Η Βραζιλία θα αποκτήσει, όπως όλα δείχνουν, ακροδεξιό πρόεδρο στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών αύριο Κυριακή, στις οποίες έχει σαφές προβάδισμα ο ρατσιστής, μισογύνης και ομοφοβικός Ζαΐρ Μπολσονάρο. Οι δημοσκοπήσεις τού δίνουν ως και 18 μονάδες πάνω από τον αριστερό αντίπαλό του Φερνάντο Χαντάντ, του Κόμματος των Εργατών.
Ενας ακραίος «βάρβαρος» στο τιμόνι μιας μεγάλης χώρας
Η όγδοη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και η τέταρτη μεγαλύτερη δημοκρατία θα κυβερνηθεί από έναν νοσταλγό της δικτατορίας, έναν ακραίο «βάρβαρο», όπως τον αποκαλεί ο αντίπαλός του. Ο 53χρονος πρώην στρατιωτικός Μπολσονάρο θα λάβει σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις από 57% ως 60%, ενώ ο 55χρονος Χαντάντ από 41% ως 43%.
Το περίεργο είναι πώς ένας ρατσιστής καταφέρνει να έχει το προβάδισμα σε μια χώρα όπου η πλειονότητα των ψηφοφόρων είναι μαύροι και μιγάδες (που αποτελούν, μαζί, το 55% του πληθυσμού). Ο Μπολσονάρο δηλώνει ότι οι γιοι του – τους οποίους «θα προτιμούσε νεκρούς παρά ομοφυλόφιλους» – δεν θα ερωτεύονταν ποτέ μια μαύρη, ενώ αποκαλεί τους μαύρους «αποβράσματα της γης». Δηλώνει πως αν εκλεγεί, θα καταργήσει τις ποσοστώσεις για την εισαγωγή μαύρων και αυτοχθόνων στα πανεπιστήμια. «Δεν θα έμπαινα ποτέ σε αεροπλάνο που θα πιλοτάριζε ένας ευεργετηθείς από τις ποσοστώσεις ούτε θα ήθελα να με χειρουργήσει ένας γιατρός της ποσόστωσης», λέει. Και όμως, έρχεται πρώτος ανάμεσα στους μαύρους και μιγάδες ψηφοφόρους (47% έναντι 41% του αντιπάλου του).
Το ίδιο ισχύει με τις γυναίκες. Ο Μπολσονάρο έχει πει σε βουλευτίνα ότι «δεν θα τη βίαζε ποτέ γιατί είναι υπερβολικά άσχημη» και δηλώνει ότι σωστά οι γυναίκες κερδίζουν λιγότερα χρήματα από τους άντρες επειδή παίρνουν πληρωμένη άδεια εγκυμοσύνης. Τα μισογυνιστικά του σχόλια έκαναν τους αναλυτές να πιστεύουν πως δεν θα είχε απήχηση στις γυναίκες ψηφοφόρους. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, εκατοντάδες χιλιάδες συμμετείχαν στη μεγαλύτερη γυναικεία πορεία στη Βραζιλία, ενώ εκατομμύρια ακολουθούν το #EleNao (Οχι Αυτός) στο Twitter. Και όμως, και ανάμεσα στις γυναίκες ο Μπολσονάρο έχει το προβάδισμα, αφού σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις θα τον ψηφίσει το 43% έναντι 39% τον Χαντάντ.
Ο Χαντάντ προειδοποιεί μάταια ότι αν εκλεγεί πρόεδρος ο Μπολσονάρο, που δηλώνει θαυμαστής της βραζιλιάνικης στρατιωτικής χούντας του 1964-1985, «θα θέσει σε κίνδυνο ό,τι έχουμε οικοδομήσει τα τελευταία 30 χρόνια».
Δημοψήφισμα για το μέλλον του Αμαζονίου
Ο υπόλοιπος κόσμος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον Αμαζόνιο, και πολλά δυτικά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν τις αυριανές εκλογές στη Βραζιλία σαν ένα δημοψήφισμα για το μέλλον του μεγαλύτερου τροπικού δάσους στον πλανήτη. Το διακύβευμα είναι κρισιμότατο. Ο Μπολσονάρο δηλώνει ότι η περιβαλλοντική πολιτική της Βραζιλίας «προκαλεί ασφυξία στη χώρα» και δεσμεύεται προεκλογικά ότι τεράστιες εκτάσεις του τροπικού δάσους θα αποψιλωθούν για να μετατραπούν σε βοσκοτόπια και χωράφια προκειμένου να παράγει η Βραζιλία «το βοδινό και τη σόγια που απαιτεί η υφήλιος». Η χώρα είναι από τους κορυφαίους εξαγωγείς βοδινού κρέατος και σόγιας, και οι αγρότες, που αξιώνουν να γίνει το δάσος καλλιεργήσιμη γη, ανήκουν στην εκλογική βάση του Μπολσονάρο και έχουν πανίσχυρο λόμπι.
Η Βραζιλία βρισκόταν κάποτε στην πρωτοπορία της περιβαλλοντικής πολιτικής, όπως δείχνει η Παγκόσμια Διάσκεψη για την Γη που πραγματοποιήθηκε στο Ρίο το 1992. Σήμερα ο Μπολσονάρο εξετάζει την περίπτωση να αποσύρει τη χώρα από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Αυτό όμως είναι δευτερεύον. Το πρωτεύον είναι το μέλλον του Αμαζονίου, ο οποίος αποτελεί τον πνεύμονα της Γης και αντισταθμίζει μεγάλο μέρος των αερίων του θερμοκηπίου που εκπέμπονται παγκοσμίως. Ο Μπολσονάρο δηλώνει ότι δεν θα προστατεύσει «ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό» του Αμαζονίου για να συνεχίσουν να ζουν οι αυτόχθονες φυλές, μερικές από τις οποίες βρίσκονται ακόμη στη λίθινη εποχή.
Αντίθετα ο Χαντάντ, πρώην δήμαρχος του Σάο Πάολο, υπόσχεται επιθετικές πολιτικές για να σταματήσει η αποψίλωση του Αμαζονίου.
Βία, σκάνδαλα και διαφθορά
Ο Μπολσονάρο, που τον αποκαλούν «Τραμπ των τροπικών», έχει δεσμευθεί προεκλογικά ότι θα χαλαρώσει τους νόμους για την οπλοκατοχή – άλλη μια παραχώρηση προς το λόμπι των αγροτών οι οποίοι ζητούν να πάρουν στα χέρια τους όπλα για να προστατευθούν από την αυξανόμενη εγκληματικότητα στις αγροτικές περιοχές. Ολόκληρη η χώρα έχει εισέλθει σε έναν άνευ προηγουμένου κύκλο βίας. Το 2017 σημειώθηκαν 63.880 ανθρωποκτονίες – σχεδόν διπλάσιες απ’ όσες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη μαζί. Ο ακροδεξιός υποψήφιος δηλώνει ότι θα δώσει «λευκή επιταγή» στην αστυνομία για να σκοτώνει.
Η χώρα παραδίδεται «σε άξεστους και τραμπούκους λαϊκιστές»
Το αξιοπερίεργο είναι ότι παρά τις ακρότητες που εκστομίζει ο Μπολσονάρο, μόνο το 35% δηλώνει ότι δεν θα τον ψήφιζε ποτέ, ενώ το ποσοστό απόρριψης του Χαντάντ φθάνει στο 47%. Η αναμενόμενη νίκη του στις αυριανές εκλογές οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα σκάνδαλα διαφθοράς που έχουν αμαυρώσει το Κόμμα των Εργατών (κυβερνά τη Βραζιλία από το 2002), το οποίο οι Βραζιλιάνοι θεωρούν υπεύθυνο για την οικονομική ύφεση και την εγκληματικότητα που μαστίζουν τη χώρα.
«Η Βραζιλία χρειάζεται έναν μεταρρυθμιστή ηγέτη. Ο Μπολσονάρο φαίνεται ότι είναι το πρόσωπο που θα επιλέξουν οι Βραζιλιάνοι για να αποτελέσει τον μοχλό της αλλαγής» έγραψε ο «Economist». «Το αν ένας μικρού βεληνεκούς πολιτικός με ακραίες απόψεις είναι κατάλληλος για τη δουλειά αποτελεί διαφορετικό ζήτημα».
Πολλοί στη Βραζιλία εκφράζουν την ανησυχία ότι με τη χαλάρωση της νομοθεσίας για την οπλοφορία ο Μπολσονάρο θα ενισχύσει την εγκληματικότητα αντί να την πατάξει. Οσο για τη συνεχιζόμενη ύφεση, το τοπίο στην οικονομική πολιτική του είναι θολό. Ο Μπολσονάρο δηλώνει ότι θα ιδιωτικοποιήσει τις διεφθαρμένες και αναποτελεσματικές κρατικές εταιρείες, θα περιορίσει τη γραφειοκρατία και τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και θα απλοποιήσει τη φορολογική νομοθεσία για να κλείσει τα παραθυράκια για φοροδιαφυγή.
Ωστόσο στα 26 χρόνια που διετέλεσε βουλευτής αγωνιζόταν σκληρά υπέρ της αύξησης των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και κατά των ιδιωτικοποιήσεων. Παρά το «ύποπτο» παρελθόν του όμως, οι Βραζιλιάνοι και οι διεθνείς επενδυτές τον εμπιστεύονται περισσότερο από τον Χαντάντ που δηλώνει ότι θα αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες και τους (ήδη υψηλούς) φόρους για να ενισχύσει τις κοινωνικές πολιτικές.
«Την επιλογή θα την κάνουν οι Βραζιλιάνοι. Αλλά είναι μια θλιβερή μέρα για τη δημοκρατία όταν η σύγχυση και η απογοήτευση αποπροσανατολίζουν τους ψηφοφόρους και ανοίγουν την πόρτα σε προσβλητικούς, άξεστους και τραμπούκους λαϊκιστές» έγραψαν σε κύριο άρθρο τους οι «New York Times».