Westlessness. Μια κατάσταση πραγμάτων η οποία χαρακτηρίζεται από την έλλειψη της Δύσης – συμβολίζοντας ενδεχομένως και την απουσία ενός κομβικού σημείου προσανατολισμού στον ορίζοντα, που μέχρι τώρα εθεωρείτο δεδομένο.
Η πατρότητα του όρου ανήκει στον Τομπίας Μπούντε, καθηγητή Διεθνούς Ασφάλειας στη Σχολή Hertie του Βερολίνου και διευθυντή Ερευνών και Πολιτικής της περίφημης Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου. Χρησιμοποιήθηκε δε ως κεντρικός τίτλος της ετήσιας συνάντησης ασφαλείας του Μονάχου το 2020 καθώς και της σχετικής έκθεσης που εξέδωσε ο οργανισμός την ίδια χρονιά, για να πλαισιώσει τη συνάντηση και να εξηγήσει τις αλλαγές που είχαν επέλθει παγκοσμίως. Τούτων δοθέντων, η φετινή παρέμβαση του αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς στις κατάμεστες αίθουσες του συνεδρίου σαφώς και δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Αποτέλεσε μάλλον την απόδειξη μιας ολικής επαναφοράς του όρου και της σημασίας του στο προσκήνιο.
«Η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου περιγραφόταν συχνά ως ένα είδος οικογενειακής συνάντησης, ένα μέρος όπου η διατλαντική κοινότητα, η ίδια η Δύση, ανταμώνει. Κι αν δει κανείς τις συζητήσεις που ελάμβαναν χώρα, αυτές είχαν να κάνουν με θέματα όπως «ποιοι είμαστε ως κοινότητα της Δύσης», «τι μας ενώνει ως Δύση», και ούτω καθεξής» τονίζει ο Μπούντε στο «Βήμα».
«Ομως το 2019», προσθέτει, «αν έβλεπε κάποιος την ομιλία του τότε αντιπροέδρου των ΗΠΑ Μάικ Πενς και της τότε καγκελαρίου της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ θα συμπέραινε ότι οι δυο αυτοί άνθρωποι ζουν σε δυο διαφορετικούς πλανήτες. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που να τους ενώνουν πλέον. Ηδη από τότε αρκετοί αναλυτές άρχισαν να διερωτώνται εάν εξακολουθούσε να υπάρχει μια κοινή αντίληψη περί Δύσης. Ετσι αποφασίσαμε το 2020 να μιλήσουμε για Westlessness, διότι υπήρχε μια ανησυχία που είχε να κάνει, πρώτον, με την αναγνώριση ότι ο κόσμος γινόταν λιγότερο δυτικός – βλέπαμε την άνοδο των αναδυόμενων δυνάμεων – και, δεύτερον, με την αναγνώριση ότι η Δύση δεν ήταν πλέον τόσο επιδραστική. Επίσης αυτό που διαπιστώσαμε μελετώντας τα δεδομένα της κοινής γνώμης είναι ότι υπήρχε μια αίσθηση παρακμής και απαισιοδοξίας σε πολλές δυτικές κοινωνίες, των οποίων οι πολίτες πίστευαν ότι σε 10 χρόνια θα βρίσκονταν σε χειρότερη οικονομική θέση αλλά και σε χειρότερη θέση σε ό,τι αφορά την ασφάλειά τους».
Τι είναι όμως αυτό που ένωνε μέχρι προσφάτως τη Δύση και την έκανε αυτό που ήταν;
Σύμφωνα με τον Μπούντε, πρόκειται για την κοινή αναφορά στην ιδέα μιας φιλελεύθερης διεθνιστικής τάξης. Οπως τονίζει, το αξιακό αυτό ενοποιητικό γνώρισμα τίθεται πλέον σε αμφισβήτηση, καθώς δυνάμεις στο εσωτερικό κρατών της Δύσης τάσσονται υπέρ μιας χριστιανο-εθνικιστικής αντίληψης περί Δύσης, που δεν έχει καμία σχέση με τη φιλελεύθερη δημοκρατική.
«Πλέον το βασικό πρόβλημα είναι ότι η ηγέτιδα δύναμη της δυτικής κοινότητας – η Αμερική υπό τη διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ – έχει εγκαταλείψει την ιδέα του φιλελεύθερου διεθνισμού»
«Για να έρθουμε στη φετινή συνάντηση ασφαλείας του Μονάχου, αυτό ακριβώς νομίζω ότι ήταν το μήνυμα του Τζέι Ντι Βανς καθώς αγκάλιασε πλήρως τους αντιφιλελεύθερους εθνικιστές, όπως τον Βίκτορ Ορμπαν, ή ακόμη και το ακροδεξιό κόμμα στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη πιο ισχυρή εκδοχή αυτού που περιγράψαμε ως Westlesness («Westlessness on steroids»). Οι βάσεις ωστόσο είχαν τεθεί. Είναι μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και πολλά χρόνια, οι διαιρέσεις αυτές υπήρχαν εδώ και αρκετό καιρό, τώρα βεβαίως τα πράγματα είναι πιο καθαρά» αναφέρει ο Μπούντε.
«Πλέον το βασικό πρόβλημα είναι ότι η ηγέτιδα δύναμη της δυτικής κοινότητας – η Αμερική υπό τη διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ – έχει εγκαταλείψει την ιδέα του φιλελεύθερου διεθνισμού, μια ιδέα που διαμόρφωσε το πώς οι δυτικές δημοκρατίες οικοδόμησαν ένα διεθνές σύστημα βασισμένο σε θεσμούς, στη φιλελεύθερη δημοκρατία και στις ανοιχτές αγοραίες οικονομίες. Αυτό που συστηματικά κάνει ο Τραμπ είναι να επιτίθεται σε όλες αυτές τις θεμελιώδεις ιδέες του δυτικού φιλελεύθερου διεθνισμού. Οπότε τώρα ο ηγέτης του κόσμου είναι, υπό μία έννοια και σε έναν βαθμό, και ο χειρότερος εχθρός του».
Βρισκόμαστε όμως πράγματι αντιμέτωποι με ένα αθεράπευτο ρήγμα στις διατλαντικές σχέσεις ή απλώς με μια πιο συναλλακτική προσέγγιση των σχέσεων των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους;
«Θα μπορούσαν να συμβαίνουν και τα δύο» υπογραμμίζει ο Μπούντε, επισημαίνοντας πάντως ότι το περί ου ο λόγος ρήγμα δεν είναι απλώς διατλαντικό, αλλά διεθνικό. Εντοπίζεται στο εσωτερικό όλων των κοινωνιών μας. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, σημειώνει για παράδειγμα, δεν ενστερνίζονται όλοι το όραμα του Τραμπ. Υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ακόμη στην ιδέα της διατλαντικής κοινότητας. Αντιστρόφως, στην Ευρώπη υπάρχουν τμήματα του πληθυσμού που στοιχίζονται πίσω από τις ιδέες του νέου αμερικανού προέδρου.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζει, «φαίνεται πως οι ΗΠΑ έχουν εγκαταλείψει τον ρόλο τους ως αγαθού ηγεμόνα, ως υπερδύναμης που δρούσε για το κοινό καλό. Δεν είναι διατεθειμένες πλέον να κάνουν κάτι τέτοιο».
«Ο Τραμπ εκμεταλλεύθηκε αδυναμίες του φιλελευθερισμού, καθώς αρκετοί άνθρωποι αισθάνονταν ότι έμειναν πίσω. Υπάρχει αυξανόμενη ανισότητα, υπάρχουν πράγματα που δεν έγιναν σωστά»
Ο τίτλος της φετινής συνάντησης του Μονάχου, που πραγματοποιήθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου, θα μπορούσε αναμφίβολα να αποτελεί τη συνέχεια εκείνου του 2020: Πολυπολισμός («Multipolarization»).
Σύμφωνα δε με τον Μπούντε, ο πολυπολισμός αυτός θα αποδειχθεί αργά ή γρήγορα συγκρουσιακός: «Τουλάχιστον στη θεωρία, θα μπορούσαμε να σκεφθούμε έναν πολυπολικό κόσμο στον οποίο οι διάφοροι πόλοι θα ζουν ειρηνικά μεταξύ τους. Για παράδειγμα, έναν κόσμο αποτελούμενο από μεγάλες δημοκρατικές δυνάμεις, από σταθερές φιλελεύθερες δημοκρατίες, που παρά τις διαφορές που μπορεί να έχουν, δεν θέλουν να οδηγηθούν σε πόλεμο μεταξύ τους. Δεδομένου όμως ότι αυτό που συναντάμε σήμερα είναι διαφορετικά οράματα της διεθνούς τάξης και των βασικών αρχών που την υποβαστάζουν, νομίζω ότι αυτό που θα δούμε στο μέλλον θα είναι ένας πιο συγκρουσιακός κόσμος. Ενας πολυπολικός κόσμος δεν χρειάζεται να είναι αυτομάτως συγκρουσιακός, φοβάμαι όμως ότι εν προκειμένω τα πάντα δείχνουν ότι οδεύουμε προς αυτή την κατεύθυνση».
Εχει άραγε η ίδια η Δύση κάποια ευθύνη για τη θρυλούμενη υποχώρησή της; «Απολύτως. Ο Τραμπ δεν είναι η αιτία, είναι το σύμπτωμα όλων των πραγμάτων που πήγαν λάθος. Εκμεταλλεύθηκε αδυναμίες του φιλελευθερισμού, καθώς αρκετοί άνθρωποι αισθάνονταν ότι έμειναν πίσω. Υπάρχει αυξανόμενη ανισότητα, υπάρχουν πράγματα που δεν έγιναν σωστά. Το ερώτημά μου είναι εάν προσφέρουν μια καλύτερη συνταγή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η απάντηση είναι όχι» σημειώνει ο Μπούντε.
Και καταλήγει: «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η φιλελεύθερη διεθνιστική κατανόηση της Δύσης είναι κάτι που θα πρέπει να υποστηρίξουμε», διότι αναφέρεται «σε μια κοινότητα ανοιχτή, βασισμένη σε αξίες και ιδέες. Οπως λέει ο γερμανός κοινωνιολόγος Κλάους Οφε, το καλύτερο πράγμα με τη Δύση είναι ότι στο εσωτερικό του συστήματος υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα για μεταρρύθμιση και αλλαγή. Προσφέρει δηλαδή τη δυνατότητα μιας επανεπινόησης του εαυτού της, εις το διηνεκές».