Εδώ και πολύ καιρό η Κίνα αναζητούσε ένα καλό πρόσχημα ώστε να ενεργήσει επιθετικά προς την Ταϊβάν, την οποία θεωρεί 23η επαρχία της επικράτειάς της. Πολύ δε περισσότερο, την ώρα που έβλεπε το κύρος του αυτοδιοικούμενου νησιού να αυξάνεται σημαντικά τα τελευταία χρόνια, εν πολλοίς και χάρη στην προθυμία των αμερικανικών κυβερνήσεων να ενισχύσουν την άμυνά του.
Η επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι την περασμένη εβδομάδα στην Ταϊβάν ερμηνεύτηκε από το Πεκίνο ως εγκατάλειψη της πολιτικής της «μιας Κίνας» από τις ΗΠΑ, συνεπώς ως μια άμεση ενθάρρυνση της Αμερικής για την απόσχιση του νησιού από την Κίνα. Για το Πεκίνο ήταν τέλειο πάτημα για να προχωρήσει σε μια σειρά στρατιωτικών ασκήσεων γύρω από το νησί, θέτοντάς το σε καθεστώς περικύκλωσης.
Κλιμάκωση της έντασης
Η προθυμία της κινεζικής ηγεσίας για κλιμάκωση της έντασης σε αυτό το θερμό σημείο του πλανήτη φάνηκε άλλωστε από τα πρωτοφανούς έντασης γυμνάσια (που συνοδεύτηκαν από εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων), ισοδύναμα με πλήρη αεροπορικό και ναυτικό αποκλεισμό. Οσο για το γεγονός ότι αυτά συνεχίστηκαν και μετά το πέρας της επίσημης λήξης τους την περασμένη Κυριακή, ενώ ταυτόχρονα το Πεκίνο διεμήνυε ότι αναστέλλει τη συνεργασία του με τις ΗΠΑ σε σειρά κρίσιμων ζητημάτων, ερμηνεύτηκε από διεθνείς παρατηρητές ως μια πρόβα γενικευμένου πολέμου.
Σήμερα, δέκα και πλέον ημέρες μετά την πολύκροτη επίσκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν, το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά είναι πού το πάει ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ. Τα γυμνάσια που διέταξε να συνεχιστούν «θα μπορούσαν να μετατραπούν σε προεπισκόπηση ενός σεναρίου κινεζικής εισβολής» σχολίασε ο πρώην γενικός γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Ταϊβάν Μάικλ Τσανγκ μιλώντας στο πρακτορείο Reuters. Ή… ίσως και όχι;
Επιθυμίες και ρεαλισμός
Ο κινέζος πρόεδρος είναι χωρίς καμία αμφιβολία ο ισχυρότερος ηγέτης της Κίνας μετά τον Μάο Τσετούνγκ. Λαμβάνοντας υπόψη και τις παγκόσμιες φιλοδοξίες του, θα μπορούσε να κατακτήσει την Ταϊβάν ώστε να την ενοποιήσει με την Κίνα και να ισχυροποιήσει το κύρος του έναντι σε αυτό του ιδρυτή της σύγχρονης Κίνας Μάο. Το Πεκίνο υπερέχει άλλωστε και οικονομικά και στρατιωτικά έναντι της Ταϊπέι. Ομως, παρά την επίδειξη ισχύος στην οποία η Κίνα καταφεύγει, μέχρι τώρα δεν έχει κάνει το αποφασιστικό βήμα.
Ο ισχυρός άνδρας της Κίνας γνωρίζει ότι η τρέχουσα συγκυρία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και οι λόγοι που συντρέχουν για να μην προχωρήσει σε μια ένοπλη σύρραξη είναι βάσιμοι, αρχής γενομένης από τη δυσμενή κατάσταση της κινεζικής οικονομίας.
Οι βασικές μηχανές της κινεζικής ανάπτυξης, όπως ο τομέας των ακινήτων, αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, η παραγωγή στα εργοστάσια έχει πέσει σημαντικά, ενώ τα τελευταία χρόνια ξένοι επενδυτές δείχνουν απρόθυμοι να ρισκάρουν σε μια χώρα η παρεμβατικότητα της οποίας έχει διαβρώσει το αφήγημα των ασφαλών επενδύσεων. Την ίδια στιγμή, η ανάπτυξη άγγιξε εφέτος το 3,3% σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το χαμηλότερο δηλαδή ποσοστό εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες, ενώ για την ερχόμενη χρονιά υπολογίζεται στο 1,6%.
Εκλογική χρονιά
Μια άλλη αποτρεπτική παράμετρος είναι η εκλογική χρονιά που διανύει το Πεκίνο. Το επόμενο Συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί το προσεχές φθινόπωρο είναι αυτό που θα αποφασίσει αν ο ισχυρός άνδρας συνεχίσει για 3η θητεία στο τιμόνι της χώρας ή όχι. Προσώρας όλα δείχνουν ότι θα το πετύχει. Ωστόσο βασική προϋπόθεση για να καταφέρει μια ανεμπόδιστη και εφ’ όρου ζωής παράταση της προεδρίας του – κάτι που έχει ήδη καταστήσει σαφές -, θα πρέπει να υφίσταται ένα περιβάλλον σταθερότητας και ειρήνης.
Διεθνής θέση
Πάνω από όλα όμως είναι η διεθνής συγκυρία που επιτάσσει ψυχραιμία και λελογισμένες κινήσεις από την πλευρά της κινεζικής ηγεσίας. Τι θα σημάνει η κήρυξη πολέμου για τη διεθνή απομόνωση της Κίνας; Ιδιαίτερα την ώρα που αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από την Ευρώπη για τη στήριξή της – έστω και έμμεσα – στη Ρωσία του Πούτιν; Τη στιγμή που ασιατικές χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα της γυρίζουν την πλάτη; Ή που τα προβλήματα με τον έτερο γίγαντα της περιοχής, Ινδία, παραμένουν ανεπίλυτα; Πώς ακριβώς θα επιβιώσει η Κίνα σε αυτό το περιβάλλον; Ποιος θα στηρίξει ένα απολυταρχικό καθεστώς το οποίο θα εισβάλει σε μια χώρα που προσεγγίζεται από τη Δύση ως μια δημοκρατία-πρότυπο στην περιοχή; Ισως η Ρωσία, ίσως το Ιράν και στην καλύτερη περίπτωση καθεστώτα όπως η Βόρεια Κορέα ή η Μιανμάρ.
Ο πόλεμος έχει τη δική του δυναμική…
Ο Σι Τζινπίνγκ γνωρίζει καλά ότι μια επίθεση στην Ταϊβάν πέρα από τη διεθνή κατακραυγή και τις διευρυμένες διεθνείς κυρώσεις, θα αντιμετωπίσει τη σκληρή αντίσταση από την Ταϊβάν, η οποία θα χαίρει και της στήριξης των ΗΠΑ. Ο πόλεμος άλλωστε – όπως έχει προ πολλού δείξει η κατάσταση στην Ουκρανία – έχει τη δική του δυναμική, που εξελίσσεται στα πεδία των μαχών και μόνο.
Οι εκτιμήσεις των Αμερικανών
Το Πεντάγωνο εμμένει στην εκτίμησή του ότι η Κίνα δεν θα εισβάλει στην Ταϊβάν, τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια, παρά της άνευ προηγουμένου στρατιωτικές ασκήσεις του Πεκίνου γύρω από το νησί. Ερωτηθείς σχετικά, ο αμερικανός υφυπουργός Αμυνας Κόλιν Καλ απάντησε πως θεωρεί «πολύ απίθανο» το σενάριο πολέμου.
Η Ουάσιγκτον αναγνωρίζει παρ’ όλα αυτά ότι υπό τον πρόεδρο Σι, το Πεκίνο έχει στραφεί σε μια ολοένα και πιο επιθετική πολιτική στις ανοιχτές εδαφικές διαφιλονικίες με τους γείτονές του. Από τα ελεγχόμενα από την Ιαπωνία ακατοίκητα νησιά Σενκάκου, ως τα εδάφη στα Ιμαλάια κατά μήκος των συνόρων με την Ινδία.
«Και όπως ακριβώς η Κίνα άλλαξε το υπάρχον status quo γύρω από τα Σενκάκου το 2012 και τα σινο-ινδικά σύνορα το 2020, επιδιώκει τώρα να αλλάξει περαιτέρω το status quo προς όφελός της στο στενό της Ταϊβάν» σχολιάζει στην «Washington Post» η Μπόνι Γκλέιζερ, πολιτική επιστήμονας της δεξαμενής σκέψης German Marshall Fund.