξομαλυνθεί η κατάσταση στον Λίβανο, η Τουρκία ίσως διεκδικήσει ακόμη και την προστασία του συριακού εναέριου χώρου, παρότι κάτι τέτοιο θα έφερνε την τουρκική πολεμική αεροπορία απέναντι σε εκείνη του Ισραήλ.
Ο ρόλος του Ισραήλ και η Ρωσία
Το Ισραήλ αναδεικνύεται ως ο μεγαλύτερος νικητής του συριακού εμφυλίου: απαλλάχθηκε από ακόμη ένα εχθρικό αραβικό καθεστώς και ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου φιλοδοξεί να φτιάξει μαζί με τον Τραμπ μια «καινούργια» Μέση Ανατολή.
Ο «Αξονας της Αντίστασης», που είχε στήσει η Τεχεράνη με πολυετή και δαπανηρή προσπάθεια, κατέρρευσε πρώτα στη Γάζα, κατόπιν στη Συρία, ενώ τρεκλίζει στον Λίβανο (Χεζμπολάχ) και στην Υεμένη (όπου η ισραηλινή αεροπορία βομβάρδισε και την περασμένη εβδομάδα τους Χούθι). Παράλληλα, ο ισραηλινός στρατός μετά την κατάληψη της αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης στο ανατολικό Γκολάν επέκτεινε τις επιχειρήσεις του φτάνοντας μέχρι τη συριακή πλευρά του φράγματος Αλ Ουάχντα στον ποταμό Γιαρμούκ, από όπου υδροδοτείται και η Ιορδανία.
Το Ισραήλ πρέπει να στηρίξει τους Δρούζους της Συρίας και τους Κούρδους ως αντίβαρο στους σουνίτες εξτρεμιστές και στην αυξανόμενη επιρροή της Αγκυρας, σημειώνουν ισραηλινοί αναλυτές.
Το Ιράν χάνει ερείσματα στην περιοχή, όμως περαιτέρω απομόνωση θα μπορούσε να οδηγήσει την Τεχεράνη στο να επισπεύσει το πρόγραμμα για την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Καθοριστική για τις εξελίξεις θα είναι και εδώ η στάση του Τραμπ, δηλαδή αν θα επιλέξει την οδό της στρατιωτικής σύγκρουσης, καθώς προεκλογικά είχε προτρέψει τον Νετανιάχου να βομβαρδίσει το Ιράν.
Η Ρωσία, που είναι από τους μεγάλους χαμένους του συριακού εμφυλίου και έδωσε άσυλο στην οικογένεια Ασαντ, συγκέντρωσε τις δυνάμεις της στις δύο βάσεις της στη Συρία, την αεροπορική στο Χμεϊμίμ και τη ναυτική στην Ταρτούς.
Το Κρεμλίνο επιμένει πως διαπραγματεύεται το μέλλον των βάσεων με τους νέους ηγέτες της Συρίας, όμως δυτικές πηγές ασφαλείας αναφέρουν ότι έχει αρχίσει η μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού και ανδρών με μεταγωγικά αεροσκάφη στην ανατολική Λιβύη, στην περιοχή που ελέγχει o Λιβυκός Εθνικός Στρατός υπό τον στρατηγό Χαλίφα Χαφτάρ (Βεγγάζη, Τομπρούκ). Εφόσον ευσταθούν οι πληροφορίες, η Ρωσία χάνει τη ναυτική βάση και το μοναδικό λιμάνι ανεφοδιασμού των πλοίων της στη Μεσόγειο, όμως επιχειρεί να δημιουργήσει μια άλλη στην κεντρική Μεσόγειο, κάτι που θα ανέτρεπε τις ήδη δύσκολες ισορροπίες.
Σύμφωνα με αραβικά δημοσιεύματα, η αποχώρηση των Ρώσων από τη Συρία θα ολοκληρωθεί σε έναν μήνα, ενώ στη Λιβύη μεταφέρονται επίσης υπολείμματα του στρατού του Ασαντ (περισσότεροι από 1.000 άνδρες) που θα ενταχθούν στις ρωσικές δυνάμεις.
Οι διαβεβαιώσεις και ο σκεπτικισμός
Οι διαβεβαιώσεις του Τζολάνι πως η Συρία δεν θα γίνει Αφγανιστάν απευθύνονται όχι μόνο στη Δύση (από την οποία προσδοκά να αποχαρακτηρίσει την οργάνωσή του Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ ως τρομοκρατική), αλλά και στα αραβικά καθεστώτα που επίσης φοβούνται εξαγωγή τρομοκρατίας.
Ο Τζολάνι ζητεί επίσης την άρση των διεθνών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Συρία επί Ασαντ με το επιχείρημα ότι «το θύμα και ο θύτης δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο». Το επιχείρημα ακούγεται λογικό ακόμη και αν προέρχεται από τον πρώην αρχηγό της Αλ Κάιντα στη Συρία.
Ωστόσο στην επαρχία Ιντλίμπ, στην οποία επικράτησε πρώτα η οργάνωση του Τζολάνι, επιβλήθηκε η Σαρία, ενώ βρήκαν καταφύγιο χιλιάδες ξένοι τζιχαντιστές. Από τους 10.000 χριστιανούς που ζούσαν στην Ιντλίμπ πριν ξεσπάσει ο πόλεμος το 2011, σήμερα απομένουν μόνο 300, κυρίως ηλικιωμένοι, έχοντας υποστεί τα πάνδεινα.