Στην πλειονότητα των περιπτώσεων προκάλεσαν σάλο στην κοινή γνώμη. Κάποιες χαρακτηρίστηκαν ως εσχάτη προδοσία, άλλες χαιρετίστηκαν ως ηρωικές πράξεις επειδή είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τον ρου της αμερικανικής ιστορίας. Για τις εκάστοτε κυβερνήσεις των ΗΠΑ, ωστόσο, οι διαρροές διαβαθμισμένων εγγράφων αποτελούν έναν μόνιμο εφιάλτη γιατί βρίσκουν πολλούς μιμητές.Τελευταία στη μακρά λίστα η προ ημερών διαρροή απόρρητων αρχείων του αμερικανικού Πενταγώνου σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία (Pentagon Leaks), η οποία για άλλη μια φορά έπιασε στον ύπνο τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Σε πλατφόρμα για παιχνίδια
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα ερευνητικής δημοσιογραφίας Bellingcat, τα πολύ υψηλής διαβάθμισης έγγραφα πρωτοεμφανίστηκαν στις 13 Ιανουαρίου στην πλατφόρμα Discord, που δημιουργήθηκε για όσους ασχολούνται με το διαδικτυακό παιχνίδι, και συγκεκριμένα στην ομάδα «Thug Shaker Central» όπου τα μέλη της μοιράζονται μεταξύ άλλων την αγάπη τους για τα όπλα και τον χριστιανισμό.
Φερόμενος πληροφοριοδότης είναι ένας νεαρός 21 ετών, μέλος της αμερικανικής Εθνοφρουράς, ονόματι Τζακ Τεϊσέιρα. Αρχές Μαρτίου, 30 έγγραφα από το ευαίσθητο υλικό μετακινήθηκαν σε άλλο τμήμα της εν λόγω πλατφόρμας με την ονομασία «WowMao», έπειτα σε ιστοσελίδα αφιερωμένη στο δημοφιλές βιντεοπαιχνίδι Minecraft και με αυτόν τον τρόπο σε μικρό χρονικό διάστημα κατέκλυσαν το Telegram και το Twitter.
Παρακολουθούσαν Ζελένσκι και «Βάγκνερ»
Τα άκρως απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου ρίχνουν φως στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ κατασκοπεύουν εχθρούς και συμμάχους και περιέχουν μεγάλο εύρος πληροφοριών. Οπως ότι η Ουάσιγκτον παρακολουθεί τις συνομιλίες του ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι με τους αξιωματούχους του ή ότι έχει διεισδύσει στο ρωσικό υπουργείο Αμυνας και στη μισθοφορική ομάδα «Βάγκνερ».
Αλλού αποκαλύπτεται η πίεση αμερικανών αξιωματούχων προς τη Σεούλ προκειμένου να προσφέρει πυρομαχικά με τελικό προορισμό την Ουκρανία, το οποίο αντίκειται στην απαγόρευση πώλησης όπλων σε εμπόλεμες χώρες που ισχύει στη Νότια Κορέα.
Μολονότι η διαρροή δεν προσθέτει κάτι στα όσα ήδη είναι γνωστά σχετικά με την εμπόλεμη κατάσταση στην Ουκρανία, είναι αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο ένα κατώτερο μέλος του αμερικανικού στρατού έχει πρόσβαση σε τόσο ευαίσθητες πληροφορίες. Την ίδια ώρα, υπογραμμίζει τη δυσκολία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων να εντοπίζουν άτομα με εξτρεμιστικές απόψεις, πρόθυμα να αποκαλύψουν στην παγκόσμια κοινότητα τα μυστικά της υπερδύναμης.
Η διεύρυνση της πρόσβασης
Αξιωματούχοι του Πενταγώνου αναφέρουν ότι περισσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα στη χώρα έχουν πρόσβαση σε άκρως απόρρητες πληροφορίες, το οποίο δεν ίσχυε πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, αφού πρώτα κατέληξε ότι εκείνη την εποχή «δεν ήταν σε θέση να συνδέσει τα σημεία πριν από τις επιθέσεις», διεύρυνε έκτοτε τον κύκλο πρόσβασης σε διαβαθμισμένα έγγραφα με στόχο την αποφυγή νέου τρομοκρατικού χτυπήματος. Ο Τεϊσέιρα κατείχε μια από τις χαμηλότερες θέσεις στον αμερικανικό στρατό, ως υπάλληλος πληροφορικής στην Εθνοφρουρά της Μασαχουσέτης. Σύμφωνα με τον εγχώριο Τύπο, ήταν ηγετική φυσιογνωμία της διαδικτυακής ομάδας «Thug Shaker Central» όπου άρχισε να μοιράζεται το ευαίσθητο υλικό.
Δεν έχει αποδειχτεί ότι είναι ξένος πράκτορας ή ότι είχε πολιτικά ή οικονομικά κίνητρα, φαίνεται όμως ότι ήθελε να εντυπωσιάσει τους φίλους στη διαδικτυακή ομάδα του, όπως αναφέρουν αναλυτές, τονίζοντας ότι ο αμερικανικός στρατός πρέπει να αναλογιστεί σοβαρά ότι βασίζεται εν πολλοίς – σε ό,τι αφορά τα πληροφοριακά του συστήματα – σε νεαρούς με πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες.
Κατηγορίες και πιθανή ποινή
Ο Τεϊσέιρα συνελήφθη και βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο κατηγορίες, σύμφωνα με τον νόμο περί κατασκοπείας του 1917: της μη εξουσιοδοτημένης διαβίβασης πληροφοριών εθνικής άμυνας και της μη εξουσιοδοτημένης αφαίρεσης διαβαθμισμένων εγγράφων. Εάν κριθεί ένοχος και για τις δύο κατηγορίες, θα μπορούσε να φυλακιστεί μέχρι και για 15 χρόνια.
Ο εν λόγω νόμος έχει εφαρμοστεί σε Αμερικανούς που κατασκόπευαν για λογαριασμό ξένων χωρών στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και πιο πρόσφατα σε άτομα που διέρρευσαν ευαίσθητες πληροφορίες. Μεταξύ αυτών η Τσέλσι Μάνινγκ, που προτού προβεί σε θεραπεία ορμονοθεραπείας για αλλαγή φύλου είχε πολεμήσει στο Ιράκ. Η Μάνινγκ καταδικάστηκε σε 35 χρόνια κάθειρξη καθώς το 2010 διέρρευσε μέσω της πλατφόρμας WikiLeaks χιλιάδες έγγραφα του αμερικανικού στρατού που περιέγραφαν τον τρόπο με τον οποίο επιχειρούσαν οι ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Εν τέλει δεν εξέτισε την ποινή της λόγω απονομής χάριτος από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα το 2017.
Η πρώτη σύγχρονη διαρροή
Αν κοιτάξουμε στο παρελθόν, η εντυπωσιακότερη διαρροή απόρρητων εγγράφων στην ιστορία των ΗΠΑ, η περίφημη υπόθεση των Pentagon Papers, έγινε πριν από σχεδόν μισό αιώνα. Το 1971 ο Ντάνιελ Ελσμπεργκ, στρατιωτικός αναλυτής και σύμβουλος του Πενταγώνου, διέρρευσε μελέτη που είχε παραγγείλει το 1967 ο υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ Μακ Ναμάρα για τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Σε αυτή περιγραφόταν λεπτομερώς η παραπλάνηση των Αμερικανών από την κυβέρνηση σχετικά με την πρόοδο του πολέμου και με ποιον τρόπο η Ουάσιγκτον είχε επεκτείνει κρυφά τη σύγκρουση σε γειτονικές χώρες – κόντρα στην εξουσιοδότηση του Κογκρέσου – ώστε να υπάρξει κλιμάκωση στην περιοχή στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Οι αποκαλύψεις αποτέλεσαν κομβική στιγμή για τη σύγχρονη αμερικανική ιστορία καθώς κατέδειξαν την κυβερνητική εξαπάτηση, ξεσήκωσαν ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυριών και συνέβαλαν σημαντικά στον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ.
Ο Eλσμπεργκ βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μέγιστη ποινή φυλάκισης των 115 ετών, αλλά οι κατηγορίες αποσύρθηκαν το 1973, όταν αποκαλύφθηκε η παράνομη παρακολούθησή του από το FBI. Ο πρόεδρος Νίξον τον χαρακτήρισε προδότη, όμως ο ίδιος πίστευε ότι έκανε μια πράξη πατριωτισμού. Hξερε ότι ο πόλεμος ήταν τελειωμένη υπόθεση.
O ιστότοπος των αποκαλύψεων
Μια από τις κατ’ εξοχήν αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, ο αυστραλός προγραμματιστής υπολογιστών Τζούλιαν Ασάνζ, ιδρυτής της ΜΚΟ WikiLeaks, ενός ιστοτόπου δημοσιοποίησης αποκαλυπτικών απόρρητων εγγράφων, έγινε κοινωνός ενός τεράστιου όγκου διαβαθμισμένων πληροφοριών που άλλοτε αποκάλυψαν τη διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας και άλλοτε έθεσαν σε κίνδυνο, κατά τους ειδικούς, την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Eναν χρόνο μετά την ίδρυσή της, το 2007, η ιστοσελίδα δημοσίευσε πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία και τα βασανιστήρια κρατουμένων στις φυλακές Γουαντάναμο και το 2009 έφερε στο φως τα χιλιάδες εμπιστευτικά μηνύματα για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, τα οποία αποκάλυψαν την αντίδραση των αμερικανικών αρχών και υπηρεσιών ασφαλείας απέναντι στην καταστροφή.
Το 2010 τα WikiLeaks δημοσίευσαν βίντεο από αεροπορική επίθεση με περισσότερους από 12 νεκρούς άμαχους Ιρακινούς στη Βαγδάτη – μεταξύ αυτών και δύο δημοσιογράφοι του Reuters. Λίγους μήνες μετά ήρθαν στο φως οι πληροφορίες που διέρρευσε ο πρώην στρατιώτης Μπράνλεϊ (μετέπειτα Τσέλσι) Μάνινγκ για τον πόλεμο στο Ιράκ και ευαίσθητα δεδομένα σχετικά με τοανθρωποκυνηγητό του Οσάμα μπιν Λάντεν.
Eπειτα από δύο κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση στη Σουηδία, ο Ασάνζ βρήκε καταφύγιο στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο το 2012, ζητώντας πολιτικό άσυλο. Παρέμεινε έγκλειστος στο κτίριο για επτά χρόνια προτού συλληφθεί από τις βρετανικές αρχές, όταν ο Ισημερινός απέσυρε το άσυλο που του παρείχε. Eκτοτε, παραμένει σε φυλακή υψίστης ασφαλείας στο Λονδίνο, με την έρευνα για τις καταγγελίες περί σεξουαλικής επίθεσης να έχει προς το παρόν σταματήσει και τις Αρχές των ΗΠΑ να ζητούν να εκδοθεί για να τον δικάσουν για κατασκοπεία.
Απλοί πολίτες υπό παρακολούθηση
Το 2013 ο διαχειριστής συστημάτων Εντουαρντ Σνόουντεν, που εργαζόταν για την Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA), αφού εγκατέλειψε την εργασία του σε μια εγκατάσταση της NSA στη Χαβάη και πέταξε για το Χονγκ Κονγκ, διοχέτευσε στις εφημερίδες «Guardian» και «Washington Post» ένα τεράστιο αρχείο με άκρως απόρρητα και επίμαχα έγγραφα.
Το υλικό αποκάλυψε ότι μέσω της NSA η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε ανεμπόδιστη πρόσβαση στις επικοινωνίες εκατομμυρίων ανθρώπων, Αμερικανών και μη: από τηλεφωνικές συνομιλίες μέχρι διαδικτυακές επικοινωνίες στις ΗΠΑ και όλον τον κόσμο, όχι μόνο απλών πολιτών αλλά και ηγετών όπως η Ανγκελα Μέρκελ.
Οι αποκαλύψεις για τη σκιώδη λειτουργία του αμερικανικού κράτους πυροδότησαν παγκόσμιο σεισμό με τον τότε αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να καλείται να δώσει εξηγήσεις στις ξένες κυβερνήσεις προκειμένου να αποτρέψει διπλωματικές κρίσεις. Οδήγησαν σε μεταρρυθμίσεις που θέτουν όρια στη συλλογή δεδομένων από την κυβέρνηση και συνεχίζουν να εγείρουν πλήθος ερωτημάτων, από το αν τελικά οι πολίτες είναι πραγματικά ελεύθεροι μέχρι τη δυνατότητά τους να διασφαλίζουν τη λογοδοσία της κυβέρνησής τους.
Για πολλούς συμπατριώτες του Αμερικανούς, η αποκάλυψη του Σνόουντεν ήταν μια θαρραλέα ενέργεια που έθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του, γι’ αυτό και κατέφυγε στη Ρωσία όπου ζει μέχρι σήμερα εξόριστος. Για άλλους, παραμένει ένας προδότης των συμφερόντων της χώρας του.
Δυσανάλογα μεγάλη ποινή
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τέλος, έχει η αμφιλεγόμενη υπόθεση με πρωταγωνίστρια τη Ριάλιτι Γουίνερ, πρώην αξιωματικό της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας και μεταφράστρια της NSA, που εκτύπωσε και έστειλε ταχυδρομικώς απόρρητο έγγραφο στον ενημερωτικό ιστότοπο The Intercept. Το έγγραφο περιέγραφε τις ρωσικές απόπειρες εισβολής στα συστήματα ψηφοφορίας των ΗΠΑ στη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016.
Η Γουίνερ συνελήφθη, κατηγορήθηκε για παραβίαση του νόμου περί κατασκοπείας και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια και τρεις μήνες φυλάκιση, στη μεγαλύτερη ποινή που επιβλήθηκε ποτέ για διαρροή απόρρητων πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ. Η υπόθεση πυροδότησε τεράστια συζήτηση για το κυβερνητικό απόρρητο, ενώ ήγειρε νομικά ζητήματα εξαιτίας της δυσανάλογης ποινής που επιβλήθηκε και η οποία χαρακτηρίστηκε υπερβολικά σκληρή καθώς είχε στόχο να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για μελλοντικούς επίδοξους πληροφοριοδότες.
Την ίδια ώρα, όμως, δεν άφησε πλέον καμία αμφιβολία για την παρέμβαση της Μόσχας στο λογισμικό των εκλογικών κέντρων των αμερικανικών Πολιτειών. Η παθιασμένη φιλόζωη και ακτιβίστρια για το περιβάλλον δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το ευαίσθητο έγγραφο που αποφάσισε να ταχυδρομήσει, για να αποκαλύψει ουσιαστικά μια απειλή εναντίον των ΗΠΑ, είχε μια μοναδική «ταυτότητα» που έδειχνε ποιος το είχε τυπώσει.