Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, επικεφαλής του CHP, είναι ο υποψήφιος της τουρκικής αντιπολίτευσης ενάντια στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στις εκλογές που θα διενεργηθούν στη σκιά του τραγικού σεισμού των 46.000 και πλέον νεκρών και όλοι αναρωτιούνται αν έχει πιθανότητες.
Η Ζουχάλ Μερτ Ουζουνέρ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μαρμαρά, σημειώνει ότι «αν και ο σεισμός ήταν ο μεγαλύτερος που έχει καταγραφεί ποτέ στη χώρα, εν τούτοις οι συνέπειές του δεν χρειαζόταν να είναι τόσο τραγικές. Οι τουρκικές αρχές και οι πολιτικές δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν να μετριάσουν αυτούς τους κινδύνους μέσω καλύτερης διακυβέρνησης. Αυτό δημιούργησε ένα μεγάλο ερωτηματικό σχετικά με τον ρόλο των πολιτικών».
Μιλώντας στο «Βήμα» η κυρία Ουζουνέρ επισημαίνει ότι οι κάτοικοι των πόλεων που επλήγησαν ήταν συμπαθούντες του ΑΚΡ και υποστηρικτές ενός ισχυρού πατερναλιστικού κράτους. Οπως λέει, η Αριστερά περιμένει ότι ο σεισμός θα σημάνει μείωση των ψήφων του ΑΚΡ λόγω της απογοήτευσης των ψηφοφόρων και σημειώνει ότι «η αντιπολίτευση, ιδίως υψηλόβαθμα στελέχη του CHP, χρησιμοποίησαν την τραγωδία για να προκαλέσουν την αντίδραση του κόσμου και την αναζήτηση ελπίδας».
«Σημαντικό σημείο καμπής»
Η κυρία Ουζουνέρ δεν δηλώνει σίγουρη για την επιτυχία του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Αναφέρει ωστόσο ότι αν αναδειχθεί νικητής θα είναι «ένα σημαντικό σημείο καμπής, διότι το πρόγραμμα του μπλοκ της αντιπολίτευσης αφορά κυρίως την αλλαγή του κυβερνητικού συστήματος και την επιστροφή στις δημοκρατικές πρακτικές του κοινοβουλευτικού συστήματος».
Αυτό που τίθεται ως ερώτημα είναι αν μπορεί να μειωθεί η συμπάθεια που δημιουργήθηκε προς την αντιπολίτευση λόγω της αμφιβολίας για τη δυνατότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων και αντιφάσεων που δημιουργεί μία εύθραυστη κατάσταση, με τη Ζουχάλ Μερτ Ουζουνέρ να υπογραμμίζει ότι «ο κίνδυνος της αστάθειας και της αδυναμίας σχηματισμού μιας ισχυρής κυβέρνησης είναι η μεγαλύτερη πρόκληση ενός τέτοιου συνασπισμού, ειδικά υπό τόσο δύσκολες συνθήκες».
Απαντώντας για την αλλαγή κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η κυρία Ουζουνέρ παρατηρεί ότι «οι Τούρκοι λυπήθηκαν πολύ όταν έμαθαν για το δυστύχημα (στα Τέμπη). Λόγω της διεθνούς υποστήριξης, ιδίως από την Ελλάδα, καθώς είχαν το αίσθημα του χρέους». «Δεν μου προκαλεί έκπληξη, διότι ακόμη και κατά την πιο καυτή εποχή της διμερούς αντιπαράθεσης το 2020, η συμπάθεια για τον ελληνικό λαό και τον πολιτισμό ήταν η ίδια. Νομίζω ότι το ίδιο ισχύει και για τον ελληνικό λαό. Κατά τη διάρκεια των τραγωδιών, η σιωπηλή συμπάθεια των ανθρώπων μεταξύ τους ξεπερνά τον θόρυβο της πολιτικής και μπορούμε να δούμε την πιο απλή μορφή ζωής» αναφέρει.
Διάλογος και προτεραιότητες
Στην ερώτηση αν οι θέσεις της Τουρκίας όσον αφορά τις σχέσεις με την Ελλάδα συνδέονται με την πιθανή αλλαγή κυβέρνησης, τι θα μπορούσε να αλλάξει πιθανή νίκη Κιλιτσντάρογλου και κατά πόσο Αθήνα και Αγκυρα μπορεί να επιστρέψουν στην ένταση, η κυρία Ουζουνέρ απαντά ότι «οι ελληνοτουρκικές διαφωνίες δεν σχετίζονται μόνο με τις υφιστάμενες κυβερνήσεις, αν και και οι δύο είναι πρόθυμες να αξιοποιήσουν τα εθνικιστικά αισθήματα.
Οποιαδήποτε αλλαγή στην κυβέρνηση της Τουρκίας και της Ελλάδας δεν μπορεί να αλλάξει εύκολα τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής, αλλά μπορεί να δημιουργήσει ηπιότερο διάλογο με τον ίδιο ορισμό των συμφερόντων, όπως συνέβη κατά την περίοδο Παπανδρέου – Τζεμ. Η αλλαγή και η λύση χρειάζονται ισχυρή πολιτική βούληση». Εκτιμά δε ότι λόγω συνασπισμού σε ενδεχόμενη νίκη Κιλιτσντάρογλου «πιθανότατα ο Νταβούτογλου θα έχει επιρροή στην εξωτερική πολιτική. Εχει την ικανότητα να δημιουργήσει εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης των προβλημάτων, αλλά το ζήτημα είναι ότι κανένα κόμμα ή ηγέτης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία δεν μπορεί να αλλάξει εύκολα τις πάγιες προοπτικές».