«Ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να μην τελειώσει ποτέ. Και μπορεί να εξελιχθεί σαν έναν πόλεμο της Κορέας επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ολοι θα πληρώσουν για αυτόν» επισημαίνει στο «Βήμα» ο κορυφαίος γάλλος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ, δηλώνοντας εξαιρετικά ανήσυχος για το ότι «άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά. Πεθαίνουν και από τις δυο μεριές, αλλά όχι συμμετρικά. Γιατί οι Ρώσοι διαπράττουν εγκλήματα πολέμου καθημερινά στην Ουκρανία, τα οποία οι Ουκρανοί δεν είναι σε θέση να ανταποδώσουν».
Μολονότι περιορισμένος σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, ο πόλεμος στην Ουκρανία εγείρει ερωτήματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος, μας επηρεάζει και θα το κάνει όλο και περισσότερο, σημειώνει ο στοχαστής, τον οποίο το «Βήμα» συνάντησε στους Δελφούς δύο ημέρες πριν από την εξέγερση της «Βάγκνερ», καθώς «δεν είμαστε μακρινοί ή ουδέτεροι παρατηρητές, είμαστε συμμετέχοντες και η έκβασή του θα εξαρτηθεί επίσης από το τι σκεφτόμαστε και τι κάνουμε. Είμαστε στον πόλεμο».
Σε έναν πόλεμο που όμως, τονίζει, δεν γνωρίζουμε «τι ακριβώς είναι». Εξίσου δύσκολα είναι και τα ερωτήματα που ο ίδιος έχει θέσει για το πώς ο συγκεκριμένος πόλεμος θα μεταμορφώσει τις συνθήκες και το ίδιο το περιεχόμενο της πολιτικής. Πώς επαναπροσδιορίζει τη λειτουργία του εθνικισμού και το γίγνεσθαι της ίδιας της «μορφής του έθνους». Τέλος, πώς αρθρώνει πολλούς πολιτικούς χώρους σε μια παγκόσμια δομή συγκρούσεων.
Οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι του 20ού αιώνα, προσθέτει, ήταν επίσης «παγκόσμιοι πόλεμοι» ή μέρος «παγκόσμιων πολέμων», με μια περισσότερο ή λιγότερο «κεντρική» θέση να παραχωρείται στην Ευρώπη.
«Θα έλεγα ότι ο τρέχων πόλεμος είναι μάλλον ένας παγκοσμιοποιημένος πόλεμος ή είναι καθ’ οδόν να γίνει τέτοιος, έστω και υβριδικού χαρακτήρα. Ηδη όμως παρακολουθούμε τις καταστροφικές επιπτώσεις του» επισημαίνει ο κ. Μπαλιμπάρ, ασκώντας κριτική σε συγκεκριμένες ευρωπαϊκές επιλογές. «Η Ευρώπη αναστηλώνει την ενότητά της μέσω της πλήρους στρατιωτικοποίησής της, κάτι που πρόκειται για την απόλυτη καταστροφή. Το είδαμε ήδη με τη Γερμανία, με την Πολωνία, που μετατρέπεται σε στρατιωτικό φρούριο… Δεν γνωρίζω τι ακριβώς θα μπορούσε να είχε κάνει η ευρωπαϊκή ηγεσία. Η πρώτη επείγουσα ανάγκη ήταν βεβαίως να απωθηθεί η ρωσική εισβολή».
Σήμερα, ωστόσο, ο γάλλος φιλόσοφος έχει οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι «ενδεχομένως η μοναδική λογική λύση θα μπορούσε να είναι η διαπραγμάτευση για μια επίλυση, η οποία δεν θα δίνει όμως πίσω στους Ουκρανούς όλα όσα έχουν χάσει. Κάτι που δεν θα γινόταν αποδεκτό όχι απλώς λόγω πατριωτισμού, αλλά και μέσα από την οπτική του Διεθνούς Δικαίου».
Πίσω από τη συζήτηση βρίσκεται το ζήτημα του έθνους, συνεχίζει ο εξαιρετικά επιδραστικός θεωρητικός. «Ο μισός πληθυσμός δεν μιλούσε ουκρανικά αλλά ρωσικά, ειδικά στην Ανατολική Ουκρανία. Ειδικότερα, όμως, η Κριμαία είναι ένα εντελώς διαφορετικό πρόβλημα μιλώντας ιστορικά. Εκχωρήθηκε στην Ουκρανία ύστερα από αυθαίρετη απόφαση του Νικίτα Χρουστσόφ, στη δεκαετία του ’50, ως μια μορφή αποζημίωσης για το ότι υπήρξε από τους επικεφαλής της γενοκτονίας των ουκρανών χωρικών στη δεκαετία του ’30. Η Κριμαία ιστορικά έχουμε μάθει ότι κατοικείτο από τουρκόφωνους Τατάρους, που εξολόθρευσε ο Στάλιν. Κατόπιν κατοικήθηκε από αποίκους που ήρθαν από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Η ευρύτερη ζώνη είναι μια περιοχή με τακτικές ντροπιαστικές εθνοκαθάρσεις πληθυσμών. Αυτό ως γεγονός δημιουργεί πολύ μεγάλη ευθραυστότητα ως προς την εθνικότητα».